Μια τυπική Κυριακή στο γουναράδικο… (Διήγημα)

Εμείς οι γουναράδες οπότε έχουμε αναδουλειές τα φορτώνουμε στον καιρό: “Δεν έκανε κρύο στη Μόσχα φέτος”, “δεν χιόνισε ακόμα στην Αγία Πετρούπολη” και λοιπά χαριτωμένα που τις περισσότερες φορές ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα και τα αίτια της εκάστοτε κρίσης. Κι όταν θέλουμε να ελπίζουμε σε μια καλή σεζόν κάνουμε τους μετεωρολόγους ή μάντεις και λέμε: “φέτος ο χειμώνας θα είναι βαρύς επειδή το καλοκαίρι ήταν υπερβολικά ζεστό, επειδή τα πουλιά μετανάστευσαν νωρίς και δε συμμαζεύεται. Κι όμως, για άνθρωποι που παρακαλάμε για κρύο δεν το γουστάρουμε καθόλου. Έτσι και ο Μιχάλης που κατέβαινε την Μητροπόλεως¹ σκυφτός με σηκωμένο το γιακά του παλτό του καταριόντας το κρύο που διαπερνούσε το πετσί του.

“Απρίλης γαμώ την τρελά μου, σε λίγο Πάσχα” μουρμούρισε συνεχίζοντας σκυφτός. Το κρύο στο κεφάλι έκανε εντονότερο τον πονοκέφαλο, συνέπεια της χθεσινής κατάποσης κρασιού. Είχε κι άλλο λόγο όμως να είναι κακόκεφος. Δούλευε σε ένα εργαστήριο γουναρικής που έπαιρνε φασόν2 για άλλες εταιρίες και του είπε το αφεντικό να τσακιστεί τρέχοντας στη δουλειά. Το καλό σενάριο θα ήταν να βγήκε μια καινούρια παραγγελία και να έπρεπε να βγάλουν μερικά παλτά στα γρήγορα. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να δουλέψεις είκοσι ώρες σερί για να προλάβεις να τα παραδώσεις εγκαίρως. Αλλά αν ο πελάτης είναι καλός τον εξυπηρετείς. Και φυσικά πληρώνεσαι. Μη φανταστείτε κάτι έξτρα. Τα στάνταρ.
Το κακό σενάριο θα ήταν να πήγε κάτι στραβά με την τελευταία παραγγελία και να πρέπει να τα ξηλώσει και να τα κάνει από την αρχή. Αυτά τα διορθώματα είναι ότι χειρότερο. Στη δουλειά μας δεν τα πληρωνόμαστε αυτά. Είναι διπλή δουλειά αλλά παίρνεις μόνο τα συμφωνηθέντα. Μπορεί τη μαλακία να την έκανε ο μοντελίστ3 ή ο κοφτάς4 και συ να μην έφταιγες, αλλά πληρώνεις τη νύφη δουλεύοντας υπερωρίες χωρίς πληρωμή για να διορθώσεις τη ζημιά. Η γούνα είναι πολύ ακριβό προϊόν και υπάρχει μια κατανόηση από όλους όταν κάτι πάει στραβά.
Υπήρχε ένα ακόμα τρίτο χείριστο σενάριο αλλά δεν ήθελε ούτε καν να το σκέφτεται.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή και άναψε ένα τσιγάρο για να του αποσπάσει την προσοχή από το κρύο και τις αρνητικές σκέψεις. Σήκωσε το κεφάλι
του και αγνάντεψε τον ουρανό. Ο Μιχάλης πρέπει να ήταν κοντά στα εικοσιπέντε. Είχε ατημέλητα μαύρα μαλλιά, ήταν σχετικά ψηλός και αδύνατος. Στο πρόσωπο του έβλεπες να σχηματίζονται έντονα τα ζυγωματικά, μια γαμψή μύτη αλλά και μεγάλα μαύρα ματιά. Δεν ήταν ο τυπικός γόης αλλά μπορούσες να καταλάβεις γιατί τα κοριτσάκια στην γειτονιά του στην Βαλαλά5 συνέχεια τον γλυκοκοίταζαν. Αυτός όμως δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τα πειράγματα τους. Οι κακές γλώσσες τον θέλαν να μην του αρέσουν οι γυναίκες. Κοιτώντας τον όμως μπορούσες να συμπεράνεις ότι ήταν απλά κλειστός χαρακτήρας, ίσως και λίγο ντροπαλός

Το εργαστήρι ήταν στη Χριστοπούλου6, κοντά στο δημοτικό σχολείο. Όπως περνούσε σκυφτός του έκανε εντύπωση που δεν άκουσε τις παιδικές φωνές όπως κάθε πρωί που πήγαινε στη δουλειά. Χάρηκε λίγο γιατί δεν του αρέσουν τα πρωινά γέλια και παιχνίδια ενώ πάει για δουλειά και μάλιστα πριν πιει τον πρώτο καφέ της μέρας. Σχεδόν του φύγε ένα χαμόγελο, γρηγορά όμως του γύρισε σε μια γκριμάτσα όταν θυμήθηκε ότι είναι Κυριακή, το σχολείο είναι κλειστό και κανονικά δεν έπρεπε να είναι εκεί. Χτύπησε το κουδούνι και στάθηκε τεντώνοντας τον λαιμό του για να τον δουν από το ματάκι της πόρτας. Αν και είχε κανονικά ένσημα σαν εργαζόμενος, υπήρχαν μερικοί στο προσωπικό του μαγαζιού που δεν είχαν, οπότε είχαν τους λογούς τους να είναι επιφυλακτικοί σε ποιον ανοίγουν την πόρτα, καθώς τα πρόστιμα είναι τσουχτερά. Χώρια που είναι τέτοια η αξία του εμπορεύματος, που ένα μικρό εργαστήριο 20τ.μ. θα μπορούσε να είχε δέρματα και παλτά αξίας όσο μια μεζονέτα στο Κολωνάκι.

Η πόρτα άνοιξε και τον υποδέχθηκε κεφάτος ο Ηλίας με την ποδιά γεμάτη τρίχες. Αυτό το παιδί συνέχεια μες την τρελή χαρά είναι. Και τις Δευτέρες και τις Παρασκευές και απ’ ότι φαίνεται και τις Κυριακές.
“Καλώς το παιδί” φώναξε για να ακούσουν και οι υπόλοιποι που δούλευαν, αλλά ο Μιχάλης απλά μουρμούρισε “καλημέρα” και μπήκε μέσα. Δεν είχε διάθεση να βρίσκεται εκεί και ήθελε να το γνωρίζουν όλοι. Στο βάθος σκυφτός πάνω από το τεζιάκι7 ήταν το αφεντικό, ο μπάρμπα Γιάννης. Ήταν κοντά στα 60, μέτριο ύψος, γεροδεμένος και αρκετά ευκίνητος για τα χρόνια του και τα κιλά του. Εκείνη τη στιγμή έκοβε ένα παλτό βιζόν και ήταν συγκεντρωμένος στη δουλειά του που δεν έδωσε σημασία στον Μιχάλη που μπήκε. Ο Μιχάλης έβγαλε το παλτό του, φόρεσε την ποδιά του και προχώρησε προς την καφετιέρα οπού σερβιρίστηκε μια κούπα καφέ. Ήπιε μια γουλιά, περίμενε μισό λεπτό να νιώσει την επήρεια της καφεΐνης και μετά ρώτησε: “Τι έχουμε;”
Στις Σούξες8 δουλεύαν άλλοι δύο αλλά εκτός από κάποιο νεύμα για καλημέρα νωρίτερα δεν του απάντησαν, μάλλον επειδή οι μηχανές έκαναν αρκετό θόρυβο και δεν τον άκουσαν. Μόνο ο Ηλίας έδωσε σημασία και του απάντησε αδικαιολόγητα κεφάτος
“Πέντε παλτά παραγγελία, μέχρι αύριο”.
“Αύριο;; Δεν παίζει να προλάβουμε. Πότε θα στεγνώσουν; Ο ήλιος θα ξαναβγεί σε κάνα δίμηνο”
“Μην ανησυχείς θα βάλουμε το σεσουάρ” απάντησε.
Η ειδικότητα του Μιχάλη ήταν σταματωτάς. Όταν τα διαφορά μέρη του γουναρικού όπως σώμα, μανίκια, γιακάς κτλ. είναι έτοιμα ραμμένα ο σταματωτάς αναλαμβάνει να τα στερεώσει στη σταματούρα9 με στέηπς10, ώστε να πάρουν το σχήμα του πατρόν11. Όταν σταματώνονται τα παλτά βγάζουμε τις σταματούρες στον ήλιο για να στεγνώσουν. Συνήθως τις μετακινούμε κατά τη διάρκεια της μέρας κυνηγώντας τις ακτίνες του ηλίου. Όταν όμως δεν έχει ήλιο τις βάζουμε στο ‘φούρνο’, μια συσκευή με λάμπες πυρακτώσεως που χωράει μια η δυο σταματούρες. Μόνο που εμείς στο εργαστήριο δεν είχαμε φούρνο. Όταν δεν βιαζόμαστε τα αφήνουμε απλά να στεγνώσουν φυσικά, αλλά τώρα θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε τα σεσουάρ. Δεν πρόκειται περί κάποιας ειδική εξεζητημένη συσκευής γουναρικής αλλά για συνηθισμένα σεσουάρ για τα μαλλιά. Θέλει αρκετή υπομονή να στεγνώσεις εάν παλτό με σεσουάρ, ποσό μάλλον πέντε. Σε πολλές περιπτώσεις μετά τα δύο-τρία παλτά το σεσουάρ τα έφτυνε λόγω υπερθέρμανσης.
“Ας ελπίσουμε να μην τα παίξουν τα σεσουάρ γιατί δε θα βρούμε ανοικτό μαγαζί Κυριακάτικα να πάρουμε άλλο” είπε ο Ηλίας, απαντώντας όλως περιέργως στις σκέψεις του Μιχάλη.

‘Τουλάχιστον βγήκε το καλό σενάριο από τα τρία’ συνέχισε να σκέφτεται ο Μιχάλης, σε μια μάλλον υπερβολικά ατυχή δόση αισιοδοξίας όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, και έπιασε δουλειά. Το ραδιόφωνο έπαιζε ελαφρολαϊκά όπως πάντα. Τα σιχαινόταν, προτιμούσε να ακούει Stones, Doors, οτιδήποτε σε κλασικό ροκ και σιγουρά όχι ελληνικά. Μετά από λίγα χρόνια στη δουλειά βέβαια μαθαίνεις να αγνοείς ό,τι και να παίζει, αποκτάς κατά κάποιο τρόπο ανοσία. Οι ώρες περνούσαν και όσο υπήρχαν τσιγάρα και αρκετός καφές ο Μιχάλης δε διαμαρτυρόταν.

Όπως τα παλιά αρχοντικά της Καστοριάς που ήταν εργαστήρια στο ισόγειο και κατοικία πάνω, έτσι είναι και τώρα κάποιες μονοκατοικίες όπου συνήθως τα υπόγεια γίνονται εργαστήρια. Έτσι και το σπίτι του αφεντικού ήταν πάνω από το εργαστήριο. Κάνανε δύο διαλείμματα για φαγητό. Και τις δύο φορές κατέβηκε η μοναχοκόρη του μπάρμπα Γιάννη με το δίσκο να τους φιλέψει. Δεν το συνήθιζε αυτό ο μπάρμπα Γιάννης, αλλά μάλλον το έκανε για να τους ευχαριστήσει που ήρθαν κυριακάτικα να δουλέψουν. Την πρώτη φορά που κατέβηκε η Χριστίνα, ένα όμορφο αδύνατο και σεμνό πλάσμα δεκαεννιά Μαΐων, με ίσια μακριά μαύρα μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια ίδια με του πατέρα της, φορούσε ένα εκρού λουλουδάτο φορεματάκι – που μάλλον το φορούσε το πρωί στην εκκλησία – και γέμισε τον χώρο με μυρωδιές από κεφτεδάκια, γλυκό του κουταλιού και ένα φανταστικό άρωμα που δεν προερχόταν από τον δίσκο που κρατούσε στα χέρια της αλλά από την ίδια, ένα άρωμα που μάλλον της το είχε πάρει ο πατέρας της σε ένα από τα συνήθη ταξίδια του στο εξωτερικό. Ο Μιχάλης προσπάθησε να το παίξει αδιάφορος αλλά του ήταν σχεδόν αδύνατο. Πέρασε από δίπλα του και έκλεψε διακριτικά μια βαθιά ρουφηξιά από το άρωμα της χωρίς όμως να σηκώσει το βλέμμα του για να μην προδοθεί, και στην συνέχεια την ευχαρίστησε όπως και το υπόλοιπο προσωπικό για το γεύμα. Έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση και έφυγε. Ο μπάρμπα Γιάννης πλησίασε τον Μιχάλη, τσίμπησε ένα κεφτεδάκι με το χέρι και τον ρώτησε: “Σ ‘αρέσει;”. Το αίμα του Μιχάλη πάγωσε. Δεν είναι μόνο που ο μπάρμπα Γιάννης είναι αφεντικό του, αλλά το παρουσιαστικό του είναι πολύ επιβλητικό και πολλές φορές τον τρομάζει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που όλοι κάθονται σούζα όταν τους μιλάει, ούτε ότι τρέχουν πανικόβλητοι οπότε τους φωνάξει. Και όταν έχει νεύρα όλοι σκύβουν το κεφάλι και κατεβάζουν τα αυτιά σαν ένοχα κουτάβια.
“Ορίστε”; ρώτησε αγχωμένα ο Μιχάλης, όχι επειδή δεν άκουσε αλλά για να κερδίσει χρόνο.
“Σ ‘αρέσει λέω;” επέμεινε ο Μπάρμπα Γιάννης. “Η μήπως δε σ ’αρέσει η μαγειρική της γυναίκας μου;”.
“Ω όχι” είπε ο Μιχάλης “είναι πολύ ωραία” εμφανώς ανακουφισμένος για το πραγματικό περιεχόμενο της ερώτησης.
“Είναι καλή μαγείρισσα” του είπε, “αλλά δεν μπορεί να πετύχει τα αυγά μάτια” και γέλασε. Γύρισε την πλάτη του και συνέχισε να γελάει μέχρι να φτάσει στο τεζιάκι.
Ο Μιχάλης στερέωσε το σεσουάρ στα ποδιά μιας καρέκλας, μια πατέντα που είχε μάθει στο προηγούμενο μαγαζί που δούλευε, ώστε να συνεχίσει αυτό να στεγνώνει το παλτό όσο θα έτρωγε, και έπιασε ανακουφισμένος το πιρούνι.

Το δεύτερο διάλειμμά το κάνανε στις οκτώ. Κατέβηκε και πάλι η Χριστίνα, αυτή τη φορά με τζιν παντελόνι και τα μαλλιά μαζεμένα κοτσίδα. “Για που το βαλες πάλι;” είπε αυστηρά ο πατέρας της. “Θα πάω με τα κορίτσια στο Ολύμπιον12“.
“Μην το παρακάνεις σαν χθες”
Το βλέμμα της γλίστρησε άθελά της στα ατημέλητα μαλλιά του Μιχάλη και σχεδόν άμεσα το διόρθωσε ώστε να κοιτάζει τον παλαιών αρχών πατέρα της στα μάτια:
“Όχι μπαμπά μου, δε θα αργήσω”.
“Καλά, πέρνα από εδώ να σε δω όταν γυρίσεις” της είπε προσπαθώντας να μην μαλακώσει πολύ και τον καταλάβει.
“Καλά μπαμπάκα” είπε αυτή και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Οι άμυνές του είχαν πλέον καταρρεύσει. Ήταν προφανές ότι της είχε τρομερή αδυναμία.
“Περίμενε” την σταμάτησε πριν φύγει, και την πλησίασε για να της βάλει διακριτικά ένα εικοσάρι στην τσέπη.
Αφού φάγανε αυγά τηγανητά – τα οποία παρεμπιπτόντως δεν ήταν τόσο άσχημα όσο έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης – με σαλάτα και φέτα, συνέχισαν την δουλειά να βγάλουν τα τελευταία δυο παλτά της παραγγελίας. Κατά τις δέκα έφυγαν οι μηχανικοί13, και στις έντεκα έδιωξε τον Ηλία, λέγοντας του πως θα μόνταρε αυτός το τελευταίο παλτό. Αν και ο Ηλίας αντιστάθηκε λέγοντας οτι δεν έχει προβλημα να περιμένει και επεσήμανε του μπαρμπα Γιάννη ότι έχει να μοντάρει από τότε που τα ρακούνια14 ήταν στη μόδα, τα μάζεψε και έφυγε άρον-άρον όταν του γρύλισε να πάει στο καφενείο να τα πρήξει σε κάναν άλλο με τα ανέκδοτα του. Με το που έκλεισε την πόρτα ο Ηλίας και ακούστηκε να φεύγει γοργά, σχεδόν τρέχοντας, ο μπάρμπα Γιάννης λύθηκε στα γέλια. Μπορεί να ήταν λίγο χαζούλης αλλά τον συμπαθούσε πολύ, τον είχε και χρόνια στη δούλεψή του. Αφού ηρέμησε λίγο ρώτησε τον Μιχάλη – που πλέον είχαν μείνει μόνοι τους – με μια μικρή δόση τύψης: “Λες να το παράκανα”;
” Μπα” του απάντησε, “το πρωί πάλι θα μας τα ζαλίσει”.
Ο Μιχάλης πλέον προσπαθούσε να στεγνώσει το τελευταίο παλτό με το σεσουάρ και ο μπάρμπα Γιάννης χαλάρωνε με ένα ποτήρι βότκα περιμένοντας να ξεκαρφωθεί το παλτό να το μοντάρει. Οι παλιοί γουναράδες έχουν μια αδυναμία στη βότκα. Όλοι τους έχουν μια ιστορία με κάποιον Ρώσο ή Ουκρανό πελάτη που βγήκαν έξω, άνοιξαν δύο-τρία μπουκάλια ,”από την καλύτερη που έχει το μαγαζί”, και γίναν χάλια με αστεία πάντα κατάληξη.
“Θέλεις και συ ένα”; του είπε.
“Μήπως υπάρχει ουίσκι”;
“Έχω” είπε και του σέρβιρε. “Στην υγειά μας” είπε και έκατσε απέναντι του μετά τον ήχο που έκαναν τα ποτήρια που τσούγκρισαν.
“Πόσα χρόνια είσαι εδώ” τον ρώτησε.
“Τέσσερα χρόνια αφεντικό” απάντησε.
“Αφεντικό έχεις μόνο τη καρδιά σου” είπε σοβαρός. “Όταν παντρευτείς όμως θα έχεις αφεντικό τη γυναίκα σου” συμπλήρωσε και γελάσανε αυθόρμητα και οι δύο. “Εγώ είμαι απλά εργοδότης σου, σου είπα χίλιες φορές να με λες Γιάννη”.
“OK” απάντησε μονολεκτικά ο Μιχάλης, εμφανώς ευχαριστημένος για το δέσιμο που αποκτούσαν ξαφνικά. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Χριστίνα. Συναντήθηκε το βλέμμα της με του Μιχάλη και απότομα και οι δυο γυρίσαν το κεφάλι σε αντίθετες κατευθύνσεις. “Ήρθα μπαμπά”
“Πώς πέρασες”; την ρώτησε.
“Πολύ ωραία αν και το έργο ήταν μάπα”. Κοίταξε το ποτήρι του πατέρα της και αλλάζοντας ψυχοσύνθεση αμέσως του είπε θυμωμένα:
“Βότκα είναι αυτή; Τί σου είπε ο γιατρός; Θα σου ανέβει η πίεση πάλι”.
“Έλα ηρέμησε” της είπε, “ένα ποτηράκι εδώ με τον Μιχαλάκη, να χαλαρώσουμε τώρα που τελειώνουμε”.
“Καλά αλλά μην πιείς άλλο”.
“Εντάξει αλλά μην το πεις στη μανά σου” είπε και συνειδητοποίησα ότι δεν αστειευόταν και τόσο πριν όταν μιλούσε για αφεντικά μετά το γάμο.
“Καλά δεν θα το πω” είπε και γύρισε προς το Μιχάλη:
“Μην τον αφήσεις να πιει άλλο, σε ορίζω υπεύθυνο”.
“Εντάξει” της είπε ο Μιχάλης και της έσκασε ένα χαμόγελο. Φίλησε τον μπαμπά της όπως ήταν καθιστός στο μέτωπο, τους καληνύχτισε και έφυγε χαμογελώντας του πίσω.
Ο μπάρμπα Γιάννης στράγγισε το ποτό του, σηκώθηκε αργά και έπιασε το μπουκάλι να βάλει ακόμα ένα. Ο Μιχάλης έκανε μια κίνηση με το χέρι και προσπάθησε να πει κάτι για να τον σταματήσει, όπως υποσχέθηκε μόλις πριν από λίγο στην Χριστίνα, αλλά γρηγορά συνειδητοποίησε ποσό μάταιο θα ήταν και έπνιξε τη μιλιά του.
“Είπες κάτι;”
“Ε όχι… εεεε … Βασικά θα ήθελα λίγο ακόμα ουίσκι” είπε και άπλωσε το ποτήρι του.
Τον σέρβιρε με ευχαρίστηση.
“Γεια μας” είπε άλλη μια φορά και τσούγκρισαν πάλι τα ποτήρια τους. Στάθηκε, κοίταξε σκεπτικός την πόρτα που έκλεισε πριν λίγο η μονάκριβη κόρη του, και άφησε να του φύγει ένας αναστεναγμός.
“Την αγαπάς”; ρώτησε.
Αν πριν είχε παγώσει τώρα σίγουρα το αίμα του είχε φθάσει σε τόσο χαμηλές θερμοκρασίες όπου και να σκεπαζόταν με όλα τα γουναρικά του μαγαζιού πάλι θα έτρεμε.
“Ορίστε;” είπε πάλι, όχι μόνο για να κερδίσει χρόνο αυτή τη φορά, αλλά με την ελπίδα να παράκουσε. Το χειρότερο από τα τρία σενάρια είχε αναδυθεί από το πουθενά, σαν προϊστορική λιμνοκαλύβα στον Λιμναίο Οικισμό15
“Λες να ξέρει;;; λες να μας είδε;;;” σκέφθηκε τρομαγμένος. “Μήπως του το σφύριξε κάποιος;;”
“Την αγαπάς;” ρώτησε πάλι ο μπάρμπα Γιάννης επιβεβαιώνοντας την ακοή του συνομιλητή του.
“Τη δουλειά σου… την αγαπάς τη δουλειά σου;” συμπλήρωσε και φάνηκε να διασκεδάζει με την αγωνία του Μιχάλη.
‘Όχι δεν μπορεί τέτοια σύμπτωση…. Δεύτερη φορά σήμερα… Δεν μπορεί… Ξέρει!!’ σκέφτηκε ο Μιχάλης, κατέβασε το βλέμμα και τα αυτιά σαν κανίς και σχεδόν ψευδίζοντας ψέλλισε:
“Την… Την αγαπώ… “

Επεξηγήσεις/Λεξικό:

1. Κεντρική οδός στην πόλη της Καστοριάς
2. Επίσης γνωστή ως ‘Εργολαβία’, κατασκευάζοντας γουναρικά για άλλους και όχι για το μαγαζί σου ή την βιτρίνα σου
3. Ή αλλιώς ‘πατρονίστ’. Σχεδιαστής ενδυμάτων, που αναλαμβάνει τη δημιουργία ‘πατρόν’ ή αλλιώς μοντέλων, βάση των οποίων δημιουργούνται τα γουναρικά
4. Ο κοφτάς αναλαμβάνει να ‘καταστρώσει’ και να ετοιμάσει για ράψιμο το γουναρικό, φροντίζοντας όλες τις λεπτομέρειες, όπως πχ ποιο δέρμα θα μπει σε ποιο μέρος του σώματος κτλ.
5. Οδός που αποτελεί συνέχεια της Μητροπόλεως
6. Οδός στην περιοχή Απόζαρι της Καστοριάς, στην Βόρεια παραλία.
7. Πάγκος εργασίας σε εργαστήρι γουναρικής
8. Είναι οι πιο συνηθισμένες μηχανές γουναρικής. Το όνομά τους είναι παράφραση του «Success» που είναι η πραγματική ονομασία τους.
9. Μια μεγάλη ορθογώνια τάβλα, συνήθως κόντρα πλακέ, όπου χρησιμοποιείται για το ‘σταμάτωμα’ των γουνοδερμάτων και παλτών.
10. Συρραπτικά. Παράφραση του αγγλικού «staples»
11. Δες το ‘3’.
12. Ο παλιός και μοναδικός κινηματογράφος της πόλης της Καστοριάς, που το 2014 έκλεισε. (σ.σ. – και άνοιξε ξανά υπό νέα διεύθυνση το 2021).
13. Μηχανικοί γούνας λέγονται οι χειριστές των μηχανών γουναρικής, αυτοί που ράβουν.
14. Γούνινα παλτά από ρακούν.
15. Προϊστορικός οικισμός στη Λίμνη της Καστοριάς

Πηγή

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria