Γι’ αυτή τη μικρή γλωσσική πραγματεία έφταιγε μια ψηλή ξανθιά Ρουμάνα. Καμία διάθεση δεν είχα να κάνω τέτοια μελέτη, αλλιώς είχε ξεκινήσει η ιστορία. Μ’ ένα ταξίδι και μια κατηγορηματική άρνηση… στον φίλο μου: «Εγώ γυναίκα δεν θέλω. Αυτό το άγχος, μόλις περάσουμε τα σύνορα ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για πουτάνες, είναι σαχλό χάσιμο χρόνου και βλακώδης σπατάλη δυνάμεων. Ειδικά αν έχεις δοκιμάσει την κακομοιριά που αποπνέει το σκηνικό, θεωρώ μέγιστη χαζομάρα την επανάληψη του. Παρά τη λαμπερή βιτρίνα τους, αυτές οι κοπέλες που τις τραβολογάνε οι νταβατζήδες στους διαδρόμους των ξενοδοχείων πολυτελείας, είναι για λύπηση. Κι έπειτα, δεν έχουμε βρε αδερφέ τόση ανάγκη για σεξ ώστε να ορμήσουμε σαν λιγούρηδες επειδή έτυχε να βρεθούμε μια βραδιά εκτός σπιτιού.» Αυτά έλεγα στον φίλο μου, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Ήθελε σώνει και καλά να βρει γυναίκα. Θεωρούσε αδιανόητο να περάσουμε μια νύχτα στο Βουκουρέστι και να μην κάνουμε τίποτα. Έβλεπε τις πανύψηλες Ρουμάνες να πηγαινοέρχονται στο λόμπυ του ξενοδοχείου και τρελαινόταν: «Όλες αυτές που βλέπεις κάνουνε βίζιτες» μουρμούραγε. Ήταν δυο χρόνια μετά την κατάρρευση του Τσαουσέσκου, εποχές απόλυτης εξαθλίωσης για τη χώρα. Η ζώνη τού πρώην Υπαρκτού Σοσιαλισμού είχε ήδη καταγραφεί ως ερωτικός παράδεισος κι εμείς είχαμε καταφθάσει εκεί ως Μπρούκληδες. Που να φανταζόμασταν ότι θα ερχόταν εποχή που θα γελούσαν με τα οικονομικά μας χάλια ακόμα κι οι Ρουμάνες πουτάνες. Ας είναι… Δεν είμαι ηθικολόγος. Απλώς αυτή η βίζιτα του μεγάλου ξενοδοχείου έχει καταγραφεί στο μυαλό μου ως ψυχρή αθλιότητα. Κακομοιριά της παρόχου υπηρεσιών και του πελάτη. Δε θυμάμαι με λεπτομέρειες, μπορεί να ήταν γενικώς πεσμένα τα κέφια μου εκείνη τη χρονική στιγμή, πάντως γυναίκα επί πληρωμή δεν γούσταρα. Μη νομίσετε επίσης ότι ο φίλος μου ήταν κανένας άθλιος τύπος. Ένας συλλέκτης εμπειριών ήταν που δεν ενοχλούσε κανέναν κι είχε ονειρευτεί κάπως αυτό το ταξίδι. Είχαμε σύγκρουση προθέσεων, ήταν φανερό. Πήγε στη ρεσεψιόν και ζήτησε συντροφιά. Ο υπάλληλος είπε αρχικά ότι απαγορεύεται, αλλά με τριάντα δολλάρια σήκωσε το τηλέφωνο, μίλησε με κάποιον και μας είπε να περιμένουμε στο μπαρ. Εκεί χρησιμοποίησα το έσχατο επιχείρημα μου: «Ρε συ, εδώ το AIDS θερίζει. Το καθεστώς είχε αφήσει τον πληθυσμό χωρίς ενημέρωση. Που πάς; Τρελός είσαι;» Κούνησε το κεφάλι του: «Γιατί; Στο στόμα θα τη φιλήσω;» Μετά έβγαλε από το τσαντάκι του ένα κουτί προφυλακτικά και το κούνησε μπροστά μου. «Θα τα βάλω διπλά» γέλασε. Ο νταβατζής ήρθε γρήγορα, σέρνοντας μια ψηλή αδύνατη ξανθιά. Ωραία κοπέλα, ούτε είκοσι χρονών. «Είδες ρε, πόσο μαλάκας είσαι;» τον άκουσα να μου λέει (η πρώτη έννοια του μαλάκα, με μια βαθιά υπεροπτική χροιά), καθώς έφευγε με τη μικρή προς το δωμάτιο. Βλέποντας τη φιγούρα της να λικνίζεται, μπορεί και να του ‘δωσα δίκιο. Μετά παρήγγειλα ένα ποτό. Η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε σε λιγότερο από μια ώρα. Ο φίλος μου είχε όρθια μαλλιά, τρέμουλο στα χέρια και μια έκφραση απόγνωσης στο πρόσωπο. Τον ρώτησα γιατί ήταν φρικαρισμένος. Υπέθεσα ότι τον κλέψανε ή κάτι τέτοιο. Αλλά έκανα λάθος. Τα πράγματα ήταν σοβαρότερα. «Έβαλα το προφυλακτικό και μπήκα μέσα της προσέχοντας να μην πλησιάσω το στόμα μου στο δικό της. Κι εκεί που της πιπιλούσα το στήθος, νιώθω κάτι γλυκερό στη γλώσσα μου. Απομακρύνομαι παραξενεμένος απ’ το βυζί, πιέζει αυτή τη θηλή της και βλέπω να βγαίνει μια σταγόνα γάλα. Τρελάθηκα. Μετά αρχίζει να μου κλαίγεται σε σπαστά Αγγλικά ότι έχει δύο μηνών παιδί και να με παρακαλά να της δώσω κρυφά άλλα είκοσι δολάρια για το μικρό, διότι την πληρωμή της την παίρνει ο νταβατζής.» Έβαλα τα γέλια, διότι δεν συνειδητοποίησα αμέσως αυτό που σκεφτόταν ο φίλος μου: «Ε, εντάξει» είπα, «είναι φρικτό να υποχρεώνουν μια γυναίκα που μόλις γέννησε να κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά τι να κάνουμε τώρα; Δεν έφταιγες εσύ. Ήπιες και μια γουλιά γάλα, δεν χάλασε ο κόσμος.» Με κοίταξε με βλέμμα τρελού: «Είσαι τελείως μαλάκας ρε; ( η δεύτερη έννοια του μαλάκα, αυτή της οργισμένης απόγνωσης). Αν είχε AIDS, το ‘χω αρπάξει σίγουρα αφού ήπια το γάλα της. Πω πω!!!» Στη συνέχεια άρχισε να στολίζει με κοσμητικά τη Ρουμάνα μάνα, τον νταβατζή, τον νεκρό Τσαουσέσκου κι όποιον άλλον μπορούσε να θυμηθεί. Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο μονολογώντας: «Ρε, τι μαλάκας είμαι! Τι μαλάκας!» (η τρίτη έννοια του μαλάκα, η αυτοκριτική ούτως ειπείν.) Ο φίλος μου πέρασε τους χειρότερους δύο επόμενους μήνες της ζωής του. Τότε δεν ξέραμε ότι το AIDS μεταδίδεται πρωτίστως με το αίμα κι όχι απλά με τα σωματικά υγρά. Μέχρι να βεβαιωθεί ότι η Ρουμάνα δεν είχε AIDS ή έστω ότι δεν του το κόλλησε, κόντεψε να τρελαθεί. Ευτυχώς που δεν είχε οικογένεια, γιατί θα είχε αυτοκτονήσει. Όσο θαρραλέος ήταν ο μπαγάσας στη διαπραγμάτευση με τους ρεσεψιονίστ και τους νταβατζήδες, τόσο λιπόψυχος ήταν στην πιθανότητα να άρπαξε κάτι. Καμία μοιρολατρία, καμία φιλοσοφική αντιμετώπιση του πιθανού επερχόμενου. Μόνο πανικός. Με τσάκισε μέχρι να περάσει ο ενδεδειγμένος χρόνος, να κάνει τη ρημάδα την εξέταση και να ηρεμήσει. Από τότε, η λέξη «γάλα» αποτελεί σήμα κατατεθέν κάθε επικοινωνίας μας. Όποτε βρω κατάλληλη αφορμή, τον πειράζω αλύπητα. Παλιότερα τσαντιζόταν γιατί ήθελε να απωθήσει το περιστατικό από τη μνήμη του, αλλά με την έλευση της σοφίας των 60 χρόνων του, οι αντιδράσεις του λειάνθηκαν επαρκώς. Πρόσφατα, μόλις διάβασα ένα συγκινητικό κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου για την κορούλα του με τίτλο «ταϊζω ένα μωρό», δεν άντεξα και τον πήρα τηλέφωνο: «Ρίξε μια ματιά σ’ αυτό το κείμενο» του είπα. «Γιατί; Τι σχέση έχω εγώ με μωρά;» ρώτησε ψυλιασμένος. «Ξέρεις, καταλήγει με μια υπέροχη φράση που θα σ’ αρέσει. Τη φράση, κι όλος ο κόσμος γίνεται γάλα.» Ακολούθησε μια μικρή παύση και η απάντηση του συνοδευμένη από ένα κουρασμένο γελάκι: «Τι μαλάκας είσαι ρε…» (Ιδού και η τέταρτη έννοια του μαλάκα, η γεροντο-ανακουφιστική κατά μία έννοια).