Μέχρι που έφτασες εσύ. Είχες κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά δεν ήθελα να το δεχτώ. Και σε απαρνήθηκα και καταδίκασα μαζί με εσένα και κάθε λέξη, συναίσθημα, «προσφορά» σου απέναντί μου. Δεν έφυγες όμως. Έτρεξε πίσω μου. Προσπάθησες να με φέρεις πιο κοντά. Να με κερδίσεις. Να με κάνεις δικιά σου. Μόνο δικιά σου. Αλλά χαθήκαμε. Για πολύ. Για μήνες. Όμως, η σκέψη μου έτρεχε σε εσένα. Αρκετές φορές. Μέχρι η ζωή να σε φέρει ξανά, τυχαία, κοντά μου. Και ξανάρχισες να με κυνηγάς και να με ψάχνεις. Και εγώ σε έδιωχνα, αλλά εσύ επέμενες. Για πολύ. Για μήνες. Όμως εγώ σε πόνεσα. Σε πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου. Με την άρνησή μου απέναντι σε εσένα και στη ψυχή σου που κουβαλούσε τόσα πολλά. Μα εσύ επέμενες. Ώσπου με κέρδισες. Με έκανες δική σου. Και έκανες τόσα για να είμαι καλά και να χαμογελάω. Και με έκανες ευτυχισμένη, με έκανες να νιώθω μοναδική, ιδιαίτερη, ξεχωριστή. Τι άλλο να θέλει μια γυναίκα πέρα από αυτό; Πες μου.
Περνούσε ο καιρός και ήμασταν μαζί. Περνάει ο καιρός και είμαστε μαζί. Και κάθε μέρα σε μάθαινα περισσότερο. Και κάθε μέρα σε μαθαίνω περισσότερο. Και γίνεσαι όλο και πιο δικός μου. Και εγώ γίνομαι όλο και πιο δική σου. Και σε χάζευα και σε χαζεύω. Και ξεκίνησα να λατρεύω τον τρόπο που μου μιλάς. Τον τρόπο που με κοιτάς όταν σε κοιτάζω. Και τον τρόπο που με κοιτάς όταν το βλέμμα μου χάνεται στο άπειρο. Τον τροπο που με κοιτάς όταν είμαι αφηρημένη. Τον τρόπο που με κάνεις και γελάω σαν μικρό παιδί. Ξεκίνησα να λατρεύω τον τρόπο που με αγκαλιάζεις. Τον τρόπο που με μαλώνεις. Τον τρόπο που νευριάζεις.
Πια, λατρεύω το δάκρυ μου για σένα. Τον πόνο και το δράμα μου για σένα. Λατρεύω τη διαφωνία μας, τις φωνές μας και τη διαφορά των ψυχών μας. Λατρεύω τη γκρίνια σου. Τη ζήλεια και το παράπονό σου. Τον φόβο σου μήπως με χάσεις. Τις αμφιβολίες σου.
Λατρεύω να σε κάνω να γελάς. Να σε γεμίζω. Να σε κάνω χαρούμενο. Λατρεύω να ζηλεύω και να παραπονιέμαι. Τον φόβο μου μήπως σε χάσω. Τις αμφιβολίες μου.
Λατρεύω να είμαστε ίδιοι. Λατρεύω να είμαστε διαφορετικοί.
Λατρεύω το να σ αγαπώ
