Μάχη της στενωπού της Κλεισούρας, 13/14-4-1941

 
 

Η προετοιμασία της 20ής Μεραρχίας περιελάμβανε την καταστροφή
τμημάτων του οδικού άξονα μεταξύ της Βεύης και της Καστοριάς, στο στενό
πέρασμα της Κλεισούρας, καθώς και η προστασία της κωμόπολης της
Κλεισούρας. Η πρώτη επαφή των δύο αντίπαλων στρατευμάτων γίνεται ήδη
στις 17:00 μ.μ. της
13ης Απριλίου, δηλαδή πριν ολοκληρωθεί η μετακίνηση
όλης της ελληνικής Μεραρχίας.

Τα μπροστινά γερμανικά στρατιωτικά τμήματα επιτέθηκαν κυρίως στο I/81
στο ύψωμα της Σαργκονίτσας συναντώντας ισχυρή αντίσταση. Διοικητής του
τάγματος αναγνώρισης ήταν ο Κουρτ Μάγιερ,ο οποίος οργάνωσε το τάγμα του
σε τρεις ομάδες επίθεσης, με επικεφαλής τον ίδιο και τους αξιωματικούς
Κράας (Kraas) και Γιούνσε (Wünsche). Η σφοδρή επίθεση είχε ως αποτέλεσμα
να δημιουργηθεί τέτοια ανάγκη οπισθοχώρησης, επειδή οι άνδρες του δεν
υπάκουαν σε αλλεπάλληλες διαταγές του να επιτεθούν, που ο Γερμανός
αξιωματικός προκειμένου να τους εξαναγκάσει να προχωρήσουν, να
εκσφενδονίσει μία χειροβομβίδα. Μόνο με έντονη προσπάθεια και την
απαραίτητη υποστήριξη του πυροβολικού, τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα
αναγνώρισης, υπό τις διαταγές του Κουρτ Μάγιερ, κατάφεραν να απωθήσουν
το τάγμα I/87 στις 21:00, αναγκάζοντας να την υποχωρήσει από τα υψώματα
Σουμπρέτς (1623 μ.) και Σαργκονίτσα (1386 μ.) που είχε υπό τον έλεγχό
της. Αιχμαλωτίστηκε μέρος του αριστερής πυροβολαρχίας εκτός από έναν
ουλαμό.

Μετά από αυτήν την εξέλιξη, το τάγμα πεζικού ΙΙΙ/80, που βρίσκονταν
στην οπισθοφυλακή, προσπάθηκε στις 23:00 να καταλάβει τα δύο υψώματα εν
μέσω πυρών και αιχμαλωτίζεται. Οι Γερμανοί μετά την πρώτη νικηφόρα
εξέλιξη, παρέμειναν σε αδράνεια και δεν συνέχισαν την πορεία τους.Μέσα
στην νύχτα ακολούθησε νέα ανταλλαγή πυρών που οδήγησε στην εξάντληση των
αποθεμάτων πυρομαχικών των ελληνικών δυνάμεων. Συνολικά 50 Έλληνες
αξιωματικοί και στρατιώτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, της
13ης Απριλίου. Ο διοικητής του 20ης Μεραρχίας, βλέποντας το πεσμένο
ηθικό των μονάδων, ζήτησε να έρθει προς ενίσχυση τμήμα του Τμήματος
Στρατιάς της Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που μάχονταν στην ελληνοαλβανική
μεθόριο και να ενσωματωθεί στο Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας
(ΤΣΚΜ) που ανήκε η 20η Μεραρχία.


14 Απριλίου

Από τις 04:30 το γερμανικό πυροβολικό άρχισε να χτυπάει τις ελληνικές
θέσεις, ακολουθούμενο από το πεζικό. Oι Γερμανοί επιτέθηκαν στους δύο
δρόμους στην ανατολική έξοδο του περάσματος, με τη χρήση καπνογόνων και
έντονα πυρά πυροβόλων για κάλυψη. Η μία ομάδα επίθεσης κατευθύνθηκε προς
τον δρόμο που οδηγεί βόρεια από την χαράδρα του ρέματος του Βέρνου προς
το στενό πέρασμα Νταούλι, με την υποστήριξη βαριών αρμάτων τύπου
ελαφρών τεθωρακισμένων Ασόλτ Γκαν (Αssault Gun, Sturmgeschütz). Η άλλη
ομάδα επίθεσης κατευθύνθηκε στην άλλη χαράδρα που οδηγεί στην Κλεισούρα
και στο ύψωμα Τζούμα Μάνου.

Αφού
οι γερμανικές δυνάμεις είχαν από το προηγούμενο βράδυ καταλάβει το
ύψωμα της Σαργκονίτσας, μπορούσαν να βάλλουν πιο εύκολα κατά του
ελληνικού 6ου τάγματος πυροβόλων που είχε λάβει θέση στο στενό πέρασμα
Νταούλι και άνοιξαν πυρ. Όμως λόγω των ελλείψεων το Τάγματος σε πολεμικό
υλικό, στις 7:00 τα πυρομαχικά εξαντλήθηκαν με αποτέλεσμα να εκτεθεί
όλη η ελληνική άμυνα. Οι Γερμανοί είχαν σημαντική υπεροχή στο πεδίο. Η
ελληνική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες που είχε η έλλειψη
αντιαρματικού εν αντιθέσει με την γερμανική που διέθετε ελαφρού τύπου
τεθωρακισμένα, το μειωμένο ηθικό των στρατιωτών που χειροτέρευε από τις
απώλειες της προηγούμενης νύχτας, την σωματική κούραση και τον τρόμο που
προκαλούσαν τα γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη της Λουφτβάφε. Από τις 9:00
η 6ο τάγμα άρχισε να διασπάται, τα πολυβόλα μπλοκάρουν ή σιγούν λόγω
έλλειψης πυρομαχικών και τα στοιχεία του πυροβολικού αποχωρούν. Στις
10:30 οι πυροβολητές αναγκάζονται να παραδοθούν. Το τάγμα Ι/80 αν και
μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή δεν συμμετείχε στην μάχη, αποσύρθηκε
όταν ο αξιωματικός διαπίστωσε τον άμεσο κίνδυνο περικύκλωσης του
τάγματος από τα βόρεια. Ενώ λοιπόν αποχωρούσε, το τάγμα δέχθηκε επίθεση
από ελαφρύ τεθωρακισμένο από πολύ μικρή εμβέλεια, έπειτα από μια
αποτυχημένη προσπάθεια απόκρουσης της επίθεσης, αναγκάστηκε να παραδοθεί
στις 10:45, με εξαίρεση το 1ο στοιχείο του πυροβολικού.

Ο
διοικητής της 20ης Μεραρχίας προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις μονάδες
δυτικά του περάσματος με κάλυψη του πεζικού από το πυροβολικό στα
δυτικά, ενώ χρησιμοποίησε την μονάδα του μηχανικού και την μονάδα της
αναγνώρισης της Μεραρχίας για να εμποδίσουν την οπισθοχώρηση. Ωστόσο το
γερμανικό πυροβολικό και γερμανική αεροπορία τρομοκρατούσαν τα ελληνικά
τμήματα θέτοντας σε κίνδυνο αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατού.

Το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) έχοντας πληροφορηθεί
τις τελευταίες εξελίξεις, διέταξε την επανακατάληψη των χαμένων θέσεων,
πράγμα που δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη λόγω της διάσπασης των
μονάδων. Μετά την άδεια του Γενικού Επιτελείου, ο Διοικητής του Τμήματος
Κεντρικής Μακεδονίας Υποστράτηγος Χρήστος Καράσσος, ζήτησε ενισχύσεις
από τον Διοικητή της «Δύναμης W» Αντιστράτηγο Γουίλσον να διατάξει την
βρετανική 1η Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων Τσάρινκτον (Charrington), που
βρίσκονταν τότε κοντά στο Άργος Ορεστικό, για αντεπιτεθεί. Παρόλο που η
διαταγή δόθηκε από τον Αντιστράτηγο Γουίλσον, η ταξιαρχία δεν υπάκουσε
στην διαταγή αφού θεώρησε λανθασμένα ότι ήταν απλά μια προτροπή.

Ο Διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ)
βλέποντας την απουσία ενίσχυσης, κάλεσε προς βοήθεια το Τμήμα Στρατιάς
Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και ζήτησε την αποστολή τριών πυροβολαρχιών
που θα μπορούσαν με το πεζικό και ένα υπάρχον πυροβολικό να
ανακαταταλάβουν το πέρασμα. Παρά το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία,
δεν υπήρχαν αρκετά διαθέσιμα μεταφορικά μέσα ώστε να μεταφέρει τις
απαραίτητες δυνάμεις από την Αλβανία, με την πιο κοντινή δύναμη, το 13η
Μεραρχία κοντά στην Βίγλιστα του σύγχρονου Νομού Κορυτσάς. Το απόγευμα
της 14ης Απριλίου, μόνο το 1ο τάγμα πυροβολικού του 23ου Συντάγματος
(Ι/23) είχε καταφέρει να φτάσει στις 20:00 στην διάβαση της Καστοριάς
και μάλιστα δεν χρησιμοποιήθηκε προς ενίσχυση.

Έως
το απόγευμα της 14ης Απριλίου, η κωμόπολη της Κλεισούρας και οι γύρω
ορεινές περιοχές είχαν καταληφθεί και ο δρόμος προς Καστοριά ήταν
ανοιχτός. Η μάχη κατέληξε σε κατάληψη της Κλεισούρας, με 600 στρατιώτες
αιχμαλώτους από τις γερμανικές δυνάμεις και με απώλειες ενός αξιωματικού
και έξι οπλιτών, ενός Γερμανού χωροφύλακα, και 17 συνολικά τραυματιών.
Οι Γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους για να επιτεθούν στο τάγμα I/23
και άλλα στοιχεία του 13ης Μεραρχίας στις 15 Απριλίου. Στις 16 του
μηνός, το τάγμα του Μάγιερ, διεισδύει πίσω από τις ελληνικές γραμμές και
επιτίθεται στη Καστοριά από το νότο, αφού προηγουμένως είχε
βομβαρδιστεί, αιχμαλωτίζοντας συνολικά 1.100 στρατιώτες. Η μάχη που
ακολούθησε είναι γνωστή στην ελληνική στρατιωτική ιστορία ως η Μάχη του
Άργους Ορεστικού ή η Μάχη της λίμνης της Καστοριάς. Για τις ενέργειες
αυτές, απονεμήθηκε στον Μάγιερ ο Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού
στις 18 Μαΐου του 1941.

Ο Τχης Ιωάννης Παπαρρόδου (στο μέσο) έπεσε ηρωικά τις απογευματινές ώρες της 13ης Απριλίου 1941, αρνούμενος να παραδοθεί

Περισότερα στην el.wikipedia.org

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria