Η ευκολία που -ως άλλος Άτλαντας- ο Πύρρος σήκωνε σαν πούπουλο τα βάρη με έκανε να γουρλώνω τα μάτια. Η χάρη και η τεχνική τελειότητα του Ιωάννη Μελισσανίδη, που θύμιζε αρχαίο ελληνικό κάλλος, ήταν πολύ καλλιτεχνική για τα γούστα μου. Η ευγένεια ψυχής και προσώπου του Δημοσθένη Ταμπάκου ήταν κάτι ξένο στα μάτια μου. Η τρομακτική αίσθηση υπεροχής του Ηλία Ηλιάδη, είχε κάτι το απόκοσμο. Ο Λευτέρης Πετρούνιας έχει -ακόμα- κάτι το παιδικό στα δικά μου μάτια. Όλοι τους κορυφαίοι, άφθαστοι, υποδειγματικοί.
Δεν με θυμάμαι όμως ποτέ να μπόρεσα να ταυτιστώ με κάποιον τους. Τους χειροκρότησα. Τους θαύμασα. Τους καμάρωσα. Τους έβγαλα το καπέλο. Τους παραδέχθηκα. Ως εκεί, όμως. Αυτό που συνέβη στο «είναι» μου με την πάρτη του δεν το είχα ξαναζήσει. Τα μηνίγγια άρχισαν να σφυροκοπούν λες και το γαλακτικό οξύ ήθελε να διαλύσει το κεφάλι μου. Το στόμα άρχισε να ξεραίνεται. Το σάλιο άρχισε να είναι αλμυρό λες και είχε πια γεύση από αλάτι. Οι μύες άρχισαν να παίζουν ταμπούρλο. Τα πόδια να μουδιάζουν.
Ήταν πλέον φανερό. Ξαφνικά, ο Σπύρος Γιαννιώτης είχε μπει στο σώμα μου. Ή εγώ στο δικό του! Τέλος πάντων για πρώτη φορά ένιωσα να είμαι κάποιος άλλος. Για πρώτη φορά ταυτίστηκα με κάποιον (υπέρ)αθλητή. Εγώ που, στα 37 μου, ξέρω λιγότερο κολύμπι από την εξάμηνη κόρη μου! Εγώ, που τρέμω το νερό. Εγώ, που δεν έχω κολυμπήσει στα άπατα ποτέ στην ζωή μου!
Στα τελευταία μέτρα, ούτε κι εγώ είχα ανάσες. Έκλεισα τα μάτια και τα έδωσα όλα. Ασυναίσθητα, σήκωσα κι εγώ το χέρι στον τερματισμό για να σταματήσω το ρημάδι το χρονόμετρο. Μπορεί να ήταν το δικό μου το βάρος, που έκανε τον Σπύρο να χάσει την χεριά του και να πιάσει αέρα στο φώτο – φίνις. Ίσως το βάρος μιας ολόκληρης της Ελλάδας, που κουβαλούσε στις πλάτες του και την ταξίδεψε για περίπου δυο ώρες στα νερά της Κόπα Καμπάνα και της Ιπανέμα.
Ταυτίστηκα για πρώτη φορά μαζί του, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, όταν στην εκπομπή της (υπέροχης) Σοφίας Παπαϊωάννου εξομολογήθηκε την μάχη που έδωσε μικρός με την δυσλεξία και το bullying στο σχολείο, που τον έστειλε στο αλμυρό νερό της θάλασσας και στην απομόνωση της πισίνας, που του έδιναν την αίσθηση της ελευθερίας από τον… κακό κόσμο της στεριάς. Θύμωσα που δεν τον είχα ανακαλύψει νωρίτερα. Νευριάσα που που δεν είχα δώσει σημασία στο συγκλονιστικό του άδειασμα ψυχής στα όρια της κατάρρευσης, μετά το τέλος της κούρσας το 2012 στο Λονδίνο. Γοητεύτηκα με την καθαρότητα της ψυχής του, την μετριοφροσύνη του, την σεμνότητα του, την ηρεμία των ματιών του, την ιστορία του, το παραστατικό του.
Ναι, ο 36χρονος Σπύρος Γιαννιώτης, που θα μπορούσε να είναι και σειρούλα μου στον στρατό, θα ήθελα να είναι ο κολλητός μου. Ο αδερφός μου. Το φιλαράκι μου. Αυτός που θα ήθελα να είμαι. Το πρότυπο μου. Ο φάρος μου, κάθε φορά που και το δικό μου κορμί λυγίζει από την κούραση, τις ευθύνες, τα βάρη, τα σκ…ά, που τρώμε (σχεδόν) όλοι κάθε μέρα. Εξάλλου, στο σώμα του έχει χαραγμένη στα αγγλικά την λέξη «αντοχή». Αυτή που κάνουμε γοερά όλοι μας τα τελευταία χρόνια για να επιβιώσουμε στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης που βασιλεύει το… «σκάσε και κολύμπα».
Ο ίδιος λέει πως το κορμί του (1,85) είναι μικρό για πρωταθλητισμό στην κολύμβηση και πως πολλές φορές νιώθει «μισή μερίδα» μπροστά στους άλλους. Ναι, αλλά η ψυχή και τα… καρύδια του, αυτά που ισοσκελίζουν το φυσικό του μειονέκτημα, με ποια μονάδα μέτρησης μπορούν να ζυγιστούν;
Πώς μπορείς να ζυγίσεις την απόφαση ενός διαλυμένου ψυχολογικά 32άρη (παππούς για τον υγρό στίβο) να φτάσει το κορμί του στα όρια για ακόμα τέσσερα χρόνια, με στερήσεις, μοναξιά, πίκρες, ταλαιπώρια για να διορθώσει την ιστορική αδικία του 2012 ; Πως μπορείς να καταγράψεις την υπερφυσική προσπάθεια ενός ανθρώπου που από 23ος, άρχισε να καταπίνει τους λοιπούς μαραθωνοδρόμους της θάλασσας, λες και πετούσε στο νερό;
Πως να μην λατρέψεις την ανθρώπινη ποιότητα ενός αθλητή που στα 10.000 χιλιόμετρα κολύμβησης και σε ένα αγώνα που διαρκεί κοντά δύο ώρες έχασε το χρυσό στο φώτο-φίνις και η πρώτη κουβέντα που βγήκε από το στόμα του είναι πως: «δίκαια το πήρε ο Ολλανδός»; Πώς να μην υποκλιθείς στο ήθος ενός αληθινού Ολυμπιονίκη που προσπάθησε να αποτρέψει την κατάθεση ένστασης από την ελληνική αποστολή;
Τα χρυσά που πήρε ο Σπύρος από την στιγμή που βγήκε από τα νερά του Ρίο ήταν απανωτά και δεν συγκρίνονται με την λάμψη μερικών δευτερολέπτων στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Γιατί, αυτά (που αποτυπώνονται στις συνειδήσεις) δεν ξεθωριάζουν ποτέ. Η δόξα τους είναι αιώνια.
Λίγο ήθελε και πάλι να… μπήξει τα ζουμιά, όπως τότε στο Λονδίνο. Αυτή τη φορά για χαρμόσυνους λόγους. Η φωνή του «έσπασε», τα μάτια του έγιναν πάλι υγρά. Ένα δίμετρο θηρίο που δεν τον βάζουν κάτω τα στοιχεία της φύσης για ακόμα μία φορά ήταν έτοιμος να ξεγυμνωθεί ψυχικά on air, μπροστά σε όλη την Ελλάδα. Μεγαλειώδες! Πώς να μην ταυτιστείς με αυτόν τον υπέροχο τύπο;
Δεν είναι ήρωες της μιας βραδιάς ή φωτοβολίδες της μιας ημέρας. Πίσω από τα μετάλλια του Γιαννιώτη, του Πετρούνια, της Κορακάκη (αλλά και όλων όσοι πήγαν στο Ρίο και δεν έφτασαν ως το βάθρο) κρύβεται μεράκι, σκληρή δουλειά, αφοσίωση, εργατικότητα, στερήσεις, πιστή υπακοή στο πρόγραμμα, φιλότιμο, ήθος, ποιότητα. Στοιχεία που κάπου χάσαμε ή ξεχάσαμε στην πορεία, στην Ελλάδα της ευδαιμονίας, του νεοπλουτισμού, της ρεμούλας και της κονόμας.
Οι επιτυχίες τους ανήκουν στους ίδιους και σε όσους υπέφεραν μαζί τους, όλα αυτά τα αμέτρητα βράδια της αμφιβολίας, της αφάνειας, της ανωνυμίας. Είναι σίγουρο ότι δεν θα βγούμε όλοι με ένα πιστόλι στους δρόμους όπως η Άννα, τα παιδάκια δεν θα αρχίσουν να συρρέουν στα γυμναστήρια και να τσακώνονται για το ποιο θα ανέβει στους κρίκους, ούτε θα γεμίσουμε με κολυμβητές που θα σκίζουν τις θάλασσες ως άλλοι… Φόρεστ Γκαμπ.
Ίσως όμως αυτό το καλοκαίρι να βρήκαμε έστω και για λίγο την Ελλάδα που ψάχνουμε. Την Ελλάδα που θέλουμε. Την χαμένη Ελλάδα που ονειρευόμαστε. Τα μετάλλια τους δεν ήταν προϊόν πονηριάς, καπατσοσύνης δεν είχαν φτηνό ελληναριό γύρω τους. Είχαν ικανότητα, δουλειά, πρόγραμμα, γαρνιρισμένα με την ελληνική ψυχή για να κάνει την διαφορά. Μία αχτίδα αισιοδοξίας για όσα παιδιά έμειναν (ή σκοπεύουν) να μείνουν πίσω στην πατρίδα για να παλέψουν για το δικό τους μέλλον…