γώ πολύ ευχαρίστως να σου το δώσω το τηλέφωνό του, αλλά να ξέρεις ότι αργά ή γρήγορα θα σε πάρει να σου ζητήσει να δανεικά, έτσι κάνει», μου είχε πει μειδιώντας το, όχι και τόσο μακρινό, 2009 ο Δημήτρης Αθυρίδης, σκηνοθέτης του απολαυστικού ντοκιμαντέρ T 4 Trouble and the Self Admiration Society, για τα έργα και τις ημέρες του Θεόδωρου “Terry” Παπαντίνα (που είχε παίξει κιθάρα στους Μακεδονομάχους με τον Νίκο Παπάζογλου και στην Εταιρεία Καλλιτεχνών με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, μεταξύ πολλών ακόμη βαρύτιμων συνεργασιών που ποτέ δεν πήγαν ένα βήμα πιο πέρα λόγω της αυτοκαταστροφικής του στάσης ζωής), μετά το τέλος της avant premiere στο Τριανόν, λίγο πριν επιστρέψει στην ψιλή κουβέντα με τον Παναγιωτίδη, τον Τζούμα, τον Μπουτάρη και λοιπούς «τέτοιους» που γνώριζαν ποιος ήταν και τι είχε κάνει ο Παπαντίνας – όχι σαν εμάς τους «υπόλοιπους» που μόλις το είχαμε μάθει.
Πράγματι, λίγες ημέρες μετά από τη συνέντευξή με τον Terry (που για να βγει άκρη και να καταφέρω να τον συναντήσω τελικά στη Βαλτετσίου, είχαν προηγηθεί του κόσμου τα κανονίσματα και τα τηλεφωνήματα) εκείνο το πρωινό των αρχών του Απριλίου, το τηλέφωνό μου χτύπησε ξανά και βλέποντας το όνομά του στην οθόνη, αμέσως σκέφτηκα να μην το σηκώσω γιατί δεν ήθελα να του πω ψέματα και κυρίως δεν ήθελα να ψυχαναγκαστώ να του δώσω δανεικά ακριβώς επειδή δεν θα είχα μπορέσει να του πω ψέματα. Τελικά ο Παπαντίνας ήθελε απλώς να με καλέσει σε μία από τις συναυλίες που θα έδινε μετά από λίγο καιρό στο AN ή στο Gagarin, καβαλώντας το ελαφρύ momentum του ντοκιμαντέρ. Τελικά του είπα ψέματα. Δεν πήγα να τον δω να παίζει.
Δεν το μετανιώνω (μην τρελαθούμε κιόλας), αλλά εντάξει, γενικά μάλλον είναι κρίμα να αδικείς τους ανθρώπους. Ακόμη και κάποιον σαν τον Παπαντίνα, που με κάθε του βήμα έμοιαζε να αφήνει πίσω του συντρίμια – πρώτα και κύρια του ίδιου του εαυτού. Ακόμη και κάποιον σαν αυτόν τον “beautiful loser” που σε αντίθεση με αυτό που έχει γράψει η Άντζελα Δημητρακάκη στο Αεροπλάστ, στη δική του περίπτωση η καμμένη γη ποτέ δεν ήταν μια αξιόπιστη αρχή. Ο Θόδωρος “Terry” Παπαντίνας πέθανε σήμερα, Κυριακή 19/6/2016, σε ηλικία 64 ετών.
H συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire (τ. Μαΐου 2009). Τα αγγλικά αποσπάσματα διατηρήθηκαν γιατί έτσι μιλούσε ο Terry.
Δείτε και το απολαυστικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη.
Όποτε χρειαζόμουν φωτογραφίες για δίσκους μου ή για live πήγαινα στον Δημήτρη Αθυρίδη, γιατί τον εκτιμώ και τον σέβομαι. Του έκανα και μαθήματα κιθάρας. Εν ολίγοις όταν μου είπε «σκέφτομαι να κάνω ένα biography για σένα», του απάντησα ότι ακριβώς γιατί είναι δική του ιδέα, θα το έκανα. Γιατί ήξερα ότι θα έκανε κάτι πολύ ενδιαφέρον, έστω και αν το αντικείμενό της ταινίας δεν είναι δα και κάτι τόσο σπουδαίο, για να καθίσει κάποιος δύο ώρες να το δει. Τα γυρίσματα κράτησαν δυόμιση χρόνια. Ο Δημήτρης έκανε πάρα πολύ καλή έρευνα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη εκτός Ελλάδας. Έκανε ένα ταξίδι πίσω-μπρος στο χρόνο και I think he took care of business in a nice way.
Να σου πω την αλήθεια δεν το σκέφτομαι πολύ αλλά χαίρομαι που οι περισσότεροι λένε ότι είναι μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα. Επίσης για τη μουσική τα σχόλια είναι απίστευτα θετικά. Και αυτό μου δίνει δύναμη να συνεχίσω. Αυτός ήταν ο σκοπός. Να υπάρξει και μέλλον.
Σε αρκετά σημεία της ταινίας, φαίνομαι απελπισμένος. Δεν είχα προβλήματα με τις μουσικές, αλλά με τον κόσμο. Για μένα είναι δύσκολο να συνεργαστώ με κάποιους μουσικούς, γιατί ζητάω κάτι που δε ζητάνε πολλοί που κάνουν σχήματα ή whatever. Δε θέλω να ακουστώ κάπως, αλλά ναι, είμαι πολύ περίεργος σχετικά με ποιον θα συνεργαστώ. Είμαι πολύ προσεκτικός.
Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να ξέρεις να παίζεις καλά. Εντάξει, καλό θα ήταν να είσαι κάπως στιλάτος, αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να είσαι καλός παίχτης.
Όχι, δεν το λες σωστά, δεν έχω παίξει εγώ με πολλούς καλούς μουσικούς, αυτοί έπαιξαν μαζί μου. Εγώ είχα σκεφτεί τα πάντα, εγώ έφτιαξα την κατάσταση για να παίξουν μαζί μου. Αυτό συνέβη και με τον Παπάζογλου. Τον γούσταρα σαν άτομο, σαν μουσικό, σαν τραγουδιστή. Από κει και πέρα, βέβαια, «πότε Βούδας, πότε Κούδας»…
Θα ήθελα πολύ να κάνω κι εγώ κάτι εμπορικό. Αλλά μερικά πράγματα δε μπορώ από τη φύση μου να τα κάνω. Δεν τα πάω καλά με τον ελληνικό στίχο. Έχω παίξει όμως με διάφορους ανθρώπους. Με τον Μαρκόπουλο, με τον Σαββόπουλο, με τον φίλο μου τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Έπαιζα κιθάρα για τη Δήμητρα Γαλάνη, για την Αρλέτα, παλιά όλα αυτά. Πολύ ωραία εμπειρία ήταν και η συνεργασία μου με τον Χατζιδάκι. Ήταν ένας άνθρωπος από τον οποίο έμαθα πράγματα.
Κάποια από τα πράγματα που ήθελα να κάνω ή τους πέντε-δέκα ανθρώπους που ήθελα να γνωρίσω ή τις πέντε δέκα πόλεις που ήθελα να πάω και να ζήσω εκεί, τα έκανα όλα αυτά. Ok, μερικά πράγματα δεν τα κατάφερα. Αλλά τι να κάνω;
Εδώ στην Ελλάδα οι εταιρίες έχουν ένα πράγμα στο μυαλό τους: Να πάρουν όσα περισσότερα μπορούν από τον κάθε καλλιτέχνη, να τον ξεζουμίσουν, να μην του αφήσουν τίποτα.
Από το 1978 μέχρι το 1990 πήγαινα πολύ συχνά στην Αμερική. Μια φορά έπαιζα εκεί για ενάμιση μήνα στα μπουζούκια μαζί με τον Άλκη Παναγιωτίδη – εκείνος έπαιζε τύμπανα. Εγώ μάζευα χρήματα. Χρειαζόμουν δύο χιλιάδες δολάρια για να φύγω. Υπήρχαν αρκετοί ηθοποιοί στη Νέα Υόρκη που κάνανε τους σερβιτόρους, ψάχνανε γενικά τρόπους να βγάλουν λεφτά. Ο Άλκης ήρθε ένα βράδυ στο σπίτι που έμενα και μου είπε: «υπάρχει ένα μαγαζί στο Νιου Τζέρσεϊ, δεν είναι μακριά, δύο ώρες με το αυτοκίνητο, και χρειαζόμαστε κιθαρίστα». Του είπα ναι! Έτσι έβγαλα δύο χιλιάρικα σε ένα μήνα. Πήρα τα λεφτά και πήγα Παρίσι. Από το Παρίσι ήρθα Ελλάδα. Όλα αυτά τα έκανα χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους χρήματα. Big rock ’n’ roll money.
Ξυρίστηκα το πρωί και λίγο κόπηκα. Anyway, μη φοβάσαι, από αίμα τουλάχιστον είμαι καθαρός.
Το rock ‘n’ roll μου στοίχισε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, αυτό είναι γεγονός. Μου στοιχίζει και τώρα. Αυτή τη στιγμή που κάθομαι εδώ μαζί σου, καταλαβαίνω ότι έχω κάνει μερικά πολύ βαριά, ασήκωτα πράγματα, τα οποία ακόμη πληρώνω. Και θα συνεχίσω να πληρώνω.
Ανέκαθεν προτιμούσα την Ευρώπη από την Αμερική. Συνειδητά έφυγα από τη Νέα Υόρκη και γύρισα στην Ελλάδα. Ουσιαστικά βέβαια, δεν έμενα μόνο εδώ. Πήγαινα συνέχεια στο Λονδίνο, στο Παρίσι, όπου ήθελα. Στο Παρίσι έπαιζα με διάφορα σχήματα. Αλλά το Παρίσι δεν ήταν το μέρος που θα πήγαινες αν ήθελες να κάνεις κάτι σοβαρό σχετικά με το ροκ – θα πήγαινες στο Λονδίνο. Δε θέλω να ακουστεί αλαζονικό, αλλά στο Παρίσι πήγαινα συνέχεια όσο ήμουν στην Ελλάδα. Για δύο βραδιές, για μία εβδομάδα, για ένα μήνα, όποτε ήθελα και για όσο ήθελα. Είχα καλές γνωριμίες εκεί.
Πολύς κόσμος νομίζει ότι δεν είμαι καλός άνθρωπος. Ή ότι είμαι loser, με την έννοια ότι τίποτα δε με νοιάζει. Αν ρωτήσεις κάποιον που ξέρει δυο-τρία πράγματα αντικειμενικά, θα σου πει «δεν ξέρω τι άτομο είναι ο Παπαντίνας, αλλά είναι πολύ bad motherfucker με την κιθάρα του». Βέβαια υπάρχουν και άλλοι που λένε άλλα. Για τα ντρόγκια, ότι είμαι troublemaker, με γυναίκες, οτιδήποτε. Πολλά πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουν. Χίλιοι διαφορετικοί άνθρωποι έχουν χίλιες διαφορετικές γνώμες.
Ναι, ήμουν troublemaker. Και ακόμη είμαι. Αλλά είμαι μπελάς για τον ίδιο μου τον εαυτό, όχι για τους άλλους. Δε θα πάω στα καλά καθούμενα να χτυπήσω κάποιον – εκτός και αν μου κάνει κάτι. Φαντάζομαι ότι υπάρχουν πράγματα που έχω εγώ και τα έχουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Αλλά σίγουρα έχω και κάποια πράγματα που δε με κάνουν να είμαι κανονικός. Την ψωνίζω. I go overboard sometimes. Αυτό το ομολογώ.
Αν με ξανάβλεπες δυο-τρεις φορές από μόνος σου θα σκεφτόσουν ότι παρόλο που έχεις ακούσει τόσα πολλά για μένα, «τελικά ή είναι πάρα πολύ καλός ηθοποιός ή όντως δεν έχει κάτι που να δικαιολογεί όλα τα κακά που λέγονται γι’ αυτόν». Όταν κάποιος θέλει να μιλήσει για τον εαυτό του, είναι δύσκολο, γιατί όλοι θέλουμε να λέγονται καλά πράγματα για εμάς.
Αυτό που έκανε εντύπωση στον Δημήτρη (σ.σ. Αθυρίδη) όσο καιρό γύριζε το ντοκιμαντέρ ήταν ότι τόσοι άνθρωποι της γενιάς μου ήταν στο δρόμο να κάνουν αυτό που θέλουν, και τελικά τα παράτησαν, άλλος έγινε γιατρός, άλλος αυτοκτόνησε. Και τους βλέπω όλους αυτούς να έχουν μπει στον «κανονικό» δρόμο που υποτίθεται ότι προστάζει η κοινωνία, και έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Αρρώστησαν, τρελάθηκαν γιατί σταμάτησαν να παίζουν μουσική. Είναι σαν να αποφασίζεις να σταματήσεις να βλέπεις τη γυναίκα που αγαπάς.
Και φτάνεις στα 40-50 και αναρωτιέσαι: What’s wrong? It’s the music that was in your life and isn’t in your life anymore and you’re doing something that you really don’t like. Ok, you’re making money, αλλά στο τέλος και η γυναίκα σου σε έχει κερατώσει, και αυτό που δεν ήθελες να γίνει έγινε και τελικά δεν παίζεις ούτε τη μουσική που ήσουνα φτιαγμένος να παίζεις!
Προέρχομαι από μία μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος. Οι γονείς μου ήθελαν ο αδερφός μου να γίνει γιατρός κι εγώ να γίνω δικηγόρος μόνο και μόνο για να γράφει η ταμπέλα του γραφείου «Παπαντίνας & Υιός». Αλλά όταν ήμουνα 16-17 του είπα: «μπαμπά δε θέλω να το κάνω αυτό». Εκείνος επέμενε. Τους είπα ότι πάω να πάρω ψωμί και τους πήρα τηλέφωνο από την Κρήτη. Από τα 17 δεν ξαναέζησα με τους δικούς μου. Ζούσα με αυτούς τους γαμημένους φασίστες 16-17 χρόνια. Ήταν αρκετά.
Πήγα σε ένα σχολείο στην Θεσσαλονίκη για να βγάλω το γυμνάσιο. Με έκοβαν συνέχεια στην ορθογραφία. Έγραφα ωραίες εκθέσεις αλλά με έκοβαν στην ορθογραφία, γιατί εγώ δεν ήξερα καλά νέα και αρχαία ελληνικά, είχα μεγαλώσει στην Αμερική. Τους παρακαλούσα, γιατί ήθελα να περάσω στο πανεπιστήμιο.
Η μάνα μου χάρηκε με την ταινία επειδή ήθελε να καταλάβει ο κόσμος ότι «εντάξει μπορεί να είναι έτσι κι έτσι ο γιος μου, αλλά έχει και μερικά καλά στοιχεία. Δεν είναι τόσο τέρας όσο λένε πολλοί».
Δε μου αρέσει να λέω ότι είμαι καλλιτέχνης.
Αν είχα εδώ μία κιθάρα, θα καταλάβαινες ότι αν έπαιζα ένα καινούριο τραγούδι, ναι μεν θα χρησιμοποιούσα κλασικές συγχορδίες, αλλά το τραγούδι δε θα είχε καμία σχέση με ό,τι άλλο έχεις ακούσει. Προσπαθώ να είμαι διαφορετικός, αυθεντικός.
Η σχέση μου με τα ναρκωτικά ήταν ολοκληρωτική. I love drugs! Είμαι on and off χρήστης ηρωίνης εδώ και τριάντα χρόνια. Μου αρέσουν τα ναρκωτικά. Και όταν μιλάω για ναρκωτικά δεν εννοώ το «πάφα-πούφα» ή μια γραμμή. Εγώ όταν ντρογκάρω το κάνω για να δουλέψω, να κάνω δημιουργικά πράγματα. Ποτέ δεν ήμουν της σχολής «λιώσιμο». Είμαι από τη φύση μου speedy motherfucker. Γι’ αυτό δε μου πάει το «χιόνι». Ό,τι έχει να μου δώσει, το έχω από τη φύση μου.
Κακό σε κάνουν τα ναρκωτικά όταν μπλεχτείς με το νόμο – δε μου συνέβη ποτέ – και όταν δεν ξέρεις τα όρια σου. Είναι το ίδιο με το αλκοόλ. Αν ξέρεις ότι αντέχεις τρία ποτά, μην πιεις σα μαλάκας έξι. Δεν το χρειάζεσαι. Κάποιες φορές βέβαια δε μπορώ να το κοντρολάρω.
Σίγουρα έχω πληγώσει κόσμο, έχω υπάρξει σκληρός. Πρώτα απ’ όλα με τους γονείς μου. Αλλά τι να κάνω; Αφού δε γούσταραν που έγινα μουσικός. Δεν πίστευαν σε μένα. Και άλλοι λένε μαλακίες του στιλ «ο Παπαντίνας νομίζει ότι είναι μουσικός». Αυτοί βέβαια ξεχνάνε ότι εγώ επί είκοσι χρόνια έπαιζα σχεδόν κάθε βράδυ, είτε με τους Μακεδονομάχους, είτε με την Εταιρία Καλλιτεχνών. Αυτά έχουν συμβεί. Και όχι μόνο συνέβησαν, αλλά δημιούργησαν μία ολόκληρη γαμημένη σκηνή.
I helped to build this fucking city! Πολύς κόσμος πέρασε καλά εξαιτίας μου. Ήξεραν ότι πάντα έπαιζαν καλά ντρόγκια. Ότι πάντα θα άκουγαν καλές μουσικές. Ότι πάντα θα τους συνέβαινε κάτι καλό αν ήταν μαζί μου.
Δεν ξέρω αν έχω high or low self esteem. It depends. Είμαι πολύ low-profile. Δε μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου γιατί δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να πω. Πέρα από το ότι προσπαθώ να είμαι καλός μουσικός. Δεν έχω πει ποτέ ότι είμαι καλλιτέχνης. Τη μισώ αυτή τη λέξη. Δε μπορώ να ακούω διάφορους μαλάκες στην τηλεόραση να αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες. Δε θέλω να είμαι ίδιος με αυτούς. Κάποια στιγμή ελπίζω να γίνω ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Αλλά όταν κάνεις κάτι δε χρειάζεται να μιλάς γι’ αυτό.
Μεγαλώνοντας άκουγα φανατικά Velvet Underground, Rolling Stones, Beatles, Jeff Beck, Yardbirds, David Bowie, Iggy Pop. Ευτυχώς ποτέ δεν θέλησα να μοιάσω στον Jimmy Page! Μου άρεσε πολύ ο Keith Richards. Ήμουν τυχερός γιατί όταν ήμουνα 14-15 στη Νέα Υόρκη είχαν σκάσει όλες αυτές οι μουσικές, και τα έργα και τα βιβλία και τα περιοδικά.
Tο rock ‘n’ roll μόνο καλό μου έκανε,μου άνοιξε τα μάτια, έμαθα πολλά πράγματα. Καταρχήν το «All tomorrow’s parties»! Το «Tomorrow never knows»! Το «You really got me»! Το «Waiting for my man»! Το «Strawberry fields forever»!
Πρέπει να γινόμαστε πιο καλοί άνθρωποι. Να είμαστε πιο γλυκοί, πιο ήρεμοι, να βοηθάμε τους ανθρώπους που αγαπάμε. Όχι με την χριστιανική έννοια. Δεν είμαι Jesus freak. Θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Και αν μπορώ να το κάνω αυτό παίζοντας κιθάρα, τόσο το καλύτερο.
Αν ήμουνα ξανά 30 χρονών και είχα τον κατάλληλο άνθρωπο και το όραμα να περάσω μαζί της την υπόλοιπη ζωή μου, ίσως να ήθελα. Αλλά δε μπορώ να είμαι σίγουρος. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα να βρεις κάποιον άνθρωπο και να μοιραστείς την υπόλοιπη ζωή σου. Να το κρατήσεις. Διότι είναι μαλακία να κάνεις παιδί και μετά να χωρίσεις. Πολύ κακό πράγμα.
Κάποια στιγμή παίξαμε με τους Πελόμα Μποκιού στο Κιάτο. Το δικό μου συγκρότημα θα έπαιρνε 250.000 δραχμές – καλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Όταν ήρθε η στιγμή να μας πληρώσουν οι διοργανωτές, δεν είχαν χρήματα να μας πληρώσουν όλους, οπότε μας έδωσαν και μία σακούλα χόρτο. Ποιος ξέρει γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό…
Θα ήθελα να έχω αρκετά χρήματα για να είμαι άνετος. Να μην έχω πρόβλημα να πληρώνω τα ντίλια μου, ό,τι χρωστάω. Αλλά δεν είμαι ερωτευμένος με το χρήμα. Ό,τι έβγαζα, πάντα τα χαλούσα.
Λατρεύω τις γυναίκες. Τις έχω πληγώσει. Αλλά με έχουν πληγώσει και αυτές. Την πρώτη που αγάπησα, ήμουν ελεύθερος ένα βράδυ και έφυγα από την Καστοριά για να τη βρω στη Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της και βρήκα έναν τύπο να την «τακτοποιεί». «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» της είπα. «Παίρνεις πίπα από αυτόν τον τύπο, τον αφήνεις να σε πηδήξει, γιατί μου το κάνεις αυτό;» Είχα τρελαθεί γιατί στα 16-17 μου δεν ήξερα ότι έτσι πάει το πράγμα. Μέσα σε ένα λεπτό άλλαξε εντελώς ο τρόπος που κοιτούσα τις γυναίκες. Ποτέ δεν πίστεψα ξανά 100%.
Δεν είχα ποτέ πρόβλημα να βρω γκόμενες. Αυτή είναι η αλήθεια. Σε αυτό τον τομέα είμαι αριστούχος.Ήταν μία γκόμενα, ας πούμε, που με ακολουθούσε παντού. Στην Καστοριά, στην Ιταλία, στην Αμερική, ερχόταν παντού και μου έφερνε τα ναρκωτικά που χρειαζόμουν.
Τότε δεν ήταν υποψιασμένα τα πράγματα όπως τώρα. Η ταχύτητα των αρχών δεν ήταν και πολύ ψηλή. Στα 80s ακόμη θεωρούσαν επικίνδυνη τη ρετσίνα…
Ποτέ δεν είχα μπλεξίματα με την αστυνομία. Εγώ ήμουν απλός χρήστης. Δεν ενοχλούσα κανέναν.
Στο σπίτι μου έχω όσα πράγματα χρειάζομαι: Μία μεγάλη τηλεόραση, έναν πολύ καλό ενισχυτή, τις κιθάρες μου, ένα ηχοσύστημα, μερικές φωτογραφίες στον τοίχο – όχι με τη φάτσα μου, ποτέ δε βάζω φωτογραφίες από μένα, αλλά μία φίλη μου και τον εγγονό της. Σηκώνομαι γύρω στις 9, πίνω καφέ και μέχρι τις 12 κάνω διάφορες μικροδουλειές στο σπίτι. Κατά τη 1 θα βγω για βόλτα, να δω μία φίλη μου. Περνάμε το μεσημέρι παίζοντας μουσική, αράζοντας γενικά, πίνοντας κανένα joint. Μετά μαγειρεύω κάτι πολύ νόστιμο και προσεγμένο. Μετά μπορεί να κάνουμε καμιά γραμμή. Το βράδυ βλέπω ταινίες στην τηλεόραση. Ίσως μετά να πάω για κανένα ποτό. Και κατά τις 4-5 γυρνάω σπίτι και κοιμάμαι.
Αν μου αρέσει η ζωή μου; Άκουσέ με. Μερικές φορές είναι καλύτερα από κάποιες άλλες. Αλλά έτσι δεν είναι για όλους;
Όλοι μας είμαστε που και που λίγο μαλάκες.
Ζω στην απέναντι όχθη, τι να κάνω;