Μ.Μ.Ε
… Ακόμη και ο πιο ισχυρός δεν είναι αρκετά ισχυρός
αν δεν μετατρέψει την ισχύ σε δίκαιο
και την υπακοή σε καθήκον…
ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΩ
Κ. Συμβόλαιο.
δημοκρατία και Μέσα
Σημαντικότερη προϋπόθεση του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ενημέρωση. Αυτός που δεν γνωρίζει, δεν μπορεί, ούτε να αποφασίσει, ούτε να εκφράσει την άποψή του αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τ. Τζέφερσον, οπότε αποκλείεται ουσιαστικά από τις διαδικασίες. Θέση, σωστή εξ’ αντικειμένου, εφόσον, χωρίς ενημέρωση και με τον πολίτη απληροφόρητο, επιτυγχάνεται η ολική αδρανοποίηση της κοινωνίας, με μοναδική επίφαση την συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές και απώτερο στόχο, την πολιτική και οικονομική ηγεμονία της ολιγαρχίας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε ενημέρωση, για να είναι λειτουργική, ωφέλιμη για τη δημοκρατία, θα πρέπει να εκπέμπει νοήματα, εις τρόπον ώστε να αυξάνει την πολιτική κρίση των πολιτών. Να στέκεται κριτικά απέναντι σε θεσμούς και πρόσωπα όταν λειτουργούν στην αναπαραγωγή των μύθων, στην παγίωση προσώπων (προσωπικών επιδιώξεων) και οικονομικών συμφερόντων. Να είναι, ούτως ειπείν, «αντισυστημική», ιδιαίτερα σε εποχές, κατά τις οποίες ο πολίτης, εθισμένος στην εικόνα, αναπτύσσει μια έντονη παθητικότητα (δεν θέλει να σκέφτεται). Θέλει να διασκεδάζει αντί να προβληματίζεται. Να γίνεται θεατής αντί να συμμετέχει. Να γοητεύεται και να παραπλανάται. Να καταναλώνει άκριτα το προφανές –πρότυπα, εικόνες-, χωρίς να γνωρίζει ενδεχομένως ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το προφανές είναι μέρος μόνο της πραγματικότητας.
Ανέκαθεν η εξουσία βασιζόταν στον έλεγχο και στη χρησιμοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης, με απώτερο σκοπό την χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι έννοιες αμεροληψία, αντικειμενικότητα και άλλα, που κατά κόρον αναφέρονται, χρησιμοποιούνται ρητορικά απλώς, για να δημιουργήσουν θετική προδιάθεση στον δέκτη.
τρόπος λειτουργίας.
Η μετάδοση κάθε μηνύματος συντελείται μέσω συμβόλων (λέξεις – εικόνες). Σε περίπτωση αντιφατικότητας, κειμένου και εικόνας, υπερισχύει η εικόνα. Αφενός γιατί, τα σημεία (λέξεις – σύμβολα), δεν ορίζουν επακριβώς τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται και κατονομάζουν, και αφετέρου, γιατί, πάγιος κανόνας ενός μηνύματος είναι να παραμένει ο δέκτης (θεατής) στο αναγκαίο μονοσήμαντο, με απώτερο σκοπό την καταστροφή της εσωτερικότητάς του (κρίση, λόγος), γι’ αυτό και η, έντονη, προσπάθεια να αποδοθεί όσο το δυνατόν πιο φορτισμένα (ψυχολογο – συναισθηματικά) το μήνυμα, εις τρόπον ώστε να υποδουλωθεί, να εγκλωβισθεί στις ανάγκες της αγοράς ο καταναλωτής, και στην πολιτική του εκδοχή να εξαλειφθεί ο πολίτης, άνθρωπος, ως σκεπτόμενο ον (Καστοριάδης)
Ως εκ τούτου, αντιλαμβάνεται κανείς, τι «όπλο» είναι η ελαστικότητα των συμβόλων στα χέρια των επικοινωνιολόγων και των φορέων που τους προσλαμβάνουν, δεδομένου ότι είναι σε θέση, μετερχόμενοι των ανωτέρω, και χρησιμοποιώντας (γνώστες γαρ) την εικόνα και την ρητορική, να εξωραΐσουν ένα αντικείμενο. Να μεταμορφώσουν εν ολίγοις μια επί μέρους πραγματικότητα σε έναν κόσμο «ρεαλιστικών» εικόνων, εντυπώσεων, προκειμένου να πείσουν, δημιουργώντας στερεότυπα, μέσω της επαναλήψεως. Το «δεν μιλάμε για να πούμε κάτι, αλλά για να έχουμε ένα αποτέλεσμα (να πείσουμε για κάτι)» κατά Γκέμπελς, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Η ρητορική, σαν ειδική τέχνη του λόγου (Αριστοτέλης), δεν αποβλέπει στη γνώση και στη νηφάλια λογική κριτική, παρά στην απόσπαση της συναίνεσης του πολίτη με διάφορα τεχνάσματα. Απόδειξη αυτού, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών, που χρησιμοποιεί, χάριν αποτελεσματικότητος, επαναλαμβανόμενα ιδεολογήματα, εκφράσεις, λέξεις κλισέ, όπως: “πρόοδος, ανάπτυξη, εκσυγχρονισμός, κοινωνία, δημοκρατική ευαισθησία πολιτών, αναλγησία” κ.λ.π, για να πείσει. Λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα μόνες τους ουσιαστικά, χρησιμοποιούνται μετ’ επιτάσεως γιατί στοχεύουν στην ευαισθησία του πολίτη, καθώς έχουν ιστορική βαρύτητα και δημιουργούν θετικές εντυπώσεις.
προσδοκίες – διαψεύσεις.
Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την πληροφορική επανάσταση, ενώ αναμενόταν ότι θα ανυψωνόταν η κριτική και το δημόσιο επίπεδο των πολιτών, δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι ο πολίτης, γνωρίζει πολύ λιγότερα σήμερα από όσα γνώριζε στο παρελθόν για τις δημόσιες υποθέσεις. Όπως τονίζουν δε, έγκυροι επικοινωνιολόγοι (Ρ. ENTMAN), «η διαμεσολαβημένη», μέσω των ΜΜΕ, δημοκρατία, κινδυνεύει να γίνει δημοκρατία χωρίς πολίτες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ειδήσεων, οδηγείται από δυνάμεις που χρησιμοποιούν τα άτομα ως παθητικούς καταναλωτές παρά ως ενεργούς πολίτες (πολίτες του καναπέ).
Είναι κοινός τόπος, πως, απαραίτητη προϋπόθεση για να προαχθεί και να διατηρηθεί μια δημοκρατία ζωντανή, πρέπει, το πολιτικό υποκείμενο, ο πολίτης, να μετέχει “κρίσεως και αρχής” κατά τον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία), και ως δρών πολιτικό υποκείμενο, να αντιδρά, μέσω της κρίσεως και της συμμετοχής στις πολιτικές ιδέες, να τις κρίνει, να τις τροποποιεί, να τις απορρίπτει ακόμη όταν χρειάζεται, πράγμα που δεν συμβαίνει, δυστυχώς, στις μέρες μας, παρά τις προσδοκίες περί του αντιθέτου όπως αναφέρθηκε.
προϊόν – οικονομικές σχέσεις
Τα ΜΜΕ είναι επιχειρήσεις, που συντηρούνται οικονομικά από τις διαφημίσεις, τους παραγωγούς, αν όχι πλαστών, διογκωμένων, παραμορφωμένων αναγκών, οπότε, δικαιολογημένα, οι φορείς (διαφημιστικές εταιρείες, διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι και λοιποί) να μην αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον, το συμφέρον των πολιτών, παρά στα ατομικά, οικονομικά και πολιτικά, συμφέροντα των πελατών τους, γι’ αυτό και τα διαφημιστικά σενάρια αποβλέπουν στο συναίσθημα, στις αντανακλαστικές αντιδράσεις των καταναλωτών κατά μείζονα λόγο. “Το εμπόρευμα πρέπει να αγαπηθεί (να πουληθεί) και όχι να κριθεί”.
Στο Μέσον, ιδιαίτερα στην τηλεόραση, προϊόν δεν είναι το πρόγραμμα. Προϊόν είναι το ακροατήριο, ο θεατής, και καταναλωτής του ο διαφημιστής. Ο κατασκευαστής ακροατηρίου (ιδιοκτήτες, διαχειριστές ΜΜΕ) ο οποίος επιτυγχάνει την υψηλότερη τιμή για το προϊόν του, είναι αυτός που παράγει περισσότερο προϊόν, ακροατήριο, προς πώληση (ζώνη ευρείας τηλεθέασης – ακριβότερες διαφημίσεις κ.λ.π). Ως εκ τούτου, τον ακροατή, αναγνώστη, τηλεθεατή πουλά, εμμέσως πλην σαφώς, στον διαφημιστή το Μέσον και ο διαφημιστής στην εταιρεία παραγωγής αγαθών, αφού αυτός είναι ο αγοραστής, ο καταναλωτής του εμπορεύματος. όσο υψηλότερο, πολυπληθέστερο ακροατήριο (προϊόν), τόσο μεγαλύτερη και η αμοιβήφυσικά πρόσωπα – ευθύνες
Τα Μέσα δεν είναι απρόσωπα. Λειτουργούν με φυσικά πρόσωπα, οπότε αναδύεται και η ευθύνη των υποκειμένων. Πόσο υπεύθυνα και πόσο ενεργούμενα είναι; Κατά πόσο έχουν την δυνατότητα να παρέμβουν, και αν την έχουν γιατί δεν παρεμβαίνουν, δεν καθορίζουν μια στάση διαφοροποίησης από τις υφιστάμενες κυρίαρχες αντιλήψεις, αντιλήψεις χειραγώγησης; Λέγεται, ότι ο Δημοσιογράφος είναι, πρέπει να είναι, να λειτουργεί, ως η κοινωνική συνείδηση των πολιτών, της κοινωνίας γενικότερα. Πόσο λειτουργεί (ουν) ως κοινωνική συνείδηση όμως; Και αν όχι, ποιοι οι λόγοι μιας τέτοιας παράλειψης; Είναι λόγοι παιδείας, ηθικής επάρκειας, συμβιβασμών και αλλοτρίωσης; Ερωτήματα που αιωρούνται και χρίζουν πειστικής απάντησης η οποία εντέχνως διαφεύγει.
εθνικής εμβέλιας και π. Μέσα.
Τα, ως άνω, αναφέρονται και χαρακτηρίζουν τα Μέσα ευρείας, πανεθνικής εμβέλειας κατά κύριο λόγο, οπότε ο βαθμός επηρεασμού και χειραγώγησης, ανάμεσα σε περιφερειακά και εθνικής εμβέλειας Μέσα, ποικίλει, είναι διαφορετικός, χωρίς να είναι αμελητέος και στα περιφερειακά όμως, όταν υπεισέρχεται, υπερισχύει η έννοια της οικονομικής ενίσχυσης, επιβίωσης, μέσω των αυτών μεθόδων, με όλους τους συνειρμούς που συνεπάγεται κάτι τέτοιο (προπαγάνδα, νόμοι αγοράς, πολιτική συναλλαγή, ανάδειξη και ενίσχυση προσώπων). Εκδοχή απευκταία, ουδόλως μυθώδης, μη υπαρκτή (πανταχού παρούσα, δυστυχώς) στις μέρες μας όμως. Απόδειξη αυτού, η, απόλυτη, προσομοίωσή τους εξ αρχής και ο πλήρης εναγκαλισμός τους, βαθμιδόν, με την, εκάστοτε, πολιτική, οικονομική εξουσία. Μια προσομοίωση απροκάλυπτη, στα όρια της “πορνείας”, η οποία τα εκθέτει ανεπανόρθωτα, δεδομένου ότι ακυρώνει, τόσο την υπαρξιακή, κοινωνική, τους αναγκαιότητα, όσο και την αντικειμενικότητά τους, παρότι οι προϋποθέσεις συνηγορούσαν και συνηγορούν (;) περί του αντιθέτου. Οπότε, αναδύεται, το, από θεσπίσεώς τους, αιωρούμενο ερώτημα. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις παρέχονται, δίδονται οι άδειες λειτουργίας; Υπάρχουν κριτήρια; Και αν υπάρχουν, πόσο αντικειμενικά είναι; Και αν είναι, γιατί είναι διάχυτη η εντύπωση στην κοινωνία, ότι τα κριτήρια δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αντικειμενικότητας, απόδειξη αυτού, η, ελέω κέρδους, αλλοτρίωσή τους.
ατομική και συλλογική ευθύνη.
Θα ήταν πράξη απροκάλυπτης υποκρισίας, αν, παράλληλα με τα ενδογενή προβλήματα των Μέσων, δεν επεσήμαινε κανείς, τόσο την ατομική ευθύνη των πολιτών, όσο και την, χωρίς αιδώ και κοινωνική ευαισθησία, διασπάθιση του δημοσίου χρήματος από τους φορείς της εξουσίας, που, στην προσπάθειά τους να καλύψουν την προσωπική τους ανεπάρκεια, προβαίνουν και υιοθετούν συμπεριφορές, επαίσχυντης συναλλαγής και απροκάλυπτης ψηφοθηρίας, η ώσμωση των οποίων είναι αισθητή εξ αποστάσεως, καθώς η σήψη, τείνει να γίνει (αν δεν έχει γίνει) πάνδημος, και μετ’ ολίγου να κακοφορμίσει, εάν δεν μπει, πάραυτα, φραγμός.