Ο χαμαιλέοντας της μουσικής Ντέιβιντ Μπάουι

Ένας μουσικός που ζούσε στον δικό του πλανήτη κατέβηκε για λίγο στη Γη για να μετατραπεί σε ένα από τα λαμπρότερα σύμβολα τόσο της ροκ σκηνής όσο και της ποπ κουλτούρας.

Με ζωή σαν δαιδαλώδη μύθο, αμέτρητες μεταμορφώσεις και εξίσου αναρίθμητες περσόνες, ο Ντέιβιντ Μπόουι πορεύτηκε στη μουσική ως ένα εντελώς ιδιαίτερο φαινόμενο που κανείς δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει.

Άλλοτε αλλόκοσμος εξωγήινος και άλλοτε ευάλωτη ανδρόγυνη φιγούρα, ο βρετανός καλλιτέχνης δημιούργησε ένα οπτικό και ηχητικό σύμπαν που σπανίως έχουμε ξαναδεί στη βιομηχανία του θεάματος, έναν ολοκληρωμένο κόσμο δηλαδή που διακρίνεται από την ηλεκτρική φωνή του αλλά και την ατόφια μουσική ιδιοφυΐα του.

Ο εξαίσιος αυτός χαμαιλέοντας της μουσικής ήταν ένας άνθρωπος που αψηφούσε τις κατηγοριοποιήσεις και τα κλισέ: εξωγήινος, ανδρόγυνος, αιθέριος, απροσδόκητος, λαϊκός όπου χρειαζόταν, βουτηγμένος άλλοτε στην παρακμή, ό,τι κι αν έκανε, όπως κι αν το έκανε, πυροδοτούσε πάντα μόδες και έβρισκε κοπάδια μιμητών.

Μόνο που ο ίδιος δεν έμενε ποτέ σε αυτά και άλλαζε διαρκώς πρόσωπα και ήχους, παραμένοντας ένας από τους ελάχιστους πραγματικά καλλιτέχνες που διέτρεξαν με τέτοια άνεση είδη και εποχές. Ο Μπάουι ήταν πάντα νέος και όσο πειραματικός μπορούσε να αντέξει ο κόσμος.

Λένε συχνά ότι ο Μπάουι έκανε για την πόζα και τη σκηνική εκζήτηση ό,τι έκανε ο Τζίμι Χέντριξ για την ηλεκτρική κιθάρα και πιθανότατα έχουν δίκιο. Ο ροκάς που έκανε τη μουσική του ολοκληρωμένη τέχνη το έλεγε εξάλλου καλύτερα: «Όλη η τέχνη είναι ασταθής. Το νόημά της δεν υπονοείται απαραίτητα από τον δημιουργό. Δεν υπάρχει εξουσιαστική φωνή. Υπάρχουν μονάχα διαφορετικά νοήματα».

Ο Μπάουι ακολούθησε το ρεύμα της εκάστοτε εποχής όχι όμως για να το μιμηθεί, παρά για να το εκφράσει και συχνά να το υπονομεύσει, παραμένοντας στην πρώτη γραμμή της δημιουργίας ως άσος των μεταμορφώσεων και αρχέτυπο ενός εκρηκτικού ερωτισμού που απλώθηκε πάνω σε ό,τι κι αν έκανε. Και έκανε πολλά, είναι η αλήθεια. Του πιστώνουν ότι εξύψωσε τη μουσική του σε αυτό που μόνο ως τέχνη μπορεί να περιγραφεί, ζώντας λες σε έναν άλλο κόσμο εξαιρετικών ήχων και εξίσου θεσπέσιων εικόνων.

Αν και η μεγαλύτερή του εφεύρεση παραμένει η αληθινή του περσόνα, ο ίδιος ο Ντέιβιντ Τζόουνς που ο κόσμος θα μάθαινε ως Ντέιβιντ Μπάουι…

Πρώτα χρόνια

dddviddboowiieee1

Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς γεννιέται στις 8 Ιανουαρίου 1947 στο Μπρίξτον του Νότιου Λονδίνου ως γιος μιας σερβιτόρας και ενός υπαλλήλου φιλανθρωπικού οργανισμού. Ο καυγατζής πιτσιρικάς πηγαίνει κάποια στιγμή στο Δημοτικό και η φωνή του χαρακτηρίζεται «ικανοποιητική» ώστε να ενταχθεί στη σχολική χορωδία, αν και οι χορευτικές του φιγούρες λογίζονται «προχωρημένες καλλιτεχνικά» και «εξαιρετικές» από τους δασκάλου του.

dddviddboowiieee2

Βουτηγμένος στη μουσική και τα βιβλία, αρχίζει σε ηλικία 13 ετών να παίζει σαξόφωνο, ακολουθώντας το παράδειγμα του κατά 9 χρόνια μεγαλύτερου (και ετεροθαλούς) αδερφού του Τέρι, ο οποίος τον μύησε εξάλλου στους ήχους της ροκ μουσικής αλλά και της μπιτ λογοτεχνίας. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από τη μουσική του Κολτρέιν, του Έλβις Πρίσλεϊ αλλά και από τους δαίμονες του Τομ, η ψυχασθένεια του οποίου θα τον φέρει κάποια στιγμή έγκλειστο στο ψυχιατρείο, κάτι που θα σφραγίσει τη ζωή του νεαρού Ντέιβιντ. Ο Τέρι θα αυτοκτονήσει τελικά το 1985, αναγκάζοντας τον Ντέιβιντ να γράψει το κομμάτι «Jump They Say».

dddviddboowiieee3

Ολοκληρώνοντας τη βασική εκπαίδευση σε ηλικία 16 ετών και έχοντας ήδη αρκετές σόλο εμφανίσεις στις πλάτες του, αποφασίζει να επικεντρωθεί στη μουσική. Την εποχή αυτή συνδέεται με αρκετές μπάντες και μουσικά σχήματα (The Konrads, The King Bees, The Mannish Boys), μέχρι να βρει τη θέση του στο συγκρότημα Davy Jones and the Lower Third. Η μπάντα κυκλοφόρησε αρκετά σινγκλάκια, αν και κανένα δεν τους έδωσε το είδος της εμπορικής επιτυχίας που τόσο αποζητούσαν.