Ο Ευθύμιος Καούδης του Γεωργίου, γεννήθηκε στα 1866 (για άλλους στα 1872), στο χωριό Καλλικράτης των Σφακίων της Κρήτης και πέθανε στα 1956 στη Θεσσαλονίκη.
Στα… 1903 (ίσως και στα 1900), έφυγε από το χωριό του, για την Αθήνα, γιατί φοβόταν τη σύλληψή του – ή την βεντέτα – γιατί σκότωσε τον Βουϊδά, αρχηγό ληστρικής συμμορίας της περιοχής των Σφακίων.
Στην Αθήνα εργαζόταν σαν κτίστης και σύχναζε στο καφενείο του Μαραβελάκη σε ένα στενό της οδού Σταδίου, κοντά στο κτίριο της Βουλής (σημερινό ιστορικό Μουσείο), όπου σύχναζαν αρκετά μέλη της κρητικής παροικίας των Αθηνών. Σ’ αυτό το καφενείο τον προσέγγισαν οι Ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Τσόντος και Παύλος Μελάς, στις αρχές του 1903, για να τον στρατολογήσουν για τα την υπόθεση της αλύτρωτης Μακεδονίας.
Όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από τη φωτογραφία του, αλλά και σύμφωνα με τη περιγραφή που δίνει ο συναγωνιστής του Κώστας Κλειδής,
« δεν ήταν κοντός ούτε ψηλός. Λίγο μαυριδερός, στραβοκάνης, όλο νεύρο, φαινόταν αμέσως, διαόλου γέννα και δυνατός. Ούτε αδύνατος, ούτε φαρδύς, μουστάκι μαύρο, φαρδύ και μακρύ, αξύριστος, αχτένιστος, με μάτια μικρά και μισόκλειστα…».
Η εμπλοκή του Καούδη στους απελευθερωτικούς αγώνες του Ελληνισμού είναι συνάρτηση του τόπου καταγωγής του. Το χωριό του, ο Καλλικράτης, βρίσκεται σε ένα οροπέδιο σε ύψος περίπου 800 μέτρων. Εδώ και αιώνες οι κάτοικοί του διαχειμάζουν στα νότια παράλια του νησιού, στους οικισμούς Πατσιανό και Καψόδασος, κοντά στο Φραγκοκάστελλο.
Βγήκε στην υποδουλωμένη στους Τούρκους Μακεδονία, πέντε φορές, συνεργάστηκε με όλους τους επιφανείς οπλαρχηγούς (και ιδιαίτερα με το καπετάν Κώττα), αποκτώντας τεράστια πολεμική εμπειρία που συνδυαζόμενη και με τις φυσικές του ικανότητες, συνετέλεσαν ώστε να εξελιχθεί σε έναν από τους εμπειρότερους Έλληνες οπλαρχηγούς του Αγώνα και κυρίως να είναι κοντά στον ντόπιο πληθυσμό και τις ανησυχίες του, κάτι που εξηγεί και τις καλές του σχέσεις με τους κατοίκους των χωριών, όπως φαίνεται και από τα απομνημονεύματά του.
Η πρώτη του έξοδος στην υποδουλωμένη Μακεδονία, έγινε στις 6 Μαϊου 1903, όταν μαζί με τους Λ. Βρανά, Γ. Δικώνυμο και Γ. Πέρο, ταξιδεύει με πλοίο στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός τους, να προωθηθούν στην ενδοχώρα της Δυτικής Μακεδονίας και να εξετάσουν επί τόπου τις δυνατότητες ανάπτυξης μιας ελληνικής οργανωμένης αντίστασης.
Στις αρχές Ιουνίου 1903, (δεύτερη έξοδος), επικεφαλής ομάδος δέκα ανδρών περνά λαθραία στη περιοχή Φλώρινας – Καστοριάς και για δύο μήνες υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Καραβαγγέλη, εργάζεται κατά των Βουλγάρων.
Τον Φεβρουάριο του 1904, (τρίτη έξοδος), ξαναβγαίνει ως υπασπιστής του Κοντούλη και κάθεται μέχρι τον Ιούνιο του 1904. Ήταν η περίοδος που συνεργάσθηκε στενά με τον καπετάν Κώττα και απέκτησε χρήσιμες εμπειρίες.
Η τέταρτή του έξοδος, τον Σεπτέμβριο του 1904, σηματοδοτεί την έναρξη της ένοπλης ελληνικής αντίδρασης στην Μακεδονία. Με δική του ομάδα ο Καούδης, καταφέρνει το πρώτο σημαντικό πλήγμα των Ελλήνων κατά των Βουλγάρων στη μάχη του Τριγώνου (παλαιά ονομασία Όστιμο), στις 18 Σεπτεμβρίου 1904 και στη συνέχεια, σε συνεργασία με τη ομάδα του Κατεχάκη (Καπετάν Ρούβας), επιχειρεί την επίθεση κατά του βουλγαρικού γάμου στο χωριό Σκλήθρο. Τον χειμώνα 1904/1905, δρα με την ομάδα του στη περιοχή των Κορεστίων. Επιστρέφει στην Αθήνα μετά τον Μάρτιο του 1905 και μένει μέχρι τα μέσα Αυγούστου του 1905.
Η Πέμπτη του έξοδος αρχίζει στα τέλη Αυγούστου του 1905, που δρα πάλι με την ομάδα του, στη περιοχή των Κορεστίων, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1905όταν συνεχίζει τη δράση του στη περιοχή των χωριών του όρους Περιστερίου (Βαρνούς), μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 1906.
Το Μάιο του 1906, για λόγους υγείας επιστρέφει στην Αθήνα όπου παραμένει για πέντε χρόνια, διάστημα που υποβαλλόταν σε θεραπεία.
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1912, σε ηλικία περίπου 46 χρονών, τέθηκε και πάλι στην υπηρεσία του εθνικού αγώνα, όταν υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη και άλλους Κρήτες οπλαρχηγούς, αποβιβάζεται στον Μαραθόκαμπο της Σάμου. Συμμετείχε σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων μαζί με Σαμιώτες και άνδρες που ήλθαν από την Ικαρία και μετά τις μάχες στην περιοχή του Βαθέως και στο Τηγάνι, συμβάλλει στη απελευθέρωση του νησιού.
Αμέσως μετά, λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, συμμετέχοντας στα ΣΩΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ.
(Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τη διεύθυνση των σωμάτων αυτών την είχε ο Κ. Μαζαράκης, ήταν επανδρωμένα από παλιούς Μακεδονομάχους και είχαν ως αποστολή να προετοιμάσουν την εισβολή του τακτικού Ελληνικού Στρατού στο έδαφος της Μακεδονίας, με κατάλληλες ενέργειες δολιοφθορών).
Στις 11 Οκτωβρίου 1912, επικεφαλής 80 ανδρών εισβάλει στη Σιάτιστα, συγκρούεται με τον Τουρκικό στρατό και κινείται προς τα Γρεβενά, στη γέφυρα όμως της Σμίξης, τραυματίζεται γεγονός που τον κρατά μακρυά από τις επιχειρήσεις, μέχρι το τέλος του Α΄ΒΠ.
Στα 1915, λαμβάνει μέρος στο Κίνημα της Εθνικής άμυνας του Ελ. Βενιζέλου.
Στα 1919, υπηρετώντας στο Τάγμα του Βλαχόπουλου, που είχε στρατοπευδεύσει στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ στην Κωνσταντινούπολη, διετέλεσε Φρούραρχος στο Φανάρι. Η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, επί υπουργού Στρατιωτικών Γ. Κονδύλη, με ειδικό νόμο του απονέμει τον βαθμό του Λοχαγού.
Από το 1927 και εξής, ο Ευθύμιος Καούδης, είναι ενεργό μέλος της εθνικής Οργάνωσης « Ο Παύλος Μελάς», στη Θεσσαλονίκη, συμβάλλοντας ενεργά στη σύνταξη της επετηρίδας των Μακεδονομάχων.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, για να αποφύγει πράξεις αντεκδίκησης των Βουλγάρων, φεύγει από την Θεσσαλονίκη για την Αθήνα και από εκεί για την Κρήτη.
Μετά την Κατοχή επιστρέφει και πάλι στην Θεσσαλονίκη όπου ζει μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του στις 17 Δεκεμβρίου 1956, σε ηλικία 90 χρονών.
Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, ο Δήμος Θεσσαλονίκης του παρεχώρησε δωρεάν τάφο και το Γ’ ΣΣ του απέμεινε τιμές Στρατηγού εν ενεργεία.
Στα 1996, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα εκδίδει, με επιμέλεια Άγγελου Χοτζίδη τα απομνημονεύματά του (1903-1907) (ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΑΟΥΔΗΣ. ΕΝΑΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ISBN 960-7488-03-2, στα οποία όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο…:
« Στα απομνημονεύματά του ο 80χρονος μακεδονομάχος Ευθύμιος Καούδης αναλογίζεται τα συμβάντα της περιόδου 1903-1907 στην αθήνα και στην Μακεδονία. Χωρίς την προτροπή τα’ιτων, ο Σφακιανός οπλαρχηγός αποφάσισε αυτόβουλα να γράψει τα απομνημονεύματά του με την οξύνεια και την έντονη κριτική διάθεση που τον διέκρινε. Με χαρακτηριστική αυστηρότητα γράφει : ‘’εγώ λέω ότι η αλήθεια πρέπει να λέγεται κι έστω πικρά….εγώ μέχρι τώρα είχα την γνώμην ότι ό,τι λέει καθ’ ένας δια τον εαυτόν του δεν έχει αξίαν, αλλά όσα οι άλλοι δι’ αυτόν’’»