Ο γιος του ιδεολόγου και αγωνιστή της αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη, που είχε εκτελεστεί το 1952 στο Γουδή, και της Έλλης Παππά, δημοσιογράφου και συγγραφέα, ανιψιός επίσης της εμβληματικής Διδώς Σωτηρίου που τον μεγάλωσε σαν παιδί της μέχρι τα δώδεκα του χρόνια, σε μια σπάνια συνέντευξή του, αποδεικνύει πως δεν ζει με «ήρωες» και «φαντάσματα».
Ξαφνιασμένος, στο σαλόνι του διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου μιας μεσοαστικής πολυκατοικίας στου Ζωγράφου (μέσα στο σπίτι, στο οποίο κάποτε έμενε μαζί με τη μητέρα του, την αγωνίστρια της Αριστεράς, Έλλη Παππά), το πρώτο που κοιτάω, επάνω σε μία κολόνα, στα αριστερά της πόρτας εισόδου, είναι το πολυφωτογραφημένο πορτρέτο του Πάμπλο Πικάσο για τον «άνθρωπο με το γαρύφαλλο», τον πατέρα-ήρωά του – σχεδόν ταυτόχρονα με το «χαίρω πολύ» μας. «Είναι το αυθεντικό;», τον ρωτάω έκπληκτος, παρατηρώντας το ιδιόχειρο σημείωμα του ίδιου του σπουδαίου ζωγράφου, που βρίσκεται στην πίσω πλευρά. «Όχι, όχι», μου εξηγεί. «Το αυθεντικό είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος, και ανήκε σε μια σειρά που έφτιαχνε ο Πικάσο με εκτελεσμένους από διάφορα καθεστώτα – μεταξύ αυτών, δυο Βάσκοι που είχε εκτελέσει ο Φράνκο, ένας Αλγερινός που είχαν εκτελέσει οι Γάλλοι και ο πατέρας μου. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε για το αυθεντικό είναι απ’ τον Βασίλη Βασιλικό, που έλεγε ότι το είχε δει στο μπουντουάρ της Σιμόν Σινιορέ, παλαίμαχης ηθοποιού, Σταλινικιάς μέχρι το κόκαλο, συζύγου του Υβ Μοντάν. Έκτοτε θα πέρασε σε κάποιον από τους κληρονόμους της, αλλά ουσιαστικά δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται και δεν μπορούμε καν να το πλησιάσουμε ή να το φωτογραφίσουμε».
Ο συνταξιούχος χημικός μηχανικός που κάθεται απέναντί μου, εμπεριέχει όλα όσα συνθέτουν ένα ισχυρό κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αν και -συνειδητοποιημένα- επέλεξε να μη γίνει ποτέ κομμάτι της ενεργό, αποδομώντας την έννοια του πολιτικού «συνεχιστή»: Γιος του αγωνιστή-ήρωα και ιδεολόγου της Αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου του 1952, στο Γουδή (ημέρα Κυριακή, στις 04:12) και της συντρόφου του, Έλλης Παππά, της αγωνίστριας δημοσιογράφου που τον μεγάλωνε για τρία χρόνια μέσα στις φυλακές προτού αναλάβει την ανατροφή του η αδελφή της και θεία του, η σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, ο (νεότερος) Νίκος Μπελογιάννης δείχνει καταρχήν να είχε συμφιλιωθεί, από τα παιδικά του σχεδόν χρόνια, με τα ασυνήθιστα μεγάλα «βάρη» των ονομάτων και τα «φαντάσματα» της ιστορίας που τον περιτριγύριζαν – ή μήπως όχι;
– Πώς και γίνατε χημικός μηχανικός – ενώ, υποθέτω, θα μπορούσατε να κάνατε μία λαμπρή τρόπον τινά «καριέρα» στην ελληνική βουλή;
Δηλαδή τι; Να γίνει μια δυναστεία της Αριστεράς; Και μόνο στη σκέψη είναι αποκρουστικό! Να γίνω ένας Γιωργάκης ή ένας Κούλης; Προς Θεού! Θα ήταν απεχθές…
– Δεν το σκεφτήκατε ποτέ;
Ούτε κατά διάνοια! Ήδη, από τα δεκατρία μου χρόνια, είχα αποφασίσει πως θα γίνω χημικός.
– Άλλοι θα «αξιοποιούσαν» αυτό το επώνυμο…
Ναι, φυσικά. Εγώ δεν ήθελα να κάνω τέτοιο πράγμα – ήξερα πως η πολιτική είναι σκέτη μπόχα. Όπως επίσης δεν ήθελα να ασχοληθώ ούτε με τη συγγραφή, ούτε με τη δημοσιογραφία – για να μη γίνονται συγκρίσεις.
– Οι γύρω σας δεν σας έλεγαν «εσύ, που είσαι γιος ενός ήρωα της Αριστεράς…»;
Οι γύρω μου είχαν ενθουσιαστεί που το παιδί βρήκε το δρόμο του τόσο γρήγορα, έβλεπαν πως στις θετικές επιστήμες τράβαγα καλά, οπότε γιατί να πούνε κάτι άλλο;
– Οι Αριστεροί φίλοι της θείας σας, της Διδώς Σωτηρίου, δεν αποζητούσαν τον «συνεχιστή»;
Ό,τι κι αν έλεγαν οι διάφορες θείτσες, του τύπου «παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου και να τον ξεπεράσεις!», εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να τις ακούσω. Εννοώντας όλων των ειδών τις «θείτσες».
– Πώς αντιδρούσατε όταν σας έλεγαν κάποιοι πως είστε «γιος ήρωα»;
Κάπως ενοχλημένος. Σαν να τους έλεγα: «Μήπως είμαι κι εγώ εδώ; Πρέπει να είμαι εντελώς ετερόφωτος; Μήπως υπάρχω κι εγώ;».
– Είχατε και τ’ όνομά του!
Αυτό είναι παράδοση στην Ελλάδα. Όταν ο πατέρας πεθάνει πριν από τη βάφτιση του παιδιού, το ‘χουμε να βαφτίζεται το παιδί με τ’ όνομά του. Κανονικά, είχε πει ο ίδιος, ήθελε να με βγάλουνε «Βίκτωρα». Αλλά η γιαγιά μου, η μάνα του, είχε πει «όχι, το παιδί θα βγει Νίκος!». Υποτίθεται πως κρατά τη συνέχεια…
– Τι ήταν στην παιδική σας ηλικία ο πατέρας σας;
Ήτανε ό,τι πιο σεβαστό. Αλλά εγώ, από εκεί κι έπειτα, πήρα το δικό μου δρόμο, αφοσιωμένος στις σπουδές και στη δουλειά μου.
– Ήταν σαν «βάρος» στη ζωή σας αυτό το όνομα;
Ναι. Συνέχεια.
– Δηλαδή;
Στη δεκαετία του ’60 ήτανε «πρόβλημα», με τους χαφιέδες έξω απ’ το σπίτι να παρακολουθούν. Στο σχολείο, άλλοι καθηγητές με κατατρέχανε, άλλοι έδειχναν πως συμπαρίστανται. Μετά έγινε η Χούντα και εκεί ήταν ένα γερό «πρόβλημα». Κι ύστερα, έγινε το ανάποδο – ξεκίνησαν οι πιέσεις απ’ τ’ Αριστερά: «Παιδάκι μου, να γίνεις σαν τον πατέρα σου!». Μιλάμε για γερές πιέσεις από τον Περισσό, στις οποίες δεν υπήρχε περίπτωση να ανταποκριθώ, γιατί είχα ξεκαθαρίσει τη θέση μου απέναντί τους – δεν ήθελα ούτε να τους ξέρω!
– Τόσο πολύ;
Θεωρούσα πως είχαν στρεβλώσει οποιαδήποτε Αριστερή αξία. Πως της άλλαξαν τα φώτα.
– Δεν ήσασταν ποτέ ενεργό μέλος του ΚΚΕ;
Όχι. Εγώ ήμουνα στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στην Ανανεωτική Αριστερά. Όταν με ρωτάνε, καλή ώρα όπως εσείς, απαντώ πως «εγώ ανήκω στη μη παροπιδιφόρο Αριστερά». Να βάλω, λοιπόν, ένα ζευγάρι παρωπίδες και να πάω στον Περισσό, να με βάλουν σε ένα χρυσό κλουβί και να με περιφέρουν ανά την ύπαιθρο για να με βλέπει το κοινό και να με χειροκροτά, θα μου ήταν απεχθές! Βέβαια, θα το εξαργύρωνα πολύ ωραία: Βουλευτιλίκια, λιμουζίνες, μετά θα πήγαινα στο ΠΑΣΟΚ να βολευτώ πολύ ωραία, ύστερα στην ευρωβουλή, τέλεια όλα. Λυπάμαι, όχι! Όλα αυτά θα μου ήταν αηδιαστικά!
– Όταν λέγατε το ονοματεπώνυμό σας υποθέτω πως οι περισσότεροι θα σας αντιμετώπιζαν αν όχι με θαυμασμό, τουλάχιστον με σεβασμό…
Μπα, μην το λέτε. Μία φορά, για παράδειγμα, στη Νάουσα, μου έκανε ένας «να, έτσι θα σου στρίψουμε το λαρύγγι!». Σπάνια βέβαια συναντούσα ακραίες αντιδράσεις.
– Έχετε μνήμες μέχρι τα τρία σας χρόνια που βρισκόσασταν μαζί με τη μητέρα σας, την Έλλη Παππά, μέσα στις φυλακές, στον Πειραιά;
Ελάχιστες. Θυμάμαι μόνο το τρένο να σφυρίζει, δίπλα ακριβώς, κι εμένα να το φοβάμαι. Θυμάμαι επίσης γυναίκες τριγύρω να φωνάζουν. Τίποτε παραπάνω.
– Πώς και άφησαν ένα παιδί μέχρι τα τρία του μέσα σε μία φυλακή;
Τόσο ήταν το όριο που το παιδί έπρεπε να ζει μαζί με τη μητέρα του. Μετά έπρεπε να με πάρει κάποιος. Κι έτσι με πήρε και με μεγάλωσε η θεία μου, μέχρι τα δώδεκά μου, οπότε και αποφυλακίστηκε η μητέρα μου.
– Η θεία σας, η Διδώ Σωτηρίου…
Ακριβώς.
– Από τα τρία μέχρι τα δώδεκά σας χρόνια επισκεπτόσασταν συχνά τη μητέρα σας, μέσα στη φυλακή;
Επιτρεπόταν μία φορά στις δεκαπέντε μέρες.
– Τόσο αραιά;
Ναι.
– Πώς εκφραζόσασταν απέναντί της στη φυλακή; Με παράπονο;
Έπρεπε να της πω όλα όσα είχαν συμβεί μέσα στο δεκαπενθήμερο. Εκείνη δεν είχε πολλά πράγματα να πει, ρώταγε συνέχεια.
– Ανυπομονούσατε να τη δείτε ή είχε γίνει πια ρουτίνα;
Είχε γίνει πια ρουτίνα. Τη στείλανε στις φυλακές Αβέρωφ μετά, κι έτσι μας ήταν και πιο εύκολο να πηγαίνουμε.
– Η ίδια τι σας έλεγε για τη ζωή της στη φυλακή;
Η ζωή στη φυλακή ήτανε κάτι τόσο φρικτό, ως προς το ότι έπρεπε να συνυπάρχεις με κόσμο που δεν ήθελες ούτε να τον βλέπεις. Κόσμο που ήταν έτοιμος να σου την ανάψει, να σε καταστρέψει, να σε εξοντώσει διανοητικά, με κάθε τρόπο. Ήταν ένας ψυχικά ταλαιπωρημένος άνθρωπος η μητέρα μου – και πριν και μετά από όλη την αντιμετώπιση. Ήταν επίσης ανεπιθύμητη – και στους μεν και στους δε.
– Ουσιαστικά εσείς «γλιτώσατε» τη ζωή της μαμάς σας και δεν την εκτέλεσαν, αφού η ύπαρξη ενός παιδιού διασφάλισε τη σωτηρία της…
Ναι. Ναι. Ήμουνα ήδη επτά μηνών όταν εκτέλεσαν τον πατέρα μου… Αν και η ίδια η μητέρα μου ήθελε να την εκτελέσουν!
– Προσπαθήσατε, μετά τα δώδεκά σας, να αναπληρώσετε το κενό με τη μαμά σας ή δεν αναπληρωνόταν πια, έχοντας χάσει «επεισόδια» από τη ζωή σας;
Όχι απλώς επεισόδια, όλη τη σειρά είχα χάσει. Όταν παραλαμβάνεις έναν πιτσιρικά στα δώδεκά του πια, είναι ήδη διαμορφωμένος χαρακτήρας. Θυμάμαι ότι ακόμη και μέσα στη φυλακή, στα οκτώ, στα εννιά μου, η Έλλη μου έφτιαχνε κάτι ωραία βιβλιαράκια, κομψοτεχνήματα – καλλιτεχνικά αριστουργήματα! Και μου τα έδινε με όλη της τη χαρά! Αλλά ήτανε πολύ έξω από εμένα. Μου έδινε ένα που αφορούσε τις εθνικές φορεσιές για παράδειγμα, όταν εγώ διάβαζα Ιούλιο Βερν. Ήμασταν σε άλλο μήκος κύματος…
– Σε ποιες στιγμές σας έλειπε η μαμά σας;
Νομίζω σε καμία.
– Σας κάλυπτε απόλυτα η Διδώ;
Ναι. Έτσι κι αλλιώς, η Διδώ κοιτούσε να καλύψει την έλλειψη, το κενό. Ήταν εξαιρετική ως αυτοσχέδια μητέρα. Υπερπροστατευτική και συνεχώς αγχωμένη, διότι η ταλαίπωρη Διδώ δεν ήθελε -συνειδητά- ούτε παιδί, ούτε κατοικίδιο, γιατί ήθελε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, να κάνει ταξίδια, να γράφει. Και ξαφνικά, της προέκυψε ένας πιτσιρικάς -και μάλιστα «επώνυμος» μέσα στην Αριστερά- και με όλο το κόμμα πάνω απ’ το κεφάλι της να βλέπει αν με μεγαλώνει «σωστά» – όπου το «σωστά» ο καθένας το ερμήνευε κατά βούληση.
– Την ήλεγχαν;
Την κριτικάρανε. Ήταν έτοιμοι να της κάνουν εξοντωτική κριτική, για το πώς με μεγαλώνει! Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε… Κι αν μη τι άλλο, μου μετέδωσε και πνεύμα. Θυμάμαι ανθρώπους του πνεύματος να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι – τον Βάρναλη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Τάσο Βουρνά, την Άλκη Ζέη που με τη θεία μου αλληλολατρευόντουσαν, πολλούς…
– Πώς ήταν η καθημερινότητά σας μαζί με τη θεία σας;
Εκτός από υπερπροστατευτική, ήταν και υπερταΐστική (γελάει). Όταν δεν έγραφε ήταν στην κουζίνα και μου έφτιαχνε υπέροχα πράγματα – έφτιαχνε την πιο ωραία σμυρναίικη κουζίνα που μπορεί να φανταστεί κανείς, κι έτσι ήμουνα συνεχώς με σουτζουκάκια, με γιουβαρλάκια, με ωραία ψάρια φτιαγμένα. Και φυσικά, το καλοκαίρι, από τέλη Ιουνίου ως προχωρημένο Σεπτέμβριο, ήμασταν στην Αίγινα, όπου νοικιάζαμε ένα δωματιάκι με την τουαλέτα κάτω, βρυσάκι για πλύσιμο, με τον νερουλά να φέρνει το νερό, και με θέα απέναντι, στο Αγκίστρι. Παράδεισος! Η Διδώ θυμάμαι ότι έγραφε δώδεκα ώρες τη μέρα, κι αυτό για μένα σήμαινε ότι θα τριγύρναγα με το ποδήλατο, θα έκανα βουτιές συνεχώς, θα έπαιζα όλη μέρα – ήταν αριστούργημα! Η Διδώ με είχε επίσης και ως ακροατήριο, επειδή ήταν και ακουστικός τύπος, κι έτσι από πολύ πιτσιρικά, από τα οκτώ μου, μου διάβαζε ό,τι είχε γράψει αρχίζοντας από το «Οι νεκροί περιμένουν». Ήθελε να ακούω… Ρουφούσα ό,τι μου διάβαζε, αλλά δεν ήξερα ακόμη να κάνω παρατηρήσεις. Τώρα που κοιτάμε το αρχείο της, θυμάμαι πράγματα που μου είχε διαβάσει τότε και που δεν είχαν ενσωματωθεί στο βιβλίο, γιατί αλλιώς θα έβγαινε πολύ μεγάλο.
– Σας έλειπε η παρουσία του πατέρα σας στη ζωή σας;
Κάτι που δεν έχεις γνωρίσει, δεν σου λείπει! Αν τον είχα γνωρίσει και είχε πεθάνει μετά, ναι, θα μου έλειπε. Γιατί θα ήξερα πώς είναι να ζεις με έναν πατέρα. Αλλά αυτό, εγώ δεν το ήξερα. Δεν είχε νόημα. Αν δεν το δεις στην καθημερινότητά του το πράγμα… Και πού ξέρουμε, όμως, πόσο καταπιεστικός μπορεί να ήταν, για παράδειγμα;
– Ήταν ένα «φάντασμα» ο μπαμπάς σας για σας;
Προσπάθησαν οι κοντινοί μου άνθρωποι να μην μου το κάνουν «φάντασμα» και να ζω μ’ αυτό. Μόνο όταν προσπαθούσαν να μου το επιβάλουν οι παραέξω, οι εκτός σπιτιού, γινόταν τέτοιο – αλλά είχα πια τις σπουδές μου, τη δουλειά μου, ήμουν σε τελείως άλλο χώρο, με άλλες παραστάσεις στη ζωή, οπότε ήταν δύσκολο πια.
– Από αφηγήσεις της θείας σας και της μητέρας σας, τι σας έλεγαν για τον χαρακτήρα του μπαμπά σας;
Ήταν ο διανοούμενος της Αριστεράς, το πιο φωτισμένο πνεύμα, που απλώς προέτρεξε της εποχής του πάρα πολύ. Και, φυσικά, ήταν ανεπιθύμητος σε όλους γι’ αυτόν το λόγο – και στη Δεξιά και στην Αριστερά.
– Η συνύπαρξή σας, αργότερα, αφότου αποφυλακίστηκε και η μητέρα σας, με τις δύο αυτές γυναίκες, ήταν δύσκολη;
Μεταξύ τους είχαν και διαφωνίες. Αλλά, όχι, δύσκολη δεν ήταν. Κάποια στιγμή, η Διδώ αγόρασε ένα σπιτάκι στα Άνω Ιλίσια και φύγαμε από τον Χολαργό, με την Έλλη μέναμε στο Πεδίον του Άρεως και αργότερα αγόρασε η μητέρα μου αυτό το σπίτι εδώ, στου Ζωγράφου. Μέναμε κοντά με τη Διδώ, με τα πόδια ένα εικοσάλεπτο.
– «Έλλη» τη λέγατε, όχι «μαμά»;
Δεν θυμάμαι πώς την έλεγα.
– Μεγαλώνοντας πια, σας αφηγούνταν ιστορίες μέσα από τη φυλακή;
Γενικά, δεν ήθελε η ίδια να τα θυμάται. Ήταν τόσο φρικτό το κλίμα μεταξύ των γυναικών…
– Η εφηβεία σας πώς ήταν;
Ήμουνα ένα σπασικλάκι των θετικών επιστημών. Είχα πάει στο Βαρβάκειο, που ήταν «ιερά εξέταση» ως προς αυτά, και έπρεπε να ανταποκρίνομαι συνεχώς.
– Στο Πολυτεχνείο σπουδάσατε;
Ναι.
– Τότε που είχε γίνει και η εξέγερση του ’73;
Αυτό συνέβη όταν πια ήμουνα στο πέμπτο έτος της σχολής.
– Ένας γιος Μπελογιάννη – φαντάζομαι δεν θα ήταν και πολύ εύκολα τα πράγματα για σας, μέσα στη Χούντα…
Ήταν σχετικά πρόβλημα. Είχαμε δε συμφωνήσει με τα παιδιά στη Σχολή ότι ναι μεν θα είμαι, αλλά όχι φάτσα φόρα μπροστά, διότι θα ‘χε η Χούντα να λέει πως είναι κομμουνιστοκίνητο το πράγμα.
– Νιώθατε πως σας παρακολουθούσαν στη διάρκεια της επταετίας;
Ναι. Υπήρχαν οι χαφιέδες της Χούντας… Αλλά δεν θα έβγαζαν από μένα τίποτα. Καλούσαν κατά καιρούς και την Έλλη κι εμένα… Σιγά! Και τι έγινε! Συστάσεις… Αλλά στο Πολυτεχνείο, ιδιαίτερα από τα τέλη του ’71 και πέρα, δεν ήξεραν ποιον να πρωτοπαρακολουθήσουν.
– Όσο μένατε μαζί με τη θεία σας στην Κοδριγκτώνος, τότε που η μητέρα σας βρισκόταν στη φυλακή, ήταν πιο έντονη η παρακολούθηση;
Ναι, βέβαια! Οι χαφιέδες ήταν έξω απ’ το σπίτι, στημένοι σε μια κολόνα, με μαύρα γυαλιά, τάχαμου διαβάζανε εφημερίδα.
– Φοβόντουσαν τη Διδώ;
Ναι. Η Διδώ ήταν επίφοβη. Την έπαιρναν, θυμάμαι, τηλέφωνο και της έλεγαν διάφορα, απειλητικά, τι θα κάνουν στην Έλλη… Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
– Εσείς θυμάστε να ήσασταν χαρούμενο παιδί ή σκεπτικό;
Μάλλον το δεύτερο.
– Πάντως, όσο μου τα αφηγείστε αυτά, σκέφτομαι πόσο συναρπαστικό είναι που έχετε ζήσει με τέτοιους μύθους…
Μπα… Δεν ήταν πάντα συναρπαστικό.
– Πότε δεν ήταν;
Μάλλον όποτε ανακατευόταν το κόμμα. Εκεί ήταν εξοργιστικό. Γιατί πήγαιναν να επιβάλουν πως οι νεκροί ανήκουν στο κόμμα. Όπως οι άγιοι «ανήκουν στην εκκλησία», όπως οι μάρτυρες «ανήκουν στο Ισλάμ», έτσι και οι ήρωες «ανήκουν στο κόμμα».
– Μεγαλώνοντας επενέβαιναν οι δύο αυτές γυναίκες στη ζωή σας – η μητέρα και η θεία σας;
Με τίποτα! Αυτό έλειπε…
– Σας είχαν εκμυστηρευτεί ποτέ -η μητέρα σας ή η θεία σας- πράγματα της ζωής τους για τα οποία να είχαν αργότερα μετανιώσει;
Μου είπαν για πράγματα που θα τα είχαν χειριστεί εντελώς διαφορετικά.
– Για τον ίδιο τον αγώνα είχε μετανιώσει ποτέ η μητέρα σας;
Όχι. Και ούτε επρόκειτο να παραδεχτεί κάτι τέτοιο! Ναι μεν πολλά πράγματα έλεγε πως θα τα είχε χειριστεί διαφορετικά, αλλά όχι το συνολικό.
– Ήταν, όμως, και μία απίθανη ιστορία έρωτα η ιστορία του πατέρα και της μητέρας σας.
Ναι. Που κράτησε έξι μήνες.
– Έστω!
Έξι μήνες μάλιστα σε βαθιά παρανομία.
– Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της;
Ο μοναδικός μάλλον.
– Τι είχε ξεχωρίσει στον μπαμπά σας και τον είχε ερωτευτεί τόσο πολύ;
Το πνεύμα του βασικά. Μέσα από τα βιβλία του, άλλωστε, φαινόταν ότι ήταν ένας άνθρωπος που σκεφτόταν τελείως διαφορετικά. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από τα κομματόσκυλα που ξέρουμε σήμερα.
– Θυμάστε μια ιστορία που σας είχε αφηγηθεί η μητέρα σας για εκείνον;
Θυμάμαι πως μου είπε πως είχαν συμφωνήσει, όταν θα ελευθερωνόταν πια η Ελλάδα, να κάτσουν και να γράψουν – ο ένας την ιστορία της λογοτεχνίας και η άλλη την ιστορία της φιλοσοφίας. Του πατέρα μου υπάρχει το σχέδιο του βιβλίου, με γραμμένα τα πρώτα κεφάλαια.
– Για τη Διδώ τι ήταν ο πατέρας σας;
Ένας πάρα πολύ σημαντικός άνθρωπος. Μια φορά μόνο τον είχε δει. Ό,τι ήξερε για εκείνον, το ήξερε από τις αφηγήσεις της Έλλης. Αλλά έκανε πανευρωπαϊκή κινητοποίηση η Διδώ, για να σωθούν και οι δύο.
– Ποιο είναι το αγαπημένο βιβλίο της θείας σας;
«Η Εντολή».
– Εσείς διαχειρίζεστε τα βιβλία της Διδώς;
Διαχειρίζομαι το 85% του πνευματικού έργου της Διδώς -έχοντας και το ηθικό δικαίωμα γι’ αυτό- και υπάρχει και η πρώτη μου ξαδέλφη για το υπόλοιπο 15%. Έχουν δε προκύψει επίσης, εκτός από το ήδη γνωστό έργο της, και πέντε βιβλία της Διδώς μετά το θάνατό της, που θα γίνουν επτά τελικώς (σ.σ από τις «Εκδόσεις Κέδρος», σε επιμέλεια Νίκου Μπελογιάννη), τα δύο βιβλία του πατέρα μου (σ.σ από τις «Εκδόσεις Άγρα»), τα βιβλία της μητέρας μου και ενάμιση δικό μου. Να, κάτι για το οποίο έχω σκυλομετανιώσει, ήταν που έδωσα τα «Ματωμένα Χώματα» να τα κάνει σήριαλ ο Κουτσομύτης στον Alpha.
– Δεν σας άρεσε…
Όχι απλώς δεν μ’ άρεσε. Κακοποιήθηκε!
– Εξηγήστε μου κάτι: Τελικά, ποιος σκότωσε τον μπαμπά σας, κύριε Μπελογιάννη; Και δεν εννοώ τους εκτελεστές στο Γουδή…
Η Φρειδερίκη και ο Ζαχαριάδης. Και οι δύο. Αφού ήταν ανεπιθύμητος σε όλους…
– Οι νεκροί σας σάς επισκέπτονται καμιά φορά στον ύπνο σας;
Όχι.
– Είστε ρεαλιστής…
Και κυνικός ενίοτε.
– Να τολμήσω να υποθέσω πως τα γαρίφαλα είναι τα αγαπημένα σας λουλούδια;
(χαμογελά) Όχι. Θα σας πω όμως κάτι, μια και με ρωτάτε κάτι τέτοιο. Είχαμε φροντίσει, θυμάμαι, να κάνουμε διπλή πολιτική κηδεία στην Κοκκινιά, στο Γ’ Νεκροταφείο -και του πατέρα μου και της μητέρας μου μαζί- διότι και τον πατέρα μου τον είχαν πετάξει σ’ ένα λάκκο, μετά από τρία χρόνια πήγε η μάνα του, τον ξέθαψε και τον έθαψε στον τάφο που είναι σήμερα, οπότε ουσιαστικά δεν είχε κηδευτεί ποτέ. Στο ΚΚΕ δεν ήξεραν ότι θα τον κηδεύαμε εμείς – μαζί με την κηδεία της μητέρας μου. Και βγάλανε φιρμάνι να μην πατήσει κανείς! Βάλανε στα ψιλά «κηδεύεται σήμερα η Έλλη Παππά», χωρίς τόπο, χωρίς χρόνο, χωρίς τίποτα. Μας ήρθε πολύ ωραία αυτό και διαρρεύσαμε εντέχνως ότι θα κηδευτεί πλάι στον σύντροφό της. Στην κηδεία, λοιπόν, εμφανίζεται ένα στεφάνι, με κατακόκκινη κορδέλα και χρυσά γράμματα «η κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ», που είχε, όμως, άσπρα χρυσάνθεμα – σημειολογία του σταλινισμού, ότι η Έλλη, ως ρεβιζιονίστρια, ήταν ανάξια να έχει κόκκινα γαρίφαλα. Από τότε, λοιπόν, σε κάθε επέτειο θανάτου της Έλλης, στις 27 Οκτωβρίου, της πηγαίνω άσπρα χρυσάνθεμα. Για να της υπενθυμίζω πόσο αφελής υπήρξε που δεν υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για έναν στυγνό κομματικό μηχανισμό! Και για να το θυμάμαι κι εγώ…
Πηγή: Φιλελεύθερος / Συνέντευξη στον Γιάννη Χατζηγεωργίου