Πριν από μια 5ετία την τοπική κοινωνία της Καστοριάς απασχολούσε έντονα ένα θέμα που υπό υγιείς συνθήκες δεν θα έπρεπε καν να είχε τεθεί ούτε ως ερώτημα. Το θέμα ήταν η διατήρηση ή η κατεδάφιση ενός επιβλητικού οθωμανικού κτιρίου 1.200 τ.μ. που κτίστηκε πριν 115 χρόνια περίπου, ώστε να ανεγερθεί το νέο αστυνομικό μέγαρο της πόλης. Το κτίριο ήταν ο μακρόστενος στρατώνας του στρατοπέδου Μαθιουδάκη κοντά στην είσοδο της πόλης και δίπλα στην κεντρική οδό Γράμμου. Το πρώην στρατόπεδο βρίσκεται εντός του αστικού ιστού, καταλαμβάνει έκταση 71 στρ. και μετά την κατάργησή του (περί το έτος 2000) η έκτασή του αποδόθηκε στον Δήμο Καστοριάς προς αξιοποίηση, όπως γίνεται σε κάθε ελληνική πόλη.
Το κτίριο είναι διώροφο με τριώροφο κεντρικό τμήμα, μια ιδιαίτερα ογκώδης και στιβαρή κατασκευή, αλλά λιτό χωρίς ιδιαίτερες διακοσμήσεις, γεγονός που το υποβιβάζει στα μάτια αρχόντων και πολιτών. Κτίστηκε από τους Οθωμανούς τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες των στρατευμάτων. Στην απελευθέρωση του 1912 αποτελούσε την έδρα του Οθωμανού διοικητή που εγκατέλειψε την πόλη χωρίς επίσημη παράδοση στον ελληνικό στρατό που εισήλθε στις 11 Νοεμβρίου. Αργότερα, φιλοξένησε τα γαλλικά στρατεύματα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παροδικά τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν μετά το 1923. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η έδρα των μονάδων του πεσόντα ήρωα Συνταγματάρχη Κων. Δαβάκη. Στην Κατοχή επιτάχθηκε από τους κατακτητές και στον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν το σημείο συγκέντρωσης πυροβόλων, πολυβόλων και λάφυρων του Εθνικού Στρατού. Έπειτα, λειτούργησε συνεχώς ως το έτος 2000 που αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας του.
Το θέμα του οθωμανικού στρατώνα Καστοριάς είναι ακραίο δείγμα των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά την διαχείριση της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, μάλιστα στην κλίμακα μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Η υπόθεση περιελάμβανε σχεδόν τα πάντα (εκτός από «ξύλο»): αδράνεια τοπικών αρχόντων, κωλυσιεργία αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών, πολιτικές παρεμβάσεις «κάτω από το τραπέζι», ψηφοθηρικές αντιπαραθέσεις, διαμαρτυρίες, «υπόγειο» πόλεμο εκ μέρους μερίδας των τοπικών ΜΜΕ, ύβρεις, πανό, ημερίδες και ομιλίες, συλλογή υπογραφών και ασφαλιστικά μέτρα, «μετά Χριστόν» προφήτες και πολιτικά οφέλη που προσπαθούν να καρπωθούν χωρίς την παραμικρή προσπάθεια.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ως πρωτόλεια αιτία του προβλήματος θεωρούμε μονάχα μία: τη διαχρονική ασχετοσύνη και ανεπάρκεια πολλών τοπικών αρχόντων και υπαλλήλων, που έχουν ελάχιστη επαφή με την ιστορία και τα μνημεία της πόλης, τις ανάγκες και τις δυνατότητες της πόλης. Τα λάθη ξεκίνησαν το 2004 με την Αναθεώρηση του Σχεδίου Πόλης όταν θεωρήθηκε πως η καλύτερη θέση για τη χωροθέτηση του αστυνομικού μεγάρου ήταν η αυτούσια θέση του στρατώνα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αντίρρηση ή έρευνα. Όχι ότι δεν υπήρχαν άλλοι διαθέσιμοι χώροι, απλά υπήρχε άγνοια για τον στρατώνα, ακόμη και των καθ’ ύλην αρμοδίων. Υποθέτουμε ότι όλοι τον θεωρούσαν τότε ως ένα αδιάφορο κτίσμα 30-40 ετών και όχι ένα μνημείο πάνω από 100 ετών που γράφηκε όλη η καστοριανή ιστορία του 20ου αι. στους τοίχους του. Το θέμα ξεχάστηκε μέχρι το 2012, όπου και είχαμε τις πρώτες αντιδράσεις στη θέα των προεργασιών κατεδάφισης. Τότε ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες πραγματικά λίγων πολιτών και ήρθε στην επιφάνεια η ιστορία του μνημείου.
Σύντομα, τοπικοί πολιτικοί και δημόσια πρόσωπα όλων των αποχρώσεων ανακατεύθηκαν στο ζήτημα και είτε έπαιρναν θέση υπέρ της κατεδάφισης, είτε προπαγάνδιζαν στα ανώνυμα σχόλια τοπικών ΜΜΕ, είτε ανέμεναν καθαρά ωφελιμιστικά για να δουν προς τα που πρέπει να κινηθούν (ή με άλλα λόγια ποιοι θα δώσουν τις περισσότερες ψήφους, οι δυσαρεστημένοι αστυνομικοί ή οι πολίτες και οι σύλλογοι που διαμαρτύρονται).
Προς τιμήν τους, ελάχιστα ήταν τα δημόσια πρόσωπα που πήραν καθαρή θέση από την αρχή. Δεν θα τους κατονομάσουμε για ευνόητους λόγους, παρά μόνο την ηγετική φυσιογνωμία των προσπαθειών διάσωσης του κτιρίου, την εκλιπούσα Νένη Τσαδήλα, πρόεδρο του «Συλλόγου Σπασμένο Ρόδι» που έκανε και την κίνηση ματ, την απαίτηση ασφαλιστικών μέτρων μη κατεδάφισης. Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων στην Αθήνα ήταν εμφανέστατο ότι δέχθηκε πολλές πολιτικές πιέσεις από το 2013 έως 2016 που άλλαξε την αρχική του απόφαση και τελικά κήρυξε τον στρατώνα ως διατηρητέο. Ως αστειότεροι όλων σε αυτή την υπόθεση αναδεικνύονται μέχρι σήμερα τα δημόσια πρόσωπα, που ενώ ουδεμία σχέση είχαν με τις προσπάθειες διάσωσης, δηλώνουν ευσυγκίνητοι από το 2016 και μετά, ότι «έπιασαν τελικά τόπο οι προσπάθειές μας». Χα!
Τελικά, ο κατά πολλούς «τούρκικος αχυρώνας» σώθηκε από τη μπουλντόζα, ο χώρος του νέου αστυνομικού μεγάρου επαναχωροθετήθηκε σε παραδίπλα κενό δημοτικό χώρο (τόσο απλά!), αλλά η υποκρισία παραμένει καθώς δεν έχουν ξεκινήσει 3 χρόνια μετά την απόφαση οι εργασίες ανέγερσης. Πολλές δικαιολογίες θα ειπωθούν για αυτό.
Από την άλλη, ο στρατώνας μπορεί να σώθηκε παροδικά, αλλά δεν θα έχει κανένα νόημα αυτή η σωτηρία αν δεν ενδιαφερθούν πραγματικά οι τοπικοί άρχοντες για την (πανάκριβη) αποκατάστασή του με την έντάξη σε κάποιο κοινοτικό ή εγχώριο πρόγραμμα χρηματοδότησης. Η πόλη δεν έχει σήμερα χώρους εκδηλώσεων και πολιτισμού, ενώ πολλές δημόσιες υπηρεσίες στεγάζονται σε μισθωμένα ιδιωτικά ακίνητα. Ο στρατώνας είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια στην πόλη και παραμένει αναξιοποίητος. Θα μπορούσε να διαμορφωθεί μαζί με τον προαύλιο χώρο του ως πολιτιστικός χώρος (αίθουσα εκδηλώσεων και ομιλιών, πολυχώρος, πινακοθήκη, βιβλιοθήκη, μουσείο (ιστορικό, πολεμικό ή μουσείο πόλης), ιστορικό αρχείο, εκθεσιακός χώρος) ή να εγκατασταθούν εκεί μια δημόσιες υπηρεσίες ή τοπικοί σύλλογοι.
Ας δούμε λίγο παρόμοια κτίρια με τον στρατώνα της Καστοριάς σε άλλες πόλεις. Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος, στρατώνες Αγίου Γεωργίου στο Ηράκλειο, στρατώνας Σούρπης Μαγνησίας, στρατώνες στο Κάστρο Ιωαννίνων). Όραμα και προσπάθειες χρειάζονται, χωρίς μιζέρια, μήπως και αλλάξει η πόλη.
Ιστορικά Καστοριάς