Ο άνθρωπος που με το θάνατο του στις 13/10/1904 στην Μακεδονία, ακριβώς πριν από 111 χρόνια, κινητοποίησε το Εθνικό Κέντρο -Αθήνα- να ενδιαφερθεί για τους Έλληνες βόρεια της Μελούνας, όπου τότε έφταναν τα σύνορα της χώρας.
Στο μικρό νεοκλασικό των 100 περίπου τ.μ., που σήμερα στέκει εγκαταλελειμμένο και ξεχασμένο από τους νεοέλληνες, ο Παύλος Μελάς έζησε με τη σύζυγο του Ναταλία, αδελφή του επίσης μεγάλου Έλληνα Ίωνα Δραγούμη, και τα δυο παιδιά τους Μιχάλη (Μίκης) και Ζωή (Ζέζα) μοναδικές στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, που όμως δεν τον απέτρεψαν να πάρει την απόφαση και να ανηφορίσει στα άγνωστα και επικίνδυνα κατατόπια της Μακεδονίας, απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Η κατοικία χτίστηκε το 1894, έτος γέννησης του γιου του Μιχάλη και θεωρείται τυπικό παράδειγμα κατοικίας στο πνεύμα της αγροτικής αρχιτεκτονικής.
Το 2009 το Δημοτικό Συμβούλιο Κηφισιάς κήρυξε την κατοικία του Παύλου Μελά ως Εθνικό Μνημείο. Την ίδια περίοδο και το υπουργείο Πολιτισμού, επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά, χαρακτήρισε το οίκημα διατηρητέο νεότερο μνημείο και αποφασίσθηκε η άμεση εκτέλεση εργασιών στερέωσης, προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευσή του.
Το 2012 εγκρίθηκε από την Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, η πλήρης μελέτη αποκατάστασης της οικίας του Παύλου Μελά. Ωστόσο από τότε έως σήμερα παραμένει στα συρτάρια του υπουργείου και οι εργασίες ανακαίνισης έχουν «βαλτώσει» λόγω έλλειψης κονδυλίων προφανώς ή και πολιτικής βούλησης.
Η εγγονή και κληρονόμος του ήρωα γνωστή γλύπτρια κυρία Ναταλία Ιωαννίδου, κληρονόμος της κατοικίας Μελά, αγωνιά για το μέλλον της κατοικίας του Παύλου Μελά. Εκτός από την αδιαφορία και την εγκατάλειψη, η κληρονόμος έχει να αντιμετωπίσει και τον… ΕΝΦΙΑ. Πέρυσι η κυρία Ιωαννίδου, που ζει με μία σύνταξη 800 ευρώ, κλήθηκε να καταβάλλει 6.500 ευρώ συνολικά για την ακίνητη περιουσία της μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και το σπίτι με το οικόπεδο του Παύλου Μελά. «Πλέον δεν ελπίζω σε τίποτα. Είμαι απογοητευμένη. Ο λαός τους ψήφισε, τι να λέμε τώρα…» αρκέστηκε να δηλώσει στο protothema
Ποιος ήταν ο Παύλος Μελάς
Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού. Ήταν γιος του Μιχαήλ Μελά και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη. Στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην περιοχή της Μακεδονίας.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Ηταν ένα από τα επτά παιδιά του ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδυσσό. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τον Παρακάλαμο Πωγωνίου της Ηπείρου, όπου ακόμα σώζονται τα ερείπια του οικογενειακού πύργου. Η οικογένεια του μετακινήθηκε στην Αθήνα το 1874.
Το 1885 ο Μελάς τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός το 1891. Παράλληλα γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού και μέλλοντα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα Δραγούμη. Ο Στέφανος Δραγούμης ήταν επίσης φλογερός εθνικιστής και είχε εμφυσήσει στα παιδιά του αντίστοιχα ιδανικά. Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892 και απέκτησαν δύο παιδιά: Τον Μιχάλη (χαϊδευτικά Μίκης) το 1895 και τη Ζωή (χαϊδευτικά Ζέζα) το 1897.
O Μελάς ήταν από τους πρώτους που στελέχωσαν το «Μακεδονικό Κομιτάτο», που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1900 με στόχο τη διάσωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας από τον βουλγαρικό επεκτατισμό. Το 1904 μαζί με τους αξιωματικούς Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη, επιχειρούν να εισέλθουν στην Μακεδονία προς επιτόπια μελέτη της κατάστασης. Ωστόσο το εγχείρημα αποτυγχάνει και επιστρέφουν στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, μετά από κατάλληλη προετοιμασία, θα καταφέρει τελικά να περάσει τα σύνορα στη Μελούνα, ως ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες». Για περίπου 20 μέρες θα επισκεφθεί χωριά της Μακεδονίας, ενώ στην Θεσσαλονίκη συναντιέται κρυφά με τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά, όπου ανταλλάσσουν σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για την κατάσταση στην Μακεδονία και προτείνει δράση κατά των κομιτατζήδων.
Ο ίδιος θα αναλάβει τελικά την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, και με ένοπλο σώμα 35 ανδρών που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί, πέρασαν τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισήλθαν στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στη σημερινή Άρνισσα.
Έχοντας να αντιμετωπίσει από πολύ νωρίς το κυνηγητό του οθωμανικού στρατού Οθωμανών, μια και η παρουσία του στην Μακεδονία προδόθηκε, το σώμα του Παύλου Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η πρώτη «επιχείρηση» θα πραγματοποιηθεί στις 15 Σεπτεμβρίου στο χωριό Σρέμπερνο, όπου ο Μελάς συνέλαβε δύο φιλοβούλγαρους που τους έπεισε να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και να αποκηρύξουν την εξαρχία. Ακολούθησαν και άλλες μικρές «επιχειρήσεις» με στόχο να ανυψωθεί το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων, που είχαν να αντιμετωπίσουν την βουλγαρική πλημμυρίδα και απειλή.
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς). Ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει».
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του.
Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.
Ο Παύλος Μελάς χάρη στη στάση του και την εκτεταμένη δημοσιότητα που απέκτησε ο θάνατος του αποτέλεσε υπόδειγμα γενναιότητας και αυταπάρνησης για την απελευθέρωση της πατρίδας στην ελληνική ιστορία. (πληροφορίες από ελληνική Wikipedia).