Ο δήμαρχος Καστοριάς κ. Ανέστης Αγγελής δήλωσε στην εκπομπή «Γυρίσματα στην Ελλάδα», πως εκτός από τις τεχνικές παρεμβάσεις με σκοπό τον καθαρισμό της λίμνης Ορεστιάδας (μηχανήματα που αναμένονται από την Περιφέρεια) θα πρέπει να ενεργοπιηθούν στην περιοχή και οικολογικές παρεμβάσεις ήτοι ανάπτυξη ζώντων οργανισμών οι οποίοι υπήρχαν στο παρελθόν όπως ο νεροβούβαλος π.χ. Ο νεροβούβαλος έχει οικολογικά αλλά και τουριστικά οφέλη για τις περιοχές με λίμνες στις οποίες ζει. Δείτε το βίντεο στο 8:55
Δημιούργημα του σκανδάλου με τις τρελές αγελάδες η βιομηχανία του νεροβούβαλου στην Κερκίνη (Πληροφοριίες από το voria.gr):
Ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες της λίμνης Κερκίνης και αγοραστές από όλη την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό γίνονται φανατικοί του διάσημου καβουρμά, των λουκάνικων, των μπιφτεκιών και άλλων γεύσεων.
Η ανάπτυξη της «βιομηχανίας» εκτροφής νεροβούβαλων και της επεξεργασίας του κρέατος και των προϊόντων τους στην περιοχή της λίμνης Κερκίνης αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για τις ευκαιρίες που δημιουργούνται εν μέσω κρίσης. Και αυτό γιατί η βαριά βιομηχανία του νεροβούβαλου στην λίμνη Κερκίνη αποτελεί… δημιούργημα του σκανδάλου των τρελών αγελάδων, που ξέσπασε το 2001 και βύθισε σε απόγνωση τους κρεοπώλες στα χωριά γύρω από την λίμνη. Πρωτεργάτες στην προώθηση του κρέατος των νεροβούβαλων είναι σήμερα τρεις επιχειρήσεις: η εταιρεία των αδερφών Ζέλιου και Δημήτρη Μπόρα, η επιχείρηση του Θανάση Κοκκώνα και η εταιρεία του Βασίλη Παπαδόπουλου.
Γύρω όμως από αυτές τις τρεις εταιρείες και το κρέας του βουβαλιού έχουν αναπτυχθεί πάρα πολλές δραστηριότητες αφήνοντας στην περιοχή τζίρο εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο και προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες: εστιατόρια, γαλακτοκομικά προϊόντα, ζυμαρικά κλπ. Το βουβάλι μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια έχει γίνει το σήμα-κατατεθέν του νομού Σερρών.
Όπως τονίζει στη Voria.gr ο κ.Κοκκώνας ο πληθυσμός των βουβαλιών από περίπου 900 ζώα το 2001 έχει φθάσει σήμερα τα 3.000 και συνεχώς αυξάνεται. Ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες της λίμνης Κερκίνης και αγοραστές από όλη την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό γίνονται φανατικοί του διάσημου καβουρμά, των λουκάνικων, των μπιφτεκιών και άλλων γευστικών προϊόντων του βουβαλιού. «Το κρέας του βουβαλιού και τα προϊόντα του μπαίνουν στα καλύτερα γκουρμέ εστιατόρια. Δεν είναι μόνο η ανώτερη γεύση του αλλά και η μεγάλη διατροφική αξία του κρέατος του βουβαλιού, που πάντως ως προϊόν είναι σχετικά ακριβό με την τιμή του στο κρεοπωλείο μας να διαμορφώνεται σε 12 ευρώ/κιλό», αναφέρει ο κ.Κοκκώνας, ο οποίος θα παρουσιάσει τα προϊόντα του στους επισκέπτες της 24ης Agrotica.
Τα βουβάλια, το γένος bubalus bubalis, θρυλείται ότι έφτασαν ως συνοδεία του Ξέρξη κατά τους περσικούς πολέμους, όταν ο στρατός επέλασε από τον ποταμό Στρυμόνα. Δυνατά ζώα και λιτοδίαιτα χρησίμευαν στη μεταφορά πραμάτειας, αλλά παράλληλα προμήθευαν το στρατό με γάλα εξαιρετικής θρεπτικής αξίας. Ο πρώτος πληθυσμός τους αποδεκατίστηκε από τα λιοντάρια της περιοχής και σκορπίστηκε στην ευρύτερη περιοχή. Τα ζώα αφέθηκαν έκτοτε στην τύχη τους, ταυτισμένα στο νου όλων με απλούς αχθοφόρους.
Σύμφωνα με τον κ.Κοκκώνα, το κρέας του βουβαλιού, όπως και το γάλα, έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη από τα αντίστοιχα προϊόντα που προέρχονται από τα κοινά βοοειδή. Ενώ όμως η περιεκτικότητα σε λίπος του γάλακτος βουβαλιού είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με το γάλα αγελάδας, η περιεκτικότητα του κρέατος βουβαλιού σε λίπος είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με το κρέας κοινών βοοειδών. Όταν οι βούβαλοι αναπτύσσονται και διατρέφονται κατάλληλα, το κρέας τους είναι τρυφερό και εύγεστο.
Το βουβαλίσιο κρέας
Τα χαρακτηριστικά του κρέατος των βούβαλων (100 γραμμάρια) σε σχέση με το μοσχάρι είναι τα εξής:
– Το κρέας του βουβαλιού έχει 131 θερμίδες, ενώ το κρέας του μόσχου 289 θερμίδες.
– Οι πρωτεΐνες του βουβαλιού είναι 26,83 γραμμάρια, έναντι 24,07 γραμμάρια του μόσχου.
– Το κρέας του βουβαλιού διαθέτει 1,8 γραμμάρια λίπος, ενώ του μόσχου 20,69 γραμμάρια.
– Τα κορεσμένα λιπαρά του βουβαλιού είναι 0,6 γραμμάρια, ενώ του μόσχου είναι 8,13 γραμμάρια.
– Η χοληστερόλη του βουβαλιού είναι 61 mg, ενώ του μόσχου 90 mg.
– Περιέχει ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο, φώσφορο, κάλιο, ψευδάργυρο, χαλκό και μαγγάνιο.
– Ο σίδηρος του κρέατος βουβαλιού είναι 2, ενώ του βοδινού είναι 0,3-1,6.
Το κρέας των βούβαλων συγκριτικά με το μοσχαρίσιο έχει σκουρότερο χρώμα, λιγότερο ενδομυϊκό λίπος, λευκότερο χρώμα λίπους και παρόμοια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.