“Πριν από λίγα λεπτά υπέβαλλα την παραίτησή μου από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ.
Είναι μια απόφαση που ωρίμαζε μέσα μου αρκετό καιρό, αλλά η ελπίδα του “μήπως γίνει κάτι” δρούσε μονίμως ανασταλτικά παρατείνοντας μέσα μου μια αυταπάτη για τη συνέχιση της οποίας δεν υπάρχει πια καμιά δικαιολογία.
Τι να πρωτοθυμηθώ αλήθεια;
Η ομόφωνη συνεδριακή απόφαση του 2015 που όριζε σαφώς το πλάνο πορείας προς τη δημιουργία ενός ΝΕΟΥ και ΕΝΙΑΙΟΥ φορέα που θα κάλυπτε όλο τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων και αντικαταστάθηκε από το ανιστόρητο και αλαζονικό ”όστις θέλει πίσω μας ελθείν”.
Το ιδρυτικό, ενωτικό συνέδριο της νέας μεγάλης μεταρρυθμιστικής παράταξης του κέντρου που θα έθετε τις βάσεις για την μετατροπή του πολιτικού μας χώρου σε κυβερνητικό πόλο εξουσίας μετατράπηκε σε ένα απολίτικο παιχνίδι μηχανισμών, αλληλοσυγκρουόμενων μαγαζιών και καπετανάτων που δεν αγγίζουν την κοινωνία παρά μονάχα εξυπηρετούν τις προσωπικές στοχεύσεις και ανησυχίες των διαττόντων αστέρων του χώρου . Η χτεσινή απόφαση του συντονιστικού υπήρξε η θλιβερή επικύρωση.
Η εθνική στρατηγική που κράτησε τη χώρα όρθια στα κολασμένα χρόνια της κρίσης και την οδήγησε στα τέλη του 2014 μια ανάσα πριν την έξοδο από το μνημόνιο οδηγήθηκε από τη σημερινή ηγεσία στο πυρ το εξώτερον, απαξιώθηκε ως “συνεργασία με τη δεξιά” και επιστρέψαμε δόξη και τιμή στη ρετρό ρητορική εναντίον του ανάλγητου νεοφιλελευθερισμού και στις ψευδεπίγραφες νοσταλγικές δάφνες περασμένων μεγαλείων “και διηγώντας τα να κλαις”.
Το “κρατάμε ψηλά την ευθύνη” του Ιανουαρίου 2015, η πολιτική πεμπτουσία δηλαδή της τοποθέτησης του εθνικού χρέους απέναντι στον τόπο πάνω από το κομματικό συμφέρον μετατράπηκε σε μια αλλοπρόσαλλη, αμφίσημη και νεφελώδη τακτική που κλείνει το μάτι σε δεύτερες εκλογές καθιστώντας εξ αντικειμένου τον ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων.
Η σταδιακή προσχώρηση σε μια light αντιμνημονιακή ρητορική που φθάνει μάλιστα στο σημείο να επικεντρώνει την πολιτική αντιπαράθεση στο ποιος είναι περισσότερο “υποτακτικός στη Μέρκελ” από τον άλλο θύμισε με ανατριχίλα τις πιο ερεβώδεις στιγμές του αντιπολιτευτικού συριζανελιτισμού.
Η επιστροφή των διασπαστών και υβριστών του 2015 χωρίς καμία προηγούμενη πολιτική συζήτηση σε επίπεδο οργάνων, χωρίς καμία πολιτική εξήγηση εκ μέρους τους και με υφιστάμενο το κομματικό δημιούργημά τους νομιμοποίησε το πισώπλατο μαχαίρωμα της παράταξης τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές και η άμεση προώθησή τους σε όλα τα επίπεδα του κομματικού οργανογράμματος έθεσε και τα όρια της πολιτικής αξιοπρέπειας και της αισθητικής των ανθρώπων που έμειναν και κράτησαν ζωντανή την παράταξη στα δύσκολα.
Η δαιδαλώδης και αέναη κομματική κοπτοραπτική των συμβουλίων, παρασυμβουλίων, επιτροπών, υποεπιτροπών, συνδιασκέψεων, κόντρα συνδιασκέψεων, μηχανισμών, ισορροπιών, τακτικισμών, αναλογιών, το κομματικό μαγειρίο των βυζαντινισμών αφήνει παγερά αδιάφορη την κοινωνία κάτι που είναι προφανές άλλωστε από το σύνολο των σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης.
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πλέον ότι στο σημερινό ΠΑΣΟΚ η εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική παράδοση τελεί υπό διωγμό. Η διαφορετική άποψη θεωρείται ποινικό αδίκημα και επισύρει αυτομάτως την προτροπή “αν δεν σ’ αρέσει να πας στο Μητσοτάκη”.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ ούτε μπορεί ούτε περισσότερο επιθυμεί να απευθυνθεί με ένα νέο και ειλικρινή πολιτικό λόγο στα παραγωγικά στρώματα του τόπου, να συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία και να αφυπνίσει με ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό σχέδιο προοδευτικών μεταρρυθμίσεων τη χειμαζόμενη και παραζαλισμένη ελληνική κοινωνία. Εχει μετατραπεί σε ένα πράσινο ΚΚΕ που αυτοδοξάζεται, ομνύει στην ιδεολογική του καθαρότητα και θυμάται με νοσταλγία τις παλιές καλές μέρες στα εκάστοτε κομματικά μνημόσυνα. Ποιον αλήθεια μπορεί να αφορά όλο αυτό πέρα από ένα στενό 5-6% ανθρώπων συναισθηματικά συνδεδεμένων μαζί του;
Ποιον αλήθεια μπορεί να αφορά ένα κόμμα που έχει αποφασίσει ότι ενδιαφέρεται μονάχα για την αυτιστική αναπαραγωγή ενός μικροσυστήματος εξουσίας κάποιων ανθρώπων σε βουλευτικές θέσεις και κομματικές καρέκλες και την επιστροφή κάποιων ασώτων που δραπέτευσαν στο ΣΥΡΙΖΑ και τώρα καλούνται “να γυρίσουν σπίτι τους” στο όνομα απλώς και μόνο της ανάμνησης του ενδόξου πασοκικού παρελθόντος για να κάνουν το 6% 8%; Έτσι απλά. Χωρίς καμία ενσυναίσθηση. Χωρίς καμία κατανόηση του τι πήγε στραβά και βρέθηκε η χώρα εκεί που βρέθηκε. Χωρίς καμία ουσιαστική πρόταση για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα.
Ποιον αλήθεια μπορεί να αφορούν παρασκηνιακές πολιτικές συναλλαγές του τύπου “εγώ σου δίνω το όχημα για να επανεκλεγείς πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κι εσύ με τη σειρά σου δεν θέτεις θέμα ηγεσίας του πολυκομματικού σχήματος”;
Είναι προφανές ότι αδυνατώ πλήρως να υπηρετήσω ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο.
Στρατεύτηκα με το ΠΑΣΟΚ την άνοιξη του 2014 απολύτως ανιδιοτελώς στη δυσκολότερη εποχή του λίγο πριν από τις ευρωεκλογές. Είμαι υπερήφανος που υπήρξα υποψήφιος ευρωβουλευτής της Ελιάς, ενός αξιόλογου κι ελπιδοφόρου πολιτικού εγχειρήματος συσπείρωσης του χώρου και ανάδειξης νέων ανθρώπων στο προσκήνιο που υπονομεύτηκε ανελέητα από την κομματική καμαρίλα.
Στρατεύτηκα επίσης με το ΠΑΣΟΚ ως υποψήφιος βουλευτής Καστοριάς στην ιστορική αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015 υπερασπιζόμενος την αλήθεια τότε που ήταν απαγορευτικό να δηλώνεις ΠΑΣΟΚ εν όψει του επελαύνοντος ΣΥΡΙΖΑ.
Στρατεύτηκα ακόμα και το Σεπτέμβριο του 2015 υπό την παρούσα ηγεσία παρότι βρέθηκα απέναντί της στις εσωκομματικές εκλογές ελπίζοντας καλόπιστα ότι οι φόβοι μου θα διαψευστούν. Εκανα λάθος.
Ανεξάρτητα από τις εκάστοτε δυσκολίες τότε αισθανόμουν ότι υπηρετώ κάτι που είχε νόημα. Που έβγαζε κάπου. Που άξιζε τον κόπο. Σήμερα αισθάνομαι ότι δεν υπηρετώ τίποτε απολύτως.
Δεν μου ταιριάζει ο ρόλος του εσωκομματικού γκρινιάρη και υπονομευτή. Δεν προτίθεμαι να κάνω αυτά που υπέστην από άλλους την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ ήταν εθνικά υπεύθυνο. Η στοιχειώδης εντιμότητα επιβάλλει αφ ης στιγμής διαφωνώ στρατηγικά με ένα πολιτικό εγχείρημα να αποχωρήσω.
Ως εδώ λοιπόν. Η προσωπική πολιτική μου αξιοπρέπεια δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω να βαυκαλίζομαι ότι όλη αυτή η αρρωστημένη κατάσταση μπορεί να οδηγήσει κάπου αλλού εκτός από το απόλυτο αδιέξοδο.
Ο τόπος έχει ανάγκη, ζωτική ανάγκη από το κόμμα χωρίς όνομα. Από ένα φρέσκο εγχείρημα που θα συνδυάζει αρμονικά την εμπειρία με την ανανέωση, που θα φέρει στο προσκήνιο νέα πρόσωπα και που θα συναρπάσει με την τόλμη και τη φρεσκάδα των ιδεών και των προτάσεών του την πολιτικά ανεκπροσώπητη ελληνική κοινωνία των πραγματικά μη προνομιούχων της σύγχρονης εποχής μακριά από αριστερές ιδεοληψίες και παλαιδεξιούς συντηρητισμούς. Ενα κόμμα που θα σπάσει τα φθαρμένα κομματικά στεγανά και θα μιλήσει με όρους πραγματικής κοινωνίας για το νέο μεταρρυθμιστικό, λαϊκό εκσυγχρονισμό που χρειάζεται η χώρα σε όλα τα επίπεδα.
Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο μπορώ να το υπηρετήσω με πάθος και ενθουσιασμό. Η αποχώρησή μου από την Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά συνεπώς και αποχώρηση από την ευρύτερη πολιτική, ούτε ιδιώτευση, ούτε αποχή από τη δραστηριοποίησή μου ως ενεργού πολίτη. Το ταπεινό πολιτικό μου μέγεθος θα είναι πάντοτε διαθέσιμο στην υπηρεσία των πολιτικών στόχων που περιέγραψα αν και όποτε προκύψουν.
Κλείνοντας θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν μετανιώνω για τίποτα. Αυτό που έζησα ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι που με έφερε σε επαφή με ενδιαφέροντες ανθρώπους και μου χάρισε αρκετούς πραγματικούς φίλους ζωής. Η μόνη διαφορά είναι ότι εμένα σε αντίθεση με τον ποιητή δεν μου αρκεί το ταξίδι. Επιζητώ και μια Ιθάκη. Και πιστεύω ότι θα την βρω αργά ή γρήγορα.
Παναγιώτης Κωστούλας