κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά».
Συναντιόμαστε στις πλατείες κι αυτό που είναι να πούμε, πια το λέμε με τα μάτια
και το χαμόγελο. Τα πλακάτ και οι σημαίες, δεν έχουν να πουν και πολλά. Μιλούν
τώρα οι καρδιές, τα όνειρα που πήραν να ξυπνούν από τη νάρκη των μνημονίων. Μιλάει
το βλέμμα που ορθώθηκε ψηλά και
κοιτάζει ασκαρδαμυκτί τα βλοσσυρά τα
πρόσωπα των Βησιγότθων. Ακόμα δεν μπορούν
να πιστέψουν πώς γίνεται «η ρωμιοσύνη με το σουγιά στο κόκαλο και το
λουρί στο σβέρκο», ξαφνικά «να
πετιέται από ξαρχής, ν’ αγριεύει, να θεριεύει και το θεριό να καμακώνει, με το
καμάκι του ήλιου».
τα ελπιδογόνα «όχι» της περηφάνειας και
φωνάζουμε, γελάμε, τραγουδάμε για τον νέο κόσμο των χρωμάτων, της συμφιλίωσης, της
αδερφοσύνης. Δε φοβόμαστε πια, δεν προσκυνάμε! Τελείωσαν τα μισόλογα, τα
αινίγματα κι οι κολακείες. Έχουμε μάθει πια να λέμε: «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη».
τραγουδάμε για να λυτρωνόμαστε από τη λοιδορία και τον οίκτο και ποτέ πια για να σκεβρώνουμε
από ντροπή και καταφρόνια.
σπαραγμού και των συγκρούσεων, και φιλιώνει στα αλήστου μνήμης ιδεολογικά πεδία
της φωτιάς της βίας και της χημικής καταχνιάς .
τα μάτια, οι καρδιές! Και το τραγούδι αρχινά:
τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου
απ’ τον κόσμο!
να σμίξουμε τον κόσμο».
πνίγει ο καπνός στην πλατεία, ανάβουν «δυο
κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι» κι αντί για δακρυγόνα αναδύεται
«στ’ ανώφλι της πατρίδας ένας σταυρός
από καπνιά».
περιπαιγμού, της υποταγής, της υπομονής, της περιφρόνησης, της στέρησης και της
απελπισίας! Χάθηκαν πολλά απ’ τα κεκτημένα!
αίγλη και οι ελεύθερες κουβέντες.
και τα πιο δικά μας
χωρίς την δυνατότητα μιας έστω τυπικής
διαμαρτυρίας
Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία
Κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια»
σαν το διαβατάρη στην έρημο, μια στάλα νερό να πέσει από τον ουρανό να
ξεδιψάσεις, εκεί που αναγύρευες ένα δράμι ελπίδας για να μη λυγίσεις, άκουγες εκείνα
τα «παραδείσια πουλιά» της οθόνης, να ψιττακίζουν το μονότονο τραγούδι του
τρόμου στα στρογγυλά τραπέζια της συναλλαγής. Άκουγες τους τρομογράφους να
επιχαίρουν για τη μελλούμενη καταστροφή κι έβλεπες τους σεΐζηδες της νέας τάξης,
να σφίγγουν περαιτέρω τη θηλιά στο λαιμό των αναξιοβιούντων! Των αναξιοβιούντων
που τους δαμάλισε η εξουσία με το ενοχικό φαρμάκι: «όλοι μαζί τα φάγαμε»! Παρ’ όλα αυτά, εσύ άντεξες, βρήκες τη δύναμη
να φωνάξεις «βοήθεια» κι είχες την τύχη να σ’ ακούσει η Ιστορία, που σ’ είχε
πάρει στο κατόπι. «Κράτα γερά» σου είπε,
και σ’ ορμήνεψε όλο κι όλο, με τρία στιχάκια:
τελείωσε
Της δυστυχίας το συμπόσιο
Μα θα τελειώσει!»
τους ακούω να μιλούν για μιαν αναστημένη πατρίδα κι «άιντε και ντε» να ξεπλέκουν αποφασιστικά τον Γόρδιο της
εθελοδουλείας.
ντε
μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά».
κι εσύ, το ξέρουμε όλοι, πως τούτο το λυτρωτικό ταξίδι έχει τραγούδια και Κίκονες.
Έτσι κι αλλιώς το ξέρουμε: η Οδύσσεια
είναι το πεπρωμένο μας. Αυτό το τσακισμένο καράβι του Οδυσσέα, είναι που
μας θαλασσοπνίγει, αυτό που μας ξερνάει στα ξερονήσια, αυτό που μας πετάει στα
πιο αλλόκοτα θηρία, αυτό που μας γυρίζει εν τέλει, πίσω στην αγαπημένη μας
Ιθάκη.
αν νιώθεις το καθήκον σου πράξε το μαζὶ μας
είναι χιλιάδες τα άστρα μέσα μας
πρέπει να γίνουν δικά μας»!
δεις!
να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας! Πρέπει να φτιάξουμε ένα μονόστρατο από φως
για να βγούμε στο αύριο! Για τα παιδιά μας! Για το μέλλον!
από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς»
τον τόπο! Χιλιάδες οι ικανοί, οι ανιδιοτελείς, οι πρωτοπόροι, οι αγωνιστές!
Έχουν αφήσει τη σκηνή του θυμού, έχουν φορέσει την πανοπλία της αποφασιστικότητας
και τραβούν μπροστά για να πορθήσουν τα τείχη του φόβου.
οι δικοί μας Άγιοι».
από μόνοι τους. Η Ιστορία μάς γυρνάει την πλάτη όταν μας βλέπει να στέκουμε
στους ξένους με σκυφτό κεφάλι. Δε μας αντέχει με τους Ζαΐμηδες! Μας στρέχει με
τους Κολοκοτρωναίους!
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον
ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο
δίκιο».
που σε πνίγει και λες: Κι εγώ με τον λαό! Θα βγω στους δρόμους να γκρεμίσω τα
κομματικά μετερίζια. Θα βγω με τους πράσινους, τους γαλανούς τους κόκκινους
αντάμα, για να μεθύσω από χρώματα κι αδελφοσύνη! Δύσκολος ο αγώνας κι άνισος.
Όμως ευλογημένος!
Ευλογημένος ο νέος κόσμος που γεννιέται.»
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες
πάει πια κι η Περίκλεια αίγλη
Ήρθε βαριά σιωπή στην αγορά
κι η ασυδοσία των τριάντα τυράννων
Ευλογημένη ας είναι η πικρά μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νετο σκετο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
Το ξέρω ακόμα δεν τελείωσε
Της δυστυχίας το συμπόσιο
Μα θα τελειώσει
Και κάποιο βράδυ, πες, σαν χθες,
υψώνει το κεφάλι,
κι αστράφτουνε τα μάτια του
κι αστράφτει ο νους του πάλι.