“Εγώ δεν τον ήξερα. Είχε φύγει πριν τέσσερα χρόνια μαζί με πολλούς άλλους νέους του χωριού, μόλις άνοιξε η μετανάστευση για την Αυστραλία. Ήμουν 22 χρόνων και δούλευα σκληρά. Τη μέρα στα καπνά και το βράδυ στον αργαλειό. Πάντα σε ξένες δουλειές”.
Αυτή είναι η εισαγωγή στην ιστορία ενός ζευγαριού ομογενών της Μελβούρνης, σήμερα στα 80 τους, που φέρνουν πίσω μνήμες εξήντα σχεδόν χρόνων. Εκείνος μετανάστης του ’50 κι εκείνη μια από τις “αρραβωνιαστικές” που έφτασαν στην Αυστραλία με το Toscana, 9 Αυγούστου 1958, από το Άργος Ορεστικό.
Έναυσμα στη συνάντησή μας έδωσε το δημοσίευμα του “Νέου Κόσμου” την περασμένη Δευτέρα: “Την Πέμπτη, 1 Δεκεμβρίου του 1955 (πριν 60 χρόνια) η εφημερίδα της Ρόδου “Η Ροδιακή” έγραφε μεταξύ άλλων: “Εντός των ημερών αναχωρούν δι’ Αυστραλίαν 60 Κώοι. Σημειωτέον ότι οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι “αρραβωνιαστικές” και σύζυγοι συμπατριωτών μας, οίτινες μετηνάστευσαν ήδη εις Αυστραλίαν”.
Στη συνέχεια, ο “Νέος Κόσμος” που , όλα αυτά τα χρόνια περίπου, πορεύτηκε μαζί τους, ζητούσε να μάθει περισσότερα για την ιστορία αυτή. “Αν κάποια ή κάποιος μπορεί να μας φωτίσει παρακαλείται να επικοινωνήσει μαζί μας”.
MIA AΠO ΤΙΣ ΝΥΦΕΣ
“Ναι, ήμουν μια από τις 60 αρραβωνιαστικές που ήλθαν από το Άργος Ορεστικό, με το ιταλικό υπερωκεάνιο Toscana στην Μελβούρνη τον Αύγουστο του 1958” λέει η Μελπομένη Κουτλεμάνη, στη συνάντησή μας, δίνοντας το λόγο, αμέσως μετά, στον σύντροφο της ζωής της, Δημήτρη. Εκείνος, χωρίς ιδιαίτερη παρότρυνση κάνει το δικό του flashback, στο χρόνο, λιτά, παραστατικά: “Έφυγα από το Άργος Ορεστικό το ’54 σε ηλικία 20 χρόνων. Η γερμανική κατοχή και στη συνέχεια ο εμφύλιος, είχαν ρημάξει τον τόπο μας. Δεν υπήρχε μέλλον. Εγώ ήμουν εισπράκτορας στα αστικά λεωφορεία, όταν άνοιξε η μετανάστευση για την Αυστραλία. Έβαλα το όνομά μου από τους πρώτους, στους καταλόγους, και βάλθηκα να αλλάζω λάστιχα συνέχεια, για να αποχτήσουν τα χέρια μου ρόζους, γιατί αυτό ήταν που κοίταζαν πρώτα. Ζητούσαν αγρότες”.
Ο ογδοντάχρονος σήμερα Δημήτρης Κουτλεμάνης εκτιμά ότι στάθηκε τυχερός στη ζωή: “H Αυστραλία μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω τους στόχους μου. Να εκπληρώσω τα όνειρά μου με μια γυναίκα που αγάπησα βαθιά και στάθηκε πάντα, όλα αυτά τα χρόνια, στο πλευρό μου”.
Σε λίγο θα διαπιστώσω ότι μιλά, κάθε άλλο παρά μεταφορικά. Οι δυο τους είναι αχώριστοι, σ’ ένα περιβάλλον που μοιάζει παραμυθένιο. Με μια ολάνθιστη αυλή, μοναδική σ’ όλη την περιοχή, με συντριβάνι δίπλα σε μια εξωτερική κουζίνα με μεγάλο παράθυρο “για να βλέπει η Μέλπω μου τα λουλούδια και το τρεχάμενο νερό που τόσο της αρέσουν”.
Φαίνεται ότι η απορημένη έκφρασή μου απαιτεί επεξήγηση: “Στο χωριό θαύμαζε πάντα τον κήπο του γιατρού Ζάχου και ονειρευόταν μια μέρα να έχει έναν δικό της τέτοιο κήπο. Της τον έδωσα. Κάθε μέρα περνούμε ατέλειωτες ώρες εκεί μαζί. Να τον κρατάμε πάντα ολάνθιστο”.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Μια πρόσκληση, την Ημέρα της Αυστραλίας, με φέρνει εκεί στον κόσμο τους, και στο ταξίδι στο χρόνο που επιχειρούμε μαζί.
“Είχα δυο χρόνια στην Αυστραλία που για μένα ήταν παράδεισος. Ήμουν νέος, δυνατός, γεμάτος όνειρα, στόχους και όρεξη για δουλειά. Αντίκριζα τη ζωή με αισιοδοξία και πάντα ένοιωθα μέσα μου ότι έχω τη δύναμη να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα.
Όταν έγραψα “μάνα θέλω να βρεις μια κοπέλα να παντρευτώ”, το ένστικτό μου μού έλεγε ότι θα έκανε τη σωστή επιλογή.
Όταν πήρα την πρώτη φωτογραφία της Μέλπως μου με τις κοτσίδες, συγκινήθηκα πολύ. Ένιωσα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου”.
“Κι εγώ όταν είδα τη φωτογραφία του, είπα ‘αυτός είναι’. Βέβαια, ήξερα την οικογένειά του και οι δικοί μου επίσης γνωρίζονταν με τους γονείς του. Στο χωριό, εξάλλου, όλοι γνωρίζονται. Και πριν, όμως, συμβεί αυτό, εγώ έκανα όνειρα να φύγω στη Γερμανία ή την Αυστραλία. Είμαστε τρεις κόρες, και ο πατέρας μου δεν είχε να μας δώσει προίκα, όπως ζητούσαν τότε οι γαμπροί, έστω κι αν οι ίδιοι δεν είχαν περιουσία. Έγινε ο αρραβώνας, σε κλειστό κύκλο, με τους συγγενείς μόνο και… χωρίς το γαμπρό. Ήταν, όμως, απαραίτητο για να μπορέσω να φύγω από το χωριό αρραβωνιασμένη” λέει η καλοστημένη γυναίκα που έχω απέναντί μου, με το ευγενικό χαμόγελο και το έξυπνο, λαμπερό βλέμμα, δίνοντας τη σκυτάλη στον σύντροφό της.
ΞΕΦΟΡΤΩΝΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ
“Την εποχή εκείνη, κάθε βδομάδα, τα καράβια ξεφόρτωναν στο Port Melbourne, κατά εκατοντάδες, τα νιάτα της Ελλάδας. Πολλοί πηγαίναμε εκεί για να δούμε κάποιο γνωστό, φίλο ή συγχωριανό που ερχόταν. Να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, οι παλιότεροι να δώσουν χέρι βοήθειας στους νεοφερμένους, ή απλά από περιέργεια, γιατί το θέαμα ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και σε πολλές περιπτώσεις δραματικό. Έβλεπες, να περιμένουν εκεί άντρες κατά δεκάδες, με ανθοδέσμες στο χέρι, και να ξετυλίγονται εκεί σκηνές απίστευτες. Κοπέλες να βγαίνουν έξω να βλέπουν τον άντρα που τους περίμενε, να βάζουν τα κλάματα και να γυρίζουν πίσω στο καράβι. Που σήμαινε ότι αυτός που έβλεπαν δεν είχε καμία σχέση με τη φωτογραφία που είχε στείλει για να γνωριστούν. Άλλες φορές πάλι έβλεπες άντρες να βλέπουν την κοπέλα και να το βάζουν στα πόδια γιατί δεν έμοιαζε με τη φωτογραφία που είχαν δει. Το χειρότερο, όμως, όλων, ήταν όταν η κοπέλα που περίμενε κάποιος τα είχε φτιάξει στο καράβι με άλλον. Είχε δηλαδή αποκτήσει άλλον αρραβωνιαστικό. Τότε όλοι αυτοί με τις ανθοδέσμες, έκαναν μεταβολή και το έβαζαν στα πόδια.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΜΟΡΡΙΣ