Για το φετινό εορτασμό του «ΟΧΙ»- Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Διπλωμένες Ψυχές» του συμπολίτη μας Γιώργου Τσάρου (εκδόσεις Παρέμβαση). - OlaDeka

Για το φετινό εορτασμό του «ΟΧΙ»- Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Διπλωμένες Ψυχές» του συμπολίτη μας Γιώργου Τσάρου (εκδόσεις Παρέμβαση).

12181867_10208166972830936_1924027859_nΕν μέσω επετειακού κλίματος ο Παύλος, καθηγητής οικονομικών της μέσης εκπαίδευσης και κεντρικός ήρωας του Γιώργου Τσάρου στο μυθιστόρημά του «Διπλωμένες Ψυχές», αναλαμβάνει την οργάνωση της σχολικής γιορτής για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου. Αγγαρεία για κάποιους εκπαιδευτικούς, μα για άλλους καθήκον. Η περιγραφή που ακολουθεί θεωρώ πως είναι μία από τις πιο συγκινητικές του προσφάτως εκδοθέντος διηγήματος του Γιώργου Τσάρου, που όλοι οι φιλαναγνώστες πρέπει να διαβάσουν.

…Είχαμε μαζευτεί στο γραφείο, λοιπόν, λίγες μέρες νωρίτερα, να αποφασίσουμε για τη γιορτή του ΟΧΙ, που πλησίαζε. Πέρασε ένα δεκάλεπτο και άκρη δε βγάζαμε, όλοι το σκεφτόμασταν, κανένας όμως δεν έλεγε το μεγάλο ναι. Και όπως στεκόμασταν αργοί, βαθιά συλλογισμένοι τριγύρω απ’ το τραπέζι, μια ντουζίνα ψυχές, πνεύματα φωτισμένα, θαλερά, που γύρευαν τη λύση, εκείνη λοιπόν τη γκρίζα ώρα, που χόρευαν στο νου μου αγκαλιασμένα σφιχτά η πονηράδα και το ψεύδος, να σου και ξάφνου μαύρισε η πλάση γύρω μου! Θαμπούρωσε το βλέμμα μου και κόπηκε η ανάσα. Ακούω αχός να γίνεται, μεγάλο πανηγύρι.
Εμπρός μου ξεπετάγεται ένας ξεμωραμένος, βρωμιάρης, κουρελής. Η στεγνωμένη πέτσα του ίσα που έντυνε τα οστά να μην ξεπεταχτούνε! Πίσω του γαύγιζαν σκυλιά κι εμπρός του παν τσακάλια. Ο χακί χιτώνας του λιωμένος, ξεσκισμένος, κρεμόταν από κλωστές. Τα πόδια του όλο πληγές, έσταζαν αίμα και πύον, τα μάγουλα σκισμένα και τα πρησμένα χείλια του, μπλάβα. Πετσί και κόκκαλο, ούτε άνθρωπος, ούτε στοιχειό. Στην κοκκαλιάρα πλάτη του κρεμότανε τουφέκι, σαράβαλο, μες τη σκουριά. Στης σφαίρας την εξώπορτα ακροπατούσε αηδόνι, παλεύοντας με τον άνεμο για να σταθεί ορθό. Τα σκελετωμένα του δάχτυλα με κόπο κρατούσανε μια ξύλινη φλογέρα. Δεν είχε στράτα σταθερή, τον τράβαγαν τ’ αγρίμια πότε ζερβά, πότε δεξά, πότε πισωδρομούσαν. Μα όση ψυχή απόμενε σε τούτο το κουφάρι, έβγαινε από τα χείλια του φυσώντας τη φλογέρα. Άξαφνα, σαν σταματούσε, βρυχιόταν σαν το θεριό, έριχνε σκάρτες δρασκελιές, και φώναζε: «ΑΕΡΑΑΑΑΑ!»
Σε μια στιγμή ησύχασε, σήκωσε το κεφάλι, μου έστρεψε το βλέμμα. Σάστισα! Αρχίζει και μονολογεί, καρφώνοντας τα μάτια μου:
«Μη μου γυρέψεις όνομα, κι εγώ δεν το θυμάμαι. Με σάλεψαν τα βόλια που σφύριζαν στ’ αυτιά μου κι η θέα απ’ τα ξαπλωμένα κουφάρια. Έχω τα χρόνια είκοσι, κι ας δείχνω για εξήντα, συμπάθα με. Γιούφτος είμαι, και Έλληνας. Γυρίζω απ’ τη φωτιά, και απ’ του κακού τη στράτα: Πίνδο, Κλεισούρα, Κορυτσά, Καλπάκι, Τεπελένι. Έχασα έναν αδερφό και δυό πρωτοξαδέρφους. Άθαφτοι απομείνανε, μνημούρι δεν υπάρχει. Και να ήτανε μόνο αυτοί… Μιλιούνια μείνανε άθαφτοι κι ελαφροσκεπασμένοι, ίσα να μην τους βρουν τα ζουλάπια. Μήτε σταυρός, μήτε όνομα. Δικοί μας και Ιταλιάνοι, τους χώναμε αντάμα μες του χιονιού τις τούμπες, μιας και μαλώσανε εδώ, εκεί κάτω να φιλιώσουν! Κι εκείνοι, οι μπαγάσες, σαν τσούλαγαν στον παγωμένο λάκκο, ξέψυχοι πια, πώς άνοιγαν τα χέρια κι αγκαλιάζονταν! Ο ένας με τον άλλο! Έλληνες και Ιταλοί, φαντάροι και γαλόνια, αστοί και χωριάτες, όλοι γίνονταν ένα! Ανοίξατε τα μνήματα, τα κόκαλα σκορπίστε, τον Ιταλό απ’ τον Γραικό να δούμε αν θα γνωρίστε! Γεια σου, Παγιουμτζή μου, γεια σου! Έπρεπε χάμω να στρωθούν, μωρέ, για να φιλιώσουν; Εγώ ρωτώ, κι απάντα με!»
Είχα κοκαλώσει. Δε μου ‘βγαινε φωνή. Αυτός συνέχισε.
«…Ποτίστηκε για τα καλά της λευτεριάς το δέντρο. Το αίμα που μας ρούφηξε θα θρέψει γερές ρίζες! Χαλάλι στους επόμενους, καρπούς που ‘χουν να φάνε! Χαλάλι τους, μωρέ, Έλληνες είναι, βασανισμένη ράτσα. Τουρκιά, Βαλκανικοί, Μικρασία, όλο φωτιά και τσεκούρι!»
Σταμάτησε. Ύστερα γύρισε και κοίταξε τα ζωντανά που γλείφανε τις πληγές του.
«…Τι σας σούρνω από πίσω μου κι εσάς, μου λέτε; Μα άλλη συντροφιά δεν έχω, έτσι πως κατάντησα. Κι ούτε ένα ξεροκόμματο δεν έχω να σας ρίξω. Άιντε μωρέ ζαγάρια, άιντε ακλουθάτε με μωρέ, δεν απομένει δρόμος για τη Σαλονίκη. Γεια και χαρά σου δάσκαλε, ο άγνωστος στρατιώτης σε αποχαιρετά!»…
(Η επιμέλεια του βιβλίου έγινε από τη Δήμητρα Καραγιάννη, η σελιδοποίηση από τον Σωτήρη Σιουτζιούκη κι η εξώφυλλη φωτογραφία είναι του Χρήστου Λαμπριανίδη).
Για την αντιγραφή: Τσιομπάνος Γιάννης.
Γιώργο Τσάρο, θερμά συγχαρητήρια.



Πηγή

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria