Έφυγε από την ζωή σήμερα Κυριακή 19/6/2016 ο Θεόδωρος Παπαντίνας σε ηλικία 64 χρονών.
Ο Θοδωρής είχε παίξει κιθάρα μαζί με τον Νίκο Παπάζογλου στους Μακεδονομάχους, καθώς επίσης και με τον Παύλο Σιδηρόπουλο στην Εταιρεία Καλλιτεχνών. Ηχογράφησε για μερικούς από τους σπουδαιότερους έλληνες συνθέτες και κυκλοφόρησε δύο προσωπικούς δίσκους, υπογράφοντας, σαν στιχουργός και συνθέτης, με τα συγκροτήματα Bicycle και Τ4 Trouble. Ταλαντούχος και γοητευτικός, έγινε ίνδαλμα και φορέας της ροκ υποκουλτούρας όπου συχνά ενυπάρχουν η αντίδραση και η αυτοκαταστροφή. Το 2009 είχε κυκλοφορήσει τον δίσκο «T4Trouble And The Self Admiration Society».
Η κηδεία του θα γίνει στην πόλη της Καστοριάς απ’ όπου και καταγόταν.
Δείτε το αφιέρωμα του Lifo
Όσοι ήξεραν τον Θόδωρο Παπαντίνα (1951-2016), από κοντά ή λιγότερο κοντά, ένα θα πουν: Δεν υπήρχε άλλος με το χάρισμά του. Με τη δική του σωστά εννοούμενη «τρέλα», με τη δική του αύρα.
Φοβερός κιθαρίστας με δικό του στακάτο παίξιμο, καλός τραγουδοποιός και κυρίως μια ξεχωριστή προσωπικότητα, με εντελώς ιδιοσυγκρασιακή παρουσία πάνω ή κάτω από τη σκηνή, ο Θόδωρος Παπαντίνας ευτύχησε εν ζωή να γνωρίσει πολλά, όπως και να δει τον εαυτό του να γίνεται μοναδική ταινία στο καλύτερο μουσικό ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε ποτέ στη χώρα – στο φιλμ του Δηήτρη Αθυρίδη «T4Trouble and the Self Admiration Society, The life and music of TERRY PAPADINAS» (2009).
Για τον Θόδωρο Παπαντίνα είχα γράψει παλαιότερα δύο κείμενα, την περίοδο που κυκλοφόρησε το σάουντρακ και προβλήθηκε η ταινία του, και τα οποία (κείμενα), αφού ελαφρώς τα επικαιροποίησα, τα φέρνω τώρα ξανά στο φως με αφορμή τη θλιβερή είδηση του θανάτου…
ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΙΝΑΣ ένα ασύλληπτο «εγώ» του ελληνικού ροκ
Ο μύθος δεν έχει την ανάγκη του αληθινού για να υπάρξει. Συνήθως παίρνει αμπάριζα από κάτι ρεαλιστικό –ok–, για ν’ αφεθεί στη διαδρομή σε μία αυτοπροωθούμενη κίνηση. Εφόσον ο «μύθος» παραμένει και διατηρείται στο χρόνο το «καύσιμό» του ανανεώνεται. Και μιας και γράφουμε για πρόσωπα –γιατί για πρόσωπα γράφουμε– στα οποία φώλιασε εξ αρχής το στοιχείο του «διαφορετικού», εκεί όπου η αλήθεια με την υπερβολή και ο ακκισμός με την ειλικρίνεια δεν διαχωρίζονται ούτε με λέιζερ, να ένα πρόσωπο από την πινακοθήκη του ελληνικού ροκ, που θα εκπέμπει πάντα το δικό του ανάδελφο φως. Ο καστοριανός κιθαρίστας και τραγουδοποιός Θόδωρος “Terry” Παπαντίνας, η ζωή του οποίου έγινε ταινία από τον Δημήτρη Αθυρίδη – λέμε για το “T 4 Trouble and the Self Admiration Society, Τhe life and music of Terry Papadinas”. (Το σάουντρακ κυκλοφορεί από το Polytropon).
Ψάχνω να δω την ταινία. Έχω δει μόνο το τρίλεπτο τρέιλερ που κυκλοφορεί στο internet και δεν ξέρω αν πρέπει να συγκινηθώ και να κλάψω, ή να κουνήσω το κεφάλι και να μειδιάσω, με τα λίγα που ακούω από τον ίδιο τον Παπαντίνα ή από ανθρώπους που τον γνώρισαν και έπαιξαν μαζί του (Παπάζογλου, Νέστωρ, Ζήκας, Μπάγκαλας…). Εν πάση περιπτώσει… Χρειάζονται, δηλαδή απαιτούνται, λίγα λόγια για τον ωραίο κιθαρίστα, κάτι για το σάουντρακ και ίσως επανέλθω. Αν καταφέρω να δω το φιλμ.
Γεννημένος στην Καστοριά το ’51, ο Παπαντίνας θα μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκε με την οικογένειά του, για να επιστρέψει στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη το 1967, φέρνοντας από την Αμέρικα τον λεγόμενο «ροκ τρόπο ζωής» και κυρίως ένα δικό του κιθαριστικό παίξιμο, που τον έκανε αμέσως φίρμα.
Το πρώτο γκρουπ που έπαιξε ήταν, μάλλον, οι Fratelli (Νοέμβριος 1968). Να τι έγραφε σε μία επιστολή του στο περιοδικό Μουσική το 1984, ο δημοσιογράφος, και κάτι σαν μάνατζερ, Τάσος Ψαλτάκης:
«Οι Fratelli ονομάστηκαν έτσι εντελώς συμπτωματικά γιατί κάποιος επιχειρηματίας ενός νέου ‘κοσμικού κλαμπ’ της Θεσσαλονίκης ήρθε στα γραφεία της εφημερίδας που δούλευα, ζητώντας μου να τον βοηθήσω να βρει μιαν ιταλική ορχήστρα ή κάποια ελληνική που να έχει ιταλικό όνομα και να παίζει ιταλικά τραγούδια.(…) Εκείνο το διάστημα είχε εμφανιστεί ο μπασίστας Στέλιος Φωτιάδης λέγοντάς μου ότι είχε δημιουργηθεί ένα καινούριο συγκρότημα, που χρειαζόταν δουλειά. Δεν ήξερα ούτε τι έπαιζαν, ούτε τι ήχο είχαν… Βαφτίστηκαν στην ανάγκη Fratelli… Από το πρώτο βράδυ όμως ο επιχειρηματίας τούς σταμάτησε, γιατί έπαιζαν Χέντριξ, Στόουνς, Μάγιαλ, Βέλβετ Αντεργκράουντ… Οι Fratelli και οι M.G.C. με τον Πουλικάκο, την ίδια ακριβώς εποχή στην Αθήνα, άλλαξαν το μουσικό στυλ των γκρουπ στην Ελλάδα… Στους Fratelli έπαιζαν τότε ο Θόδωρος Παπαντίνας κιθάρα, ο Γιάννης Καντζός κιθάρα, ο Στέλιος Φωτιάδης μπάσο, ο Γιώργος Πεντζίκης όργανο, ο Λεωνίδας Σταματιάδης τύμπανα, ενώ ο Μίμης Αντωνόπουλος τραγουδούσε. Ένα φεγγάρι τραγούδησε και ο Νίκος Παπάζογλου…».
Κι ενώ οι Fratelli γάζωναν, απ’ ό,τι φαίνεται, στο πάλκο, λίγα χρόνια αργότερα ένα άλλο συγκρότημα της πόλης, οι Μακεδονομάχοι, προχωρούσαν στο δικό τους… απελευθερωτικό αγώνα. Λέει, πάντα, ο μακαρίτης ο Ψαλτάκης:
«Από τους Fratelli, που διέλυσαν το καλοκαίρι του 1969, έγιναν τον Οκτώβριο του 1971 οι Μακεδονομάχοι, στους οποίους έπαιζαν ο Θόδωρος Παπαντίνας, ο Γιάννης Καντζός, ο Λεωνίδας Σταματιάδης, ο Μάκης Γιαπράκας μπάσο, ενώ τραγουδούσε μαζί τους για περίοδο τεσσάρων μηνών ο Νίκος Παπάζογλου. Οι Μακεδονομάχοι έπαιξαν στο χορό των εγκαινίων της Λέσχης Αξιωματικών Κιλκίς, σαν κλου της βραδιάς, με πολύ καλή αμοιβή για την εποχή (20 χιλιάδες δραχμές) και με ‘ονόματα’ πριν απ’ αυτούς, όπως ο Μητροπάνος κ.ά. Έκαναν μάλιστα προκλητική εμφάνιση (φιλιά στόμα με στόμα στο πάλκο, γεννητικά όργανα απ’ έξω…), που τους στοίχισε, τρεις μέρες μετά, την οριστική διάλυσή τους από την Εθνική Ασφάλεια… Θυμάμαι, είχε έρθει στο υπόγειο κλαμπ Χαβάη ο Μπουζιάνης (σ.σ. κάποιος αστυνόμος) με άλλους τρεις της Ασφαλείας λέγοντας: ‘Μακεδονομάχοι, μαζέψτε τα κλαπατσίμπανα και δρόμο… Όπου παίζετε γίνεται γιάφκα αναρχοκομμουνιστών και χαπάκηδων. Γι’ αυτό τέρμα… Ένας ένας μπορείτε να παίξετε σε άλλα γκρουπ, αλλά όλοι μαζί ποτέ…’. Ο Παπαντίνας που είχε αντιρρήσεις πήρε τη ‘δόση’ του όλο το απόγευμα στην Ασφάλεια…».
Στο τρέιλερ της ταινίας ο Θόδωρος Παπαντίνας λέει πως συνεργάστηκε με τον Σαββόπουλο όταν ήταν 20 χρονών (το 1971). Δεν ξέρω σε… ποιον Σαββόπουλο αναφέρεται –μάλλον στον Διονύση–, όμως μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι στο CD τού Polytropon, που είναι μια ωραία συλλογή με γνωστές και άγνωστες (δηλαδή ανέκδοτες) ηχογραφήσεις του, δεν υπάρχει έστω ένα χαρακτηριστικό κομμάτι από το άλμπουμ «Επεισόδιο» του Πάνου Σαββόπουλου[Polydor, 1971], στο οποίο ο Παπαντίνας παίζει με τρόπο που ξαφνιάζει ακουστική κιθάρα.
Κι ενώ για κάποιο διάστημα λίγοι έχουν νέα του, στα τέλη των seventies ο Θόδωρος Παπαντίνας σκάει μύτη με την Εταιρεία Καλλιτεχνών, ένα συγκρότημα το οποίο απάρτιζαν ο ίδιος στην κιθάρα, ο Παύλος Σιδηρόπουλος τραγούδι, ο Στίλπων Νέστωρ κιθάρα, ο Τόλης Μαστρόκαλος μπάσο και ο Γιώτης Μπάγκαλας ντραμς. Για όσο καιρό βρέθηκαν μαζί εμφανίστηκαν σε διάφορα κλαμπ της εποχής και… τέσσερα απ’ αυτά τα live songs (Skylab, 10/1979) ανθολογούνται στο άλμπουμ του Polytropon, για πρώτη φορά. Η πανκ εκδοχή τους στο “You really got me” είναι… Clash-ης, ασχέτως της πενιχρής ηχογράφησης, ενώ ως «έκπληξη» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το “As I went out one morning” του Bob Dylan.
Με τους Bicycle, το επόμενο σχήμα, o Παπαντίνας θα βγάλει το άχτι του. Δεν έχει απλώς ένα γκρουπ, στο οποίο φαίνεται να κάνει κουμάντο, αλλά και τη δυνατότητα να γράψει για πρώτη φορά, στο στούντιο του Παπάζογλου, ένα δικό του άλμπουμ (καλοκαίρι ’81), υπό την έννοια ότι όλο το υλικό ήταν συνθέσεις του. Παπαντίνας, Νέστωρ κιθάρες, Ρούλης Πυρίλης τύμπανα, Βασίλης Παπαβασιλείου μπάσο και ακόμη οι Γιώργος Πεντζίκης πιάνο και Βαγγέλης Κουτσοτόλης σαξόφωνα πήραν μέρος στην ηχογράφηση, δίνοντας τον εαυτό τους. Τι να το κάνεις όμως; Το υλικό δεν έλεγε πολλά πράγματα –ένα-δυο κομμάτια ξεχώριζαν, όπως π.χ. το “Tomorrow morning” που θύμιζε Dire Straits– με αποτέλεσμα και το άλμπουμ, αλλά κυρίως ο Παπαντίνας να χαθούν από προσώπου γης. (Στο CD του Polytropon μεταφέρονται δύο κομμάτια από το LP).
Ο ατίθασος, ανυπότακτος –έξω από οιαδήποτε λογική σχεδίου, πλάνου και συμμόρφωσης με κάποιου είδους τάξη– χαρακτήρας τού Παπαντίνα, «εμποδίζει» τον πράγματι άξιο κιθαρίστα να γράψει το «βιβλίο» που του άξιζε. Δεκαπέντε χρόνια μετά τους Bicycle, το χειμώνα του ’96, μπαίνει στο Magnanimus της Θεσσαλονίκης μαζί με τους Γιώργο Κωστόπουλο μπάσο και Χρήστο Κουτσούρη ντραμς, τους T 4 Trouble δηλαδή, για την παραγωγή ενός άλμπουμ, το οποίο ποτέ δεν εκδόθηκε (στο CD ακούγονται 7 κομμάτια). Το “Funky India” με τα αειθαλή riffs είναι χάρμα – κι αυτή η διαλυμένη φωνή τού Παπαντίνα είναι εκείνο που του πάει.
Για τις ανάγκες της ταινίας πια, τον Ιούλιο του ’07, ο Θόδωρος Παπαντίνας θα προσφέρει ένα από τα τελευταία του κομμάτια, που τυγχάνει να είναι ό,τι σημαντικότερο έχει ποτέ συνθέσει. Το “Mexican blanket” είναι θαυμάσιο τραγούδι. Θα το ερμήνευε, τρέχοντας, ακόμη και ο Johnny Cash (αν ζούσε).
ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΙΝΑΣ η ταινία
Πήγα, είδα, προχθές στη Συγγρού (σ.σ. ήταν 28 Μαρτίου του ’10) το ντοκυμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη “T4Trouble and the Self Admiration Society, The life and music of TERRY PAPADINAS”, που, ευτυχώς βρήκε διανομή, ώστε να μπορέσουμε να το απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη…
Ο Αθυρίδης έκανε πολύ καλή δουλειά. Αξεπέραστη για τα ελληνικά δεδομένα.
Συμμάζεψε εκατόν τόσα… λεπτά φιλμ (ή, μάλλον, βίντεο), της πιο ασυμμάζευτης ελληνορόκ προσωπικότητας. Αυτό είναι άθλος. Και άθλους κάνεις μόνον όταν δίνεσαι ψυχή τε και σώματι σε ό,τι αγαπάς.
Το πορτρέτο που σκαλίζει είναι συγκλονιστικό. Υπό ποία έννοια το λέω… Όπως ο Σαββόπουλος πήρε μία περίπου τυπική ιστορία φονικού της νύχτας –στην περίπτωση Κοεμτζή αναφέρομαι– ανεβάζοντάς την στα ουράνια μέσω του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», το ίδιο έπραξε και ο Αθυρίδης για τον δικό του ήρωα, έναν άνθρωπο, για τον οποίο λέω πως είναι ζήτημα αν έχει αφήσει 3-4 τραγούδια που ν’ αξίζουν. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα – στα τραγούδια που έγραψε ο ίδιος. Γιατί ο Θόδωρος Παπαντίνας δεν ήταν, βασικά, τραγουδοποιός, ήταν ένας μουσικός με ιδέες που στέκονταν ψηλά (οι ιδέες του), πολύ πιο ψηλά από τον… ανώτερο όρο της εποχής.
Αυτό που είπε ο Σαββόπουλος στην ταινία αρκεί. Τα βασικά ακόρντα στον «Μπάλλο» ήταν δικά του – αυτά που αφορούν στο πασίγνωστο παραδοσιακό ουγγρικό θέμα, εννοώ. Πήγε, τα ’παιξε, τα ’δειξε, έφυγε. Και μείνανε. Στον αιώνα τον άπαντα. (Κι ας μην αναφέρεται πουθενά τ’ όνομά του).
Η ταινία βγάζει γέλιο και δάκρυ μαζί, δίχως να εκβιάζει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η σκηνή στο μπαρ με τον Παπαντίνα να ζητάει σκόντο για κάτι ποτά και ο διάλογος που ακολουθεί με τον μπάρμαν είναι για ανθολογία. Πέφτεις κάτω… Όπως δαγκώνεσαι, από την άλλη μεριά, στις συναντήσεις με τη μάνα του… Εκείνος στα 56, εκείνη στα 80, ή και παραπάνω… Πουθενά υπερβολή, πουθενά το μελό και το κλάμα… μόνο σιωπή… Και υπερηφάνεια…
Περισσότερο όμως κι από μουσικός φαίνεται πως ο Παπαντίνας υπήρξε το έμβλημα μιας παρέας και μιας εποχής. Ένας άνθρωπος «χύμα», ανίκανος να στοχεύσει στο αύριο, αλλά με μία σχεδόν θεόσταλτη συμπεριφορά έναντι του τώρα. Οι άγγελοι που βρέθηκαν δίπλα του το βεβαίωσαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Είδα την Έλσα Σαμαρά –Έλσα σε φοβάμαι σα φωνή Κυρίου…– και το φωτεινό της πρόσωπο, καθώς αναπολούσε τον Terry και βεβαίως την πρώην γυναίκα του, την Κατερίνα Μιχαήλ, που μεταμορφωνόταν σε εξαπτέρυγο, όταν ανακαλούσε την κοινή ζωή τους στο Παρίσι.
Στην ταινία δεν υπάρχει αρχή και τέλος, να το πω κι αυτό. Θα μπορούσε, εννοώ, να τη δεις ανάποδα και να είναι το ίδιο σπουδαία. Όταν αφηγείσαι μια ζωή –τη ζωή σου– έχεις μπροστά σου μόνο στιγμιότυπα. Κάτι ακαθόριστα φλας που αναβοσβήνουν, καθώς «χρόνος» είναι μόνον οι άνθρωποι που περνάνε από μπροστά σου και θολώνουν όπως στο όνειρο. Που κατάφερες και το έζησες όμως…