Οι Πύργοι Πτολεμαΐδας (πρ. Καστράνιτσα) είναι ένα πανέμορφο και ιστορικό χωριό, χτισμένο στους βορειοδυτικούς πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα, κατοικημένο συνεχώς από την αρχαιότητα.
Αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη θολωτού μακεδονικού τάφου του 5ου π.Χ. αιώνα, από ευρήματα παλαιοχριστιανικού ναού και δύο άριστα σωζόμενα τοξωτά γεφύρια.
Το 1737 γεννήθηκε στους Πύργους ο μεγαλέμπορος της Βιέννης και συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου Χρήστος Μάνος, γενάρχης της οικογενείας Χρηστομάνου, ενώ στα 1740 δρα στο Βέρμιο με τριακόσια παλικάρια ο Καστρανιτσιώτης κλέφτης Γούτας, ο οποίος συλλαμβάνεται το 1747 στη Βέροια. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού οι Τούρκοι αυξάνουν τα μέτρα πίεσης στην ανθούσα κοινότητα, με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι να αποδημήσουν στην Αυστροουγγαρία. Ο ιστοριοδίφης τούς συναντά εκεί ως μεγαλέμπορους και διπλωμάτες (Πέτρος Ίτσκος), δημάρχους (Παν. Μόρφης) και τυπογράφους στο Σεμλίνο (Δημ. Καραμάτας). Οι σερβικές πηγές καταγράφουν πάνω από εκατό κατοίκους της Καστράνιτσας ως απόδημους την εποχή αυτή, διασκορπισμένους στο Σεμλίνο, στο Όσιεκ, στη Βιέννη. Από τους Πύργους κατάγονται, επίσης, ο διαπρεπής γλύπτης στις Ηνωμένες Πολιτείες Γεώργιος Δημητρίου (1896-1974, σύζυγος της μεγαλύτερης Αμερικανίδας συγγραφέως παιδικής λογοτεχνίας Virginia Lee Burton), καθώς και ο επίσης διαπρεπής γλύπτης γιος τους, Άρης Δημητρίου (Aris Demetrios).
Στο χωριό την άνοιξη του 1924 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόντο και τη Βιθυνία. Οι Πόντιοι, αυτοί που σώθηκαν από τη Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, προέρχονται από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας και της Γαλίανας (Όλασσα, Μαντρανόι, Τσουπανόι, Κογκά, Σέσερα) και από τα χωριά Κιοβ-τεπέ και Κιαμίν της περιοχής Επές της Γαράσαρης, ενώ οι πρόσφυγες από τη Βιθυνία κατάγονται από την περιοχή της Νικομήδειας, από την Απολλωνιάδα την «εν Ρυνδάκω ποταμώ».
Η ιστορία, λένε πολλοί, πως επαναλαμβάνεται. Τη δεύτερη φορά ως φάρσα ή ως τραγωδία. Και η ιστορία των Πύργων στην κορύφωσή της μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια, οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού γίνονται τραγικά θύματα της ιστορίας και υφίστανται γενοκτονία και ολοκαύτωμα με θύτες τη φορά αυτή τους ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, τους Γερμανούς.
Πριν καλά-καλά στεγνώσουν τα δάκρυα στα μάτια και προτού καν βγουν τα μαύρα ρούχα του πένθους για τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στον Πόντο και στη Μικρά Ασία, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους από την ομάδα του Πούλιου αλλά και από το παρακείμενο χωριό Πελαργός (πρ. Μουλαλάρ) –δυστυχώς δυτικοποντιακής καταγωγής– εισβάλλουν, τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου του 1944, και αφανίζουν το χωριό. Εκτελούν εν ψυχρώ ή καίνε ζωντανούς μέσα στους αχυρώνες 340 κατοίκους –αδιακρίτως καταγωγής–, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα, ακόμα και αβάφτιστα μωρά.
Πρόσφυγες και ντόπιοι πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος στους φασίστες θρηνώντας εκατόμβες νεκρών.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής, στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών τους κινήσεων εναντίον των ανταρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ που δρούσαν στη βόρεια Πίνδο, ανάμεσα στις περιοχές του Μετσόβου, της Κόνιτσας, της Καστοριάς και των Γρεβενών, σχεδίασαν μεγάλης έκτασης στρατιωτικές επιχειρήσεις με το κωδικό όνομα «Maigewitter» (μαγιάτικη καταιγίδα). Ως συνοδευτική της σχεδιάστηκε η επιχείρηση «Falke» (γεράκι) εναντίον των ανταρτών που δρούσαν στο Βέρμιο, στις περιοχές ανάμεσα σε Κοζάνη, Φλώρινα, Έδεσσα. Ως στόχο είχαν τον εγκλωβισμό και την εξόντωση του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στα χωριά Άνω και Κάτω Γραμματικό και Αγία Φωτεινή Έδεσσας, Πύργοι και Μεσόβουνο Πτολεμαΐδας, Ροδοχώρι και Άγιος Παύλος Νάουσας, στα οποία έδρευε ή στάθμευαν οι δυνάμεις του. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στους Πύργους το 16ο Σύνταγμα είχε προωθήσει έναν λόχο του 2ου τάγματός του, ενώ υπήρξαν και ενισχύσεις με την άφιξη του 3/53 Τάγματος της 9ης Μεραρχίας με αρχηγό τον Δημήτρη Κυρατζόπουλο (Φωτεινό), που τοποθετήθηκε στη γραμμή Πύργων Κάτω Γραμματικού.*
Ξημέρωνε στο χωριό η 23η Απριλίου του 1944, Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονται από παντού: «Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!».
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν, με κατεύθυνση το Βέρμιο για να σωθούν. Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο και καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα είχε ήδη εισβάλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στη Μεσαία και την Άνω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να το χωρέσει ανθρώπου νους το τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που εκτυλίσσεται σε κάθε γωνιά του χωριού!
Η Μεσαία Συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς 180 άνθρωποι. Διακόσια μέτρα από εδώ ξεσκίζουν την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού πρώτα σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Άννα Κοσμίδου
Στη συνοικία των «Σεβαστιανών» σκοτώνουν 30 γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της, κρύβοντάς τα μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τους πρόδωσε. Ο Γερμανός στρατιώτης που τους βρήκε δεν τους εκτέλεσε, και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να σκοτώσουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες-Ες. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια σώθηκε.
Μέσα στη βαρβαρότητα και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιακρίτως όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε, μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν κι εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια, με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι το θάνατο.
Ξαφνικά, και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης, ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για μεταφορά των επιζώντων στα Χάνια της Πτολεμαΐδας.
Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη (φωτ. αριστερά), τον νεαρό Κώστα Βερβέρη, καθώς και άλλα μέλη των εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φρικτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους. Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Kαταστράφηκε… Eρειπώθηκε… Δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με το σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως –με την αρχαιοελληνική της σημασία– δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από 10 μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια από τον κατακτητή, δειλά-δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτόν, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό. Όσοι νεκροί βρέθηκαν –πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν– θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ανακομιδή λειψάνων των εκτελεσθέντων (φωτ. αρχείου Στάθη Ταξίδη)
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά-σιγά επέστρεψαν στο χωριό – όχι όλοι, αφού πολλοί, τραυματισμένοι ψυχικά, δεν θέλησαν να ξαναγυρίσουν. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολύ λίγοι, αφού οι μισοί… έλειπαν. Ακολούθησαν και άλλα δεινά, αυτά που επιφύλαξε στον τόπο Εμφύλιος.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς, μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά».
Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν αποφασιστικά τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους, δεν το βάζει κάτω. Δεν παραδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί κατεξοχήν εσωτερικό ψυχικό γεγονός. Και δεν υπάρχει όταν δεν γίνεται αποδεκτή από την ψυχή.
Ο Χάρτμουντ Πούτιγκα, μέλος ομάδας ακτιβιστών από τη Βρέμη, γονυπετής εκφράζει τη συγγνώμη του στα θύματα
του ολοκαυτώματος των Πύργων το 2014
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόγι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και ντόπιοι τα τραγούδια και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντήλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους που πότισε τη αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισαν το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές, και οι ψυχές των χαροκαμένων με ελπίδα για ζωή.
Σήμερα, 72 χρόνια μετά το τραγικό αυτό γεγονός που σημάδεψε τον τόπο, οι Πύργοι αποτελούν μια οικονομικά ευημερούσα κοινότητα χιλίων κατοίκων.
Η δυναμική και εκτεταμένη μηλοκαλλιέργεια, τα στάνταρντ παραγωγής της οποίας αγγίζουν τα αντίστοιχα ιταλικά, και οι εργαζόμενοι κάτοικοί της στα εργοστάσια της ΔΕΗ, συγκράτησαν τον πληθυσμό στον τόπο, ανεβάζοντας παράλληλα και το βιοτικό του επίπεδο.
Όμως ο άνθρωπος «ου μόνον επ’ άρτον ζήσεται», και χρέος ιερό επιτάσσει στους απογόνους των θυμάτων του ολοκαυτώματος των Πύργων τη γνωστοποίησή του στο πανελλήνιο, τη μεταλαμπάδευση της μνήμης στις επερχόμενες γενιές. Γιατί κατά πως λέει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς:
…Χρωστά[μ]ε
σε όλους όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα έρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξη μας. Γιατί η μνήμη δεν είναι μόνο ο χρονικογράφος των περασμένων βιωμάτων μας, αλλά και ο προσωπικός μας χρόνος όπου αγκυροβολούν οι εμπειρίες μας.
Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη.
Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας στον αγώνα ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Είναι απαραίτητη η μνήμη στον αγώνα για την αποφυγή τραγικών γεγονότων. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς των αιτίες. Να θυμάται και να αγωνίζεται για να τις αποφεύγει…
Στάθης Ταξίδης
_________
* Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των Αθώων – Αντίποινα των Γερμανικών Αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007.
- Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος-συγγραφέας, επιμελητής έκδοσης του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών περιοδικού Ποντιακή Εστία που εκδίδει στη Θεσσαλονίκη το σωματείο «Παναγία Σουμελά» από το 1950.