To Hit & Run ζήτησε από βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να γράψουν την άποψή τους στο θέμα:
«Κυβέρνηση της Αριστεράς: Προεκλογικές δεσμεύσεις και κυβερνητική πρακτική»
– Άρθρο του Βαγγέλη Διαμαντόπουλου
Παραδοσιακά τα κόμματα που ευελπιστούν να κυβερνήσουν αναπτύσσουν το πρόγραμμα τους δεσμευόμενα προεκλογικά για το τι θα πράξουν μετεκλογικά. Η παλιότερη πρακτική των αστικών κομμάτων να διαγωνίζονται σε ένα ρεσιτάλ ακατάσχετης «παροχολογίας» στα χρόνια των “παχιών αγελάδων”, πέρασε στο τελευταίο στάδιο στο οποίο υποτάσσονταν στην λογιστική λογική του οικονομισμού, των κοστολογημένων δηλαδή μέτρων και προτάσεων.
Στις τελευταίες εκλογές, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, ήταν προ των πυλών της ανάληψης της διακυβέρνησης και κλήθηκε να διατυπώσει το πρόγραμμά του προς την κοινωνία, στην πλέον ασταθή οικονομικά περίοδο των τελευταίων δεκαετιών. Έτσι, λοιπόν, οι κοινωνικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν έπειτα από τον τετραετή νεοφιλελεύθερο-μνημονιακό οδοστρωτήρα, μετουσιώθηκαν σε πολιτικό σχέδιο και συμπυκνώθηκαν στο πρόγραμμα της Δ.Ε.Θ, χωρίς δυστυχώς να ξεφεύγουν -μέσω της κοστολόγησης- από την οικονομίστικη λογική του αντιπάλου, η οποία έδινε σε μερίδα του κόσμου την ασφάλεια του «δεδομένου» και όχι την συνευθύνη της διεκδίκησης.
Έπειτα από τις εκλογές της 25ης Γενάρη σχηματίστηκε κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και εταίρο τους ΑΝ.ΕΛ. Δύο κομμάτων με ισχυρές ιδεολογικές διάφορες αλλά με λαϊκή γείωση και διάθεση για μια μάχη που έπρεπε να δοθεί σε όλα τα επίπεδα.
Βασικός, όμως, παράγοντας για την υλοποίηση των προεκλογικών προταγμάτων υπήρξε η διαπραγμάτευση με τους δανειστές που ξεκίνησε με το «καλημέρα» εν μέσω της παγίδας ρευστότητας που είχε δημιουργηθεί με την βοήθεια της προηγούμενης κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα ήταν η αιματηρή αλλά αναγκαία συμφωνία της 20ης Φλεβάρη η οποία στόχευε στο να αποτελέσει τη μεταβατική κατάσταση από την προηγούμενη μνημονιακή περίοδο σε μια ολοκληρωμένη συμφωνία για τα ζητήματα του χρέους και της αναπτυξιακής πορείας της χώρας μας. Από την ίδια την συμφωνία αλλά και την άμεση υπονόμευση της από την πλευρά των δανειστών φάνηκε ξεκάθαρα πως πρόκειται για μια διελκυστίνδα που θα είχε διάρκεια μαραθωνίου.
Σε αυτή τη διαδικασία ήταν φανερό πως οι δανειστές από την πλευρά τους θα προσπαθούσαν να φθείρουν οικονομικά και ηθικά την κυβέρνηση, να κουράσουν τον κόσμο έτσι ώστε να χαθεί το λαϊκό έρεισμα ενώ από την άλλη πλευρά εμείς θα προσπαθούσαμε να βάλουμε μια «πρώτη τάξη» στο κράτος και να νομοθετήσουμε προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, σφυρηλατώντας μια δυναμική σχέση με τον αρχικό λαϊκό ενθουσιασμό.
Σε αυτούς τους πρώτους μήνες, και ενώ, δυστυχώς, η υλοποίηση ένα μέρος του προεκλογικού προγράμματος μας ετεροπροσδιορίζεται από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης -πράγμα το οποίο αποκλείαμε προεκλογικά- η κυβέρνηση έφερε νομοσχέδια τα οποία είχαν τον χαρακτήρα των «επειγόντων μέτρων» με στόχο από τη μια το «συμμάζεμα» των μνημονιακών συντριμμιών, την μερική αποκατάσταση των αδικιών και κυρίως το ταξικό πρόσημο που χρειαζόταν για να ισχυροποιηθεί η σχέση μας με τον κόσμο, ενώ από την άλλη παρεμβάσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων υλοποιώντας έτσι μέρος του προεκλογικού προγράμματος.
Σε ένα τέτοιο γενικό πλαίσιο, λοιπόν, μέσα από -άλλοτε κραυγαλέες- επιλογές, λάθη και παραλείψεις, προσώπων που επιλέχθηκαν να στελεχώσουν κάποια Υπουργεία και άλλες θέσεις σε χαμηλότερο επίπεδο, δυστυχώς, δεν μας επέτρεψαν να αποδείξουμε πως ένας σαρωτικός αέρας πνέει από τον Γενάρη στη χώρα μας. Tο έργο των πρώτων μηνών κρίνεται θετικό σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια αλλά όχι επαρκές για να ενθουσιάσει τον λαό μας.
Προφανώς, για την αριστερά δεν νοείται αλλαγή χωρίς τον λαό ενεργό και οργανωμένο σε κίνημα όμως η σημειολογία των πράξεων μιας κυβέρνησης μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στο να προκαλέσει τον λαϊκό ενθουσιασμό. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι των πιο κρίσιμων επιλογών. Καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιό είναι το προσφορότερο πλαίσιο στο οποίο μπορούν να υλοποιηθούν τα πολιτικά μας προτάγματα τα οποία εκπορεύονται από τις ανάγκες της κοινωνίας και ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων.
Καμία επιλογή δεν είναι εύκολη. Δεν μπορεί κανείς, είτε πολιτικός είτε πολίτης, να κρυφτεί πίσω από καμία «κοστολόγηση» ή απαίτηση “οδικού χάρτη”. Καμία επιλογή ποτέ δεν ήταν ούτε θα είναι ασφαλής με την έννοια της «νοικοκυραίικης» εξασφάλισης του προσωπικού συμφέροντος έξω από τη γενική κοινωνική προκοπή.
Από αυτή την άποψη όλες οι δυνατότητες παραμένουν ανοικτές. Δύο είναι τα μεγάλα στοιχήματα με τα οποία θα αναμετρηθεί τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η κυβέρνηση μας το επόμενο διάστημα. Πρώτον είναι το σταμάτημα της πολιτικής της λιτότητας, μια πολιτική πού είναι σχεδιασμένη να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ελίτ στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, υποτιμώντας τα δικαιώματα και την εργασιακή δύναμη των λαϊκών στρωμάτων και δεύτερον το στοίχημα της αναδιανομής του πλούτου και άρα της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Με αυτήν την έννοια μια κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να μεταβάλει τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας , μεταξύ πλουσίων και φτωχών και να συντελέσει έτσι στην μείωση της κοινωνικής ανισότητας και στο αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης.
hitandrun.gr