Η ιστορία μου ξεκινάει στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, όταν ο σύζυγός μου και εγώ μετακομίσαμε στο Ελληνικό, από τις Σέρρες όπου μέναμε, μαζί με τους δύο γιους μας σε ένα νεόκτιστο διαμέρισμα .
Είμαστε και οι δύο στην ίδια ηλικία, πλησιάζουμε το τέλος της δεκαετίας των 30, με το μεγάλο «τέσσερα» να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Είμαστε παντρεμένοι από τα είκοσι εννιά μας και τα δύο αγόρια μας είναι σήμερα οχτώ και έξι ετών.
Η απόφαση της μετακόμισης δεν ήταν εύκολη για μένα καθότι γραφίστρια στο δημιουργικό τμήμα μιας μικρής εταιρίας στις Σέρρες, ήξερα πολύ καλά πώς στην Αθήνα το πιθανότερο ήταν να γίνω μια χαρωπή νοικοκυρά. Στην αρχή τουλάχιστον. Αποφάσισα όμως να στηρίξω τον σύζυγό μου καθώς του παρουσιάστηκε μια πολύ καλή επαγγελματική ευκαιρία – ειδικά για την εποχή μας – κι έτσι πήραμε την μεγάλη απόφαση.
Θέλοντας και μη λοιπόν, έπρεπε να προσαρμοστώ στη νέα μου καθημερινότητα , το πρόγραμμα της οποίας διαφέρει σε αρκετά σημεία σε σχέση με την προηγούμενη ζωή μου: ετοιμάζω το πρωινό στα αγόρια, τα πηγαίνω στο σχολείο και στην συνέχεια ασχολούμαι με το σπίτι. Οι δουλειές στο σπίτι βέβαια ποτέ δεν τελειώνουν, πόσο μάλλον για μένα που συγκατοικώ με …τρείς άντρες! Οι δουλειές στο σπίτι είναι πολλές, ενώ κάθε μέρα πρέπει να απαντήσω και στο αιώνιο ερώτημα «Τι να μαγειρέψω σήμερα;». Έτσι, σπάνια καταφέρνω να ξεκλέψω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου και να βρω νέα ενδιαφέροντα στην καινούργια μας ζωή.
Μετά από δύο μήνες που μέναμε στο καινούργιο σπίτι και μπορώ να πω πώς είχαμε τακτοποιηθεί, αποφάσισαν τα πεθερικά μου να μας κάνουν μια επίσκεψη!
Ασχολιόμουν με την βεράντα και μεταφύτευα σε μεγάλες γλάστρες τα φυτά που μόλις είχα αγοράσει για το μπαλκόνι μας, όταν ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο με την πεθερά μου να μου ανακοινώνει πώς το πολύ σε δυόμιση ώρες θα ήταν στην Αθήνα. Ο άντρας μου δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά και τα αγόρια βλέπανε ταινία στον υπολογιστή τους.
Μόλις το έκλεισα το τηλέφωνο, συνειδητοποίησα τον μικρό χαμό τριγύρω μου. Γλάστρες πεταμένες δεξιά κι αριστερά, σκόνη και χώματα πεταμένα στο πάτωμα, σακούλες να ανεμίζονται, εγώ να έχω το «μαύρο μου το χάλι» και το ψυγείο άδειο, αφού δεν είχα προλάβει να πάω σουπερμάρκετ και τα παιδιά είχαν βολευτεί για την ώρα με χυμό και σάντουιτς.
Πανικός! Ήθελα τουλάχιστον μια ώρα να τακτοποιήσω τις βεράντες, μισή ώρα να κάνω μπάνιο και άλλη μια ωρίτσα μέχρι να πάνω να ψωνίσω στο σουπερμάρκετ. Συν το μαγείρεμα, θα μας έπαιρνε η νύχτα! Τι εντύπωση θα έδινα στα πεθερικά μου, που έτσι κι αλλιώς δεν μας επισκέπτονταν συχνά ακόμα και στις Σέρρες;
Την λύση την έδωσε ο άντρας μου, όταν τον πήρα αγχωμένη τηλέφωνο. Μου πρότεινε να κάνω ηλεκτρονικά τα ψώνια μου, από το ίδιο σουπερμάρκετ που αγοράζουν τις προμήθειες για την εταιρία που εργάζεται. «Μέχρι να τελειώσεις με τις βεράντες, θα έχουν έρθει όλα τα ψώνια μας», με διαβεβαίωσε.
Δεν είχε άδικο! Η ταχύτητά μου στην πλοήγηση για την εύρεση των προϊόντων, η άμεση εξυπηρέτηση και η ασφάλεια στον τρόπο πληρωμής, εξέπληξαν ακόμα και μένα την ίδια!
Μόλις είχα βγει φρεσκολουσμένη από το μπάνιο μου, όταν κατέφθασαν τα πεθερικά μου. Μέχρι να πιούμε το δροσιστικό ρόφημα που είχα παραγγείλει, βγήκε και το κοτόπουλο από τον φούρνο. Περάσαμε υπέροχα, με εμένα διπλά χαρούμενη αφού κατάφερα να υποδεχθώ σωστά τους καλεσμένους μας και έμαθα κάτι καινούργιο. Έκτοτε το συνηθίζω να κάνω ηλεκτρονικά τα ψώνια μου για το σούπερ μάρκετ.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτήν μου την επιλογή, αποτελεί η εξοικονόμηση χρόνου, ακολουθούμενη από τις online προσφορές, τις χαμηλές τιμές και την ποικιλία προϊόντων. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό αισθάνομαι πραγματικά κερδισμένη κάθε φορά που ψωνίζω αφού έτσι καταφέρνω να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στο χόμπι μου, τη συγγραφή άρθρων για το μπλογκ μου με θέματα που αφορούν όλες τις νοικοκυρές.
Ξέρω ότι δεν θα πάρω το βραβείο Πούλιτζερ, αλλά μπορώ και συνεισφέρω με αυτόν τον τρόπο στο οικογενειακό μας εισόδημα και παραμένω μια χαρούμενη σύζυγος για τον άντρα μου και μια ευτυχισμένη μαμά για τα παιδιά μου.