Οι βουλευτικές εκλογές στη Σρι Λάνκα, ίσως σηματοδοτήσουν την παραμονή στην κεντρική πολιτική σκηνή του πρώην ισχυρού προέδρου της χώρας Μαχίντα Ρατζαπάξα.
Τον Ιανουάριο, ο Ρατζαπάξα έχασε την προεδρία από τον πρώην πολιτικό του σύμμαχο, ο οποίος πήρε τα ηνία από του κόμματος του. Ο πρόεδρος Μαιθριπάλα Σιρισένα, πάντως δήλωσε πως δεν σκοπεύει να ηγηθεί ξανά του κόμματος.
Ο Ρατζαπάξα ανέλαβε την εξουσία το 2004 και τη διατήρησε για δέκα χρόνια. Σε αυτές τις εκλογές όμως επέλεξε να διεκδικήσει την πρωθυπουργία της χώρας. Ο Σιρισένα σφυρηλάτησε μία διακομματική συμμαχία με σκοπό να αποδυναμώσει την κυβερνώσα παράταξη και να δώσει ένα τέλος στη πολιτική κυριαρχία του Ρατζαπάξα.
Ένα από τα ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά του Ρατζαπάξα, είναι το τέλος που κατάφερε να βάλει στον πόλεμο με τους αντάρτες Ταμίλ, έξι χρόνια πριν. Ο εμφύλιος διήρκεσε για 26 χρόνια και κόστισε την ζωή σε περισσότερους από 70.000 ανθρώπους, ενώ 140.000 ακόμη αγνοούνται. Κάποιοι βέβαια έκαναν λόγο για γενοκτονία και όχι συμφιλίωση η οποία έλαβε χώρο με έναν άκρως απολυταρχικό τρόπο.
Ο ίδιος ο Ρατζαπάξα, έκανε λόγο για μία πολιτική νίκη άνευ προηγουμένου.
Η νίκη αυτή ήταν επί της ουσίας νίκη για για την Βουδιστική κοινότητα της χώρας που αποτελεί την πλειοψηφία. Υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 20 εκ πολίτες.
Η διαφθορά όμως δεν άφησε ανεπηρέαστο το κόμμα του Ρατζαπάξα. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον κατηγόρησαν ότι φέρθηκε με βάναυσο τρόπο σε πολιτικούς διαφωνούντες, αγνοώντας βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Ρατζαπάξα, που θεωρείται ήρωας και σύμβολο του τερματισμού του θρησκευτικού εμφυλίου, ακολούθησε μία φιλική πολιτική προς την Κίνα.
Επί των ημερών του, η χώρα έλαβε δισεκατομμύρια δολάρια από το Πεκίνο, για να αναδειχθεί σε σταθμό του ναυτικού δρόμου του μεταξιού.
Ο Σιρισένα πάντως, κατάφερε να αποσπάσει την υποστήριξη μεγάλης μάζας του λαού υποσχόμενος ότι θα καταπολεμήσει τη διαφθορά και την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος.
Η συνεργασία του με το κόμμα του πρωθυπουργού Ρανίλ Βικρεμεσίνγκε θεωρήθηκε επιτυχημένη και βασίστηκε στην απο κοινού δέσμευση τους για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, εκσυγχρονισμού των κοινωνικών δομών και στην οικοδόμηση στενότερων σχέσεων με τις χώρες της Δύσης.