Ο Νίκος Γιούτσος, χρειάστηκε να «ταξιδέψει» από το ανταρτοχώρι της Καστοριάς όπου γεννήθηκε, μέχρι το προσφυγοχώρι «Μπελογιάννης» στην Ουγγαρία για να επιστρέψει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και τελικά να καταλήξει στο Λιμάνι του. Στον Ολυμπιακό. Ο Μικλς Γιούτσοφ, όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία, έγινε ένας θρύλος του Θρύλου και από χθες που έφυγε από τη ζωή, η ερυθρόλευκη οικογένεια είναι βυθισμένη στο πένθος. Ο Γιούτσος, δεν ήταν ένα απλό μέλος της. Ήταν το «ουγγαρέζικο άλογο» που κάλπαζε στις αντίπαλες άμυνες για να τις διαλύσει, να βάλει γκολ, να αποθεωθεί και να κάνει τους οπαδούς του Ολυμπιακού να φωνάζουν «Έμπαινε Γιούτσο»!
«Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν»
Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1941 σε ένα σλαβόφωνο χωριό της Καστοριάς, το Μακροχώρι που μέχρι το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι. Το χωριό βομβαρδίστηκε δίχως έλεος, από τον κυβερνητικό στρατό που είχε τη βοήθεια των Αμερικανών, την περίοδο του εμφυλίου. Συνολικά 89 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι αντάρτες του ΔΣΕ παίρνουν 219 παιδιά και τα μεταφέρουν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ προκειμένου να τα προστατεύσουν. Είναι η εποχή που η αντίπαλη παράταξη έκανε λόγο για «παιδομάζωμα των κομμουνιστών». Ο ίδιος ο Γιούτσος σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ» είχε δώσει τη δική του εκδοχή: «Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ήταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μη σκοτωθούμε, γιατί μας βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».
Ο πατέρας του Νίκου, ο κυρ Λεωνίδας, είχε πεθάνει λίγα χρόνια νωρίτερα. Η μητέρα του, η Μαρία τον αποχωρίστηκε ένα πρωινό του 1948 μαζί τη μεγαλύτερη κόρη της, την Τραγιανή. Τα δυο παιδιά μεταφέρθηκαν στην Ουγγαρία. Ο Νίκος πήγε εσώκλειστος σε ένα σχολείο. «Κάτι σαν ορφανοτροφείο αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!» είχε πει στην ίδια συνέντευξη.
Στην Ουγγαρία το όνομά του ήταν Μικλς Γιούτσοφ (Mikls Jucsov) και με αυτό ξεχώρισε ως νεαρός ποδοσφαιριστής. Οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στο χωριό «Μπελογιάννης» και εκεί ο Γιούτσος αγωνιζόταν στην προσφυγική ομάδα «Όλυμπος». Εκεί τον ανακάλυψαν οι υπεύθυνοι της Τσέπελ, ομάδας δεύτερης κατηγορίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου και τον πήραν με μεταγραφή. Ο Γιούτσος συνέχισε τις μεγάλες του εμφανίσεις οδηγώντας την ομάδα του στο πρωτάθλημα και την άνοδο στην πρώτη κατηγορία.
Ο επόμενος που τον ανακάλυψε ήταν ο Έλληνας πρέσβης στη Βουδαπέστη ο οποίος γνωρίζοντας πως ο Γιούτσοφ είναι Έλληνας άρχισε να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το ανερχόμενο αστέρι να παίξει μπάλα στη χώρα που γεννήθηκε. Ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ ήταν οι δυο ομάδες που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον αλλά τελικά, το 1964, πρόλαβαν οι «Ερυθρόλευκοι». Ο Άρης Χρυσαφόπουλος, μέλος τότε της διοίκησης του Ολυμπιακού, αριστερός που είχε περάσει από το κολαστήριο του Νταχάου, ήταν συνεργάτης του Γιώργου Ανδριανόπουλου, προέδρου των Ερυθρόλευκων. Κινητοποιεί όλους τους φίλους του, τον Μίκη Θεοδωράκη, βουλευτή της Πειραιά με την ΕΔΑ, εκείνη την εποχή αλλά και τον αγωνιστή της Αριστεράς, τον Μανώλη Γλέζο. Ολυμπιακός και ΑΕΚ πάλεψαν για την απόκτηση του Γιούτσου, αλλά το γεγονός ότι στον πάγκο των «ερυθρολεύκων» καθόταν ο Ούγγρος, Ναντόρ Τσιέρνα, έδωσε το προβάδισμα στην ομάδα του Πειραιά.
«Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις»
Στην Ελλάδα τα πράγματα, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, μόνο εύκολα δεν ήταν για τον Γιούτσο. Οι πληγές του εμφυλίου ήταν ακόμα ανοιχτές, το παρακράτος της δεξιάς «έπαιζε» τη δική του… μπάλα και η χώρα αργά αλλά σταθερά όδευε προς την επτάχρονη δικτατορία. Ο Γιούτσοφ δυσκολευόταν να βγάλει βίζα αφού εκείνη την εποχή ίσχυε ακόμα η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων. Ο Ολυμπιακός έσπευσε να του βγάλει διαβατήριο μίας χρήσης, με τη φωτογραφία του από… εφημερίδα της Ουγγαρίας!
Έκανε το επίσημο ντεμπούτο του με τους «ερυθρόλευκους» στις 10/1/1965, εναντίον του Παναθηναϊκού. Πρώτη φορά με την ερυθρόλευκη, ωστόσο, έπαιξε στις 21 Οκτωβρίου 1964 σε ένα φιλικό με τον Βύζαντα Μεγάρων όπου, μάλιστα, λίγο πριν τελειώσει ο αγώνας, πέτυχε και το πρώτο του γκολ. Ο Γιούτσος ήταν ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Όχι άδικα, βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα με τον Δαφνοστεφανωμένο Έφηβο στην πλευρά της καρδιάς. Ξεχώριζε για τις ικανότητες, το πάθος και την εξυπνάδα του μέσα στο παιχνίδι.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι αντίπαλοί του, επειδή δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν αλλιώς χρησιμοποιούσαν το πολιτικό του παρελθόν για να τον εκνευρίζουν. «Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως, πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως ”παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν», είχε πει ο ίδιος!
Μέλος της ομαδάρας του Μπούκοβι που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της, ο Γιούτσος βιώνει τις καλύτερες στιγμές του στο Λιμάνι πλάι στον «Φόντακα», Γιώργο Σιδέρη και τον αξεπέραστο Βασίλη Μποτίνο. Η μυθική μορφή του σπουδαίου Ούγγρου προπονητή μετατρέπει τον Γιούτσο στο «ουγγαρέζικο άλογο» των οπαδών του Ολυμπιακού και τον κάνει σύνθημα στα χείλη τους. Το σύνθημα «έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε» που ακουγόταν από τα χείλη των φιλάθλων, οφείλεται σε έναν πωλητή στις κερκίδες του «Γ. Καραϊσκάκης» και έγινε ακόμα και λαϊκό τραγούδι!