Πριν από δύο χρόνια, ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς, Φαίδων Γκιάτας, έλεγε ότι «μετά τη βροχή βγαίνει πάντα το ουράνιο τόξο», στέλνοντας ένα αισιόδοξο μήνυμα για τον κλάδο της γούνας,
που τότε βρισκόταν εν μέσω συμπληγάδων. Και εν έτει 2011, η πρόβλεψη αυτή του κ. Γκιάτα
αποτελεί πλέον τη νέα πραγματικότητα για τη γούνα, αφού ο ετήσιος τζίρος του κλάδου το 2010 “έτρεξε” με ρυθμό +10% και φέτος η ανάπτυξή του αναμένεται, αν όχι μεγαλύτερη, τουλάχιστον ισόποση.
Υπενθυμίζεται ότι το 2007, ο ετήσιος τζίρος του κλάδου της γούνας διαμορφωνόταν στα 450 εκατομμύρια ευρώ, ενώ την επόμενη διετία υποχώρησε συνολικά σε ποσοστό 80%. Σύμφωνα με τον κ. Γκιάτα, η δυναμική των εξαγωγών του κλάδου εντάθηκε το 2010, φθάνοντας στα 190 εκατομμύρια ευρώ, από 180 εκατ. ευρώ το 2009, ενώ φέτος, όπως εκτίμησε, «θα πάμε ακόμα καλύτερα».
Νούμερο ένα εξαγωγικός προορισμός της ελληνικής γούνας είναι η Ρωσία (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη) και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τον πρώτο λόγο να έχει το Ντουμπάι, όπου λειτουργούν τουλάχιστον 150 γουνοποιητικές επιχειρήσεις. Αιτιολογώντας την εκτίμησή του ότι οι ελληνικές εξαγωγές γούνας θα πάνε ακόμη καλύτερα το 2011, ο κ. Γκιάτας σημείωσε ότι με βάση έρευνα, που διεξήγαγε ο σύνδεσμος, ενώ σήμερα στην αχανή αγορά της Κίνας των 1,3 δισ. ατόμων μόλις οι 250 εκατ. έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν προϊόντα γούνας, ο αριθμός τους θα καταγράφεται διπλάσιος το 2020. «Και φυσικά ο σύνδεσμος δεν θα κάτσει με τα … χέρια σταυρωμένα, αλλά θα κοιτάξει να πατήσει γερά πόδι σ’ αυτή την τεράστια αγορά», είπε χαρακτηριστικά ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς, προσθέτοντας ότι βασικό στόχο αποτελεί η είσοδος στην αγορά της Σιβηρίας.
Έτσι, ενώ, πριν από κάποια χρόνια, όλοι περιγράφανε την κατάσταση στον κλάδο της γούνας με μελανά χρώματα, σήμερα, και παρόλο που η οικονομική κρίση «χτύπησε τα θεμέλια πολλών άλλων με βαναυσότητα», οι Έλληνες γουναράδες απέδειξαν έμπρακτα, για ακόμα μια φορά, ότι όχι μόνο δεν καταβάλλονται από ηττοπάθεια, αλλά καταφέρνουν να …ξαναγεννιούνται “μέσα από τις στάχτες τους”, μετατρέποντας σε ευκαιρία τα όποια προβλήματα ανακύπτουν στο δρόμο τους προς τις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα με τον κ. Γκιάτα, σήμερα, οι εγγεγραμμένες επιχειρήσεις του κλάδου φθάνουν τις 3.573, λιγότερες κατά 157 σε σχέση με το 2009, αφού πέρυσι έβαλαν λουκέτο 157, οι περισσότερες λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά και κάποιες ως αποτέλεσμα συνταξιοδότησης. Σημειώνεται, πάντως, ότι ο κλάδος εξακολουθεί να απασχολεί πάνω από το 60% του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής. Ενισχυτικά, πάντως, στη συγκρατημένη αισιοδοξία των Ελλήνων γουναράδων για το μέλλον, επιδρά και το γεγονός ότι οι Έλληνες γουναράδες ανακτούν το χαμένο έδαφος και στις δημοπρασίες, όπου γίνονται οι αγορές της παραγωγής των γουνοδερμάτων. Συγκεκριμένα, ενώ το 2007 το ποσοστό αγοράς της παραγωγής γουνοδερμάτων από Έλληνες έφθανε στο 10%, το 2009 είχε διολισθήσει σε μόλις 3% και σήμερα, έχει διπλασιαστεί, ενώ οι προοπτικές καταγράφονται ιδιαίτερα θετικές.
Στο επίκεντρο για 36η χρονιά η γούνα Καστοριάς
Η γούνα είναι από τα πιο … πράσινα είδη που υπάρχουν, δήλωσε ο κ. Γκιάτας, τονίζοντας ότι το σύνολο της παραγόμενης πρώτης ύλης είναι ελεγχόμενο, δεδομένου ότι προέρχεται από φάρμες, ενώ το τελικό προϊόν είναι απολύτως οικολογικό.
Στο πλαίσιο των δράσεων για την προώθηση της γούνας εντάσσεται και η γιορτή που θα γίνει στο διάστημα 5-8 Μαΐου, στην Καστοριά.
Στη φετινή 36η Διεθνή Έκθεση γούνας συμμετέχουν 155 ξένοι και Έλληνες εκθέτες, από 135 πέρυσι, ενώ η διοργάνωση θα καλύπτει έκταση 7.700 τμ, σε σύνολο 10.000 τμ. Οι ξένοι εκθέτες προέρχονται από Ρωσία, Ιταλία, Τσεχία, Γερμανία, Αμερική, Καναδά και Φιλανδία, ενώ σύμφωνα με τον κ. Γκιάτα, ο σύνδεσμος θα ναυλώσει και φέτος δύο πτήσεις τσάρτερ, προκειμένου να φέρει στην Καστοριά 280 εμπορικούς επισκέπτες από τη Ρωσία.
Επισημαίνεται ότι πέρυσι την έκθεση επισκέφθηκαν 12.000 άτομα, από τους οποίους οι 750 αφορούσαν εμπορικούς επισκέπτες, ενώ σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του συνδέσμου στη διάρκεια της διοργάνωσης «κλείστηκαν πολλές συμφέρουσες συνεργασίες για τους Έλληνες γουνοποιούς».
Συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα
Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου εντάσσεται η επιχειρηματικότητα των Ελλήνων γουνοποιών και η διείσδυση τους στις αγορές (παράγουμε το 8% της παγκόσμιας παραγωγής και διακινούμε περίπου το 30%), καθώς και ο μέσος όρος ηλικίας των επιχειρηματιών. Συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελεί, επίσης, η συγκέντρωση σε μια μικρή γεωγραφική περιοχή όλων των συντελεστών παραγωγής, αλλά και η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, με ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά ποιότητας, τεχνοτροπίας και χρόνου παραγωγής. Άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι η χρήση ανανεώσιμης, φυσικής πρώτης ύλης, χωρίς κατάλοιπα για το περιβάλλον, οι υποδομές της περιοχής (οδικό δίκτυο, σύγχρονες νέες εγκαταστάσεις για πολλές επιχειρήσεις) και οι δυνατότητες καθετοποίησης παραγωγής: νέες επενδύσεις από 35 επιχειρήσεις στον τομέα του πρωτογενούς τομέα (φάρμες, δύο νέα σύγχρονα μεγάλα φινιριστήρια-βαφεία τα οποία είναι ακόμη στην φάση της έναρξης λειτουργίας).
Στα μειονεκτήματα του κλάδου, το πρώτο και πιο βασικό είναι η έλλειψη κεφαλαίων-ρευστότητας, ιδίως σε σχέση με τον έντονα και συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα. Μειονέκτημα αποτελούν και τα σχετικά μικρά μεγέθη των επιχειρήσεων, αλλά και η έλλειψη κατοχύρωσης του επαγγέλματος και του ελληνικού “brand name”.