Από το 1929 που αναγκάστηκε να φύγει από την Ρόδο έχοντας ζήσει το κλίμα τρομοκρατίας και καταπίεσης των Ιταλών σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Δωδεκανήσου περίμενε αυτή την μάχη ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος, ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Στη Τσούκα της Πίνδου με το μάλινχερ ενός σκοτωμένου φαντάρου στο χέρι και με την κραυγή «Εμπρός παιδιά! Για μια μεγάλη Ελλάδα ! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !», οδήγησε τους άνδρες του λόχου του στην ανακατάληψη του υψώματος που υπεράσπιζαν υπέρτερες και καλύτερα εξοπλισμένες ιταλικές δυνάμεις.
Αυτές ήταν και οι τελευταίες του λέξεις αφού δευτερόλεπτα μετά δέχτηκε τα πυρά του ιταλικού πολυβόλου και βρέθηκε νεκρός. Λίγα χρόνια νωρίτερα ήταν αυτός που μαζί με άλλους μαθητές του ιστορικού Βενετοκλείου γυμνασίου της Ρόδου είχε κατεβάσει από τον ιστό την ιταλική σημαία που επίτηδες οι Ιταλοί κατακτητές είχαν επιβάλλει να βρίσκεται στοσχολείο που αποτέλεσε φάρο του Ελληνισμού εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ο Αλέξανδρος Διάκος ήταν πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεσε μαχόμενος στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και συγκεκριμένα στις 1 Νοεμβρίου 1940 στην Πίνδο, στην τοποθεσία Τσούκα.Είχε γεννηθεί στην Χάλκη το 1911, η οποία ένα χρόνο μετά πέρασε υπό ιταλική κατοχή, όπως όλα τα Δωδεκάνησα. Το 1929 φεύγει στην Αθήνα και σπούδασε στην Σχολή Ευελπίδων μέχρι το 1934 που αποφοίτησε και εντάχτηκε στον ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με την αναφορά του Ταγματάρχη Καραβία, ο λόχος δέχτηκε επίθεση από πολλαπλάσιες ιταλικές δυνάμεις Αλπινιστών.
Ο Διάκος στεκόταν όρθιος κραυγάζοντας και δίνοντας εντολές για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, κατάφερε να ανασυντάξει τον λόχο του και να αντεπιτεθεί στους Ιταλούς κάνοντας έφοδο, για την ανακατάληψη του υψώματος. Μπαίνοντας πρώτος στην μάχη, ριπή πολυβόλου τον φόνευσε. Στο σημείο που έγινε η μάχη έχει στηθεί ανδριάντας του, ενώ ο Ελληνικός στρατός έχει δώσει το όνομα του σε στρατόπεδο. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ταγματάρχη Καραβία που στάλθηκε στον συνταγματάρχη Δαβάκη διοικητή του Αποσπάσματος Πίνδου, και η οποία αναφέρει τα εξής: «Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου. Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλ. κατόρθωσε ν” ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Ιταλών. Καθ” ον δε χρόνον διά τετάρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ” όπλου ν” αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού διά της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Άρεως: «Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο», ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε».
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Αλέξανδρο Διάκο στο βαθμό του υπολοχαγού, να υπηρετεί στην Πίνδο. Ο ίδιος ζήτησε να μεταβεί στην πρώτη γραμμή και ορίστηκε διοικητής του 2ου λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού. Πάνω όμως στην αιματοποτισμένη ράχη της Τσούκας, αναφέρει ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Τριανταφυλλίδης «ο εχθρός είχε ιδεί, για πρώτη φορά από τη μέρα της εισβολής, να ξεσπάει έτσι εναντίον του η πολεμική μανία της οργισμένης Ελλάδος. Και θορυβημένος από την ξαφνική αγριότητα του χτυπήματος, από την ορμή και το πείσμα του Διάκου και των φαντάρων του, βέβαιος πως πίσω από τη δράκα αυτή των παλικαριών έπρεπε να υπάρχουν στη Ζούζουλη μεγάλες ελληνικές δυνάμεις έτοιμες να συνεχίσουνε την επίθεση, ο Τζιρόττι χαλάρωνε για τρεις ολόκληρες ώρες την πίεσή του στο Ρωμιό, έστρεφε τα πυρά των πυροβόλων και των όλμων του προς τη Τσούκα, έστελνε ενισχύσεις εκεί, έχανε πολύτιμο χρόνο.»Τρεις μέρες αργότερα, όταν αποκρούστηκε η επίθεση των Ιταλών, κάποιο ελληνικό τμήμα, περαστικό από τη Τσούκα, βρήκε το κορμί του Αλέξανδρου Διάκου πάνω σ” ένα στρώμα από κλαδιά και φύλλα. Τα κουμπιά της στολής του έλειπαν. «Να ήταν, τάχα, ένα βάρβαρο και ιερόσυλο πάθος που είχε σπρώξει τους Αλπίνι ν΄ απλώσουνε βέβηλο χέρι πάνω στο σκοτωμένο παλικάρι, ή, μήπως, η επιθυμία να πάρουν ευλαβικά κάποιο ενθύμιο από το άγιο λείψανο ενός αληθινού ήρωα;» αναρωτιέται ο Κώστας Τριανταφυλλίδης.
Μετά από χρόνια τα οστά του Αλέξανδρου Διάκου μεταφέρθηκαν στην γενέτειρα του, στο νησί της Χάλκης ενώ ο ανδριάντας του δεσπόζει σε κεντρικό σημείο στην πόλη της Ρόδου για να θυμίζει την θυσία του στις νεότερες γενιές. Τo Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων Με το ίδιο πάθος σαν αυτό του Αλέξανδρου Διάκου έσπευσαν αμέσως από την πρώτη μέρα του πολέμου να καταταγούν οι Δωδεκανήσιοι που βρισκόταν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Εκατοντάδες από αυτούς κάθε ηλικίας και από όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου ζήτησαν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου θεωρώντας ότι αυτός ο πόλεμος θα οδηγούσε στην απελευθέρωση των νησιών οι κάτοικοι των οποίων υπέφεραν τα πάνδεινα από την Ιταλική κατοχή. Οι Δωδεκανήσιοι αυτοί συγκρότησαν το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων που ύστερα από εκπαίδευση στου Γουδή βρέθηκε στην Μακεδονία για να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη. Με την εισβολή των Γερμανών και την κατάληψη της Ελλάδας το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων διαλύθηκε ενώ οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων μπήκαν στην «μαύρη λίστα» των Ιταλών και κατάφεραν να επιστρέψουν στα νησιά μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου.