Βαριά ονόματα περιλαμβάνονται στη λίστα των 64 κατηγορουμένων για τους οποίους ο αναπληρωτής οικονομικός εισαγγελέας Γαληνός Μπρης προτείνει την παραπομπή τους στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» της Siemens. Πρόκειται για 64 πρόσωπα που κατά περίπτωση αντιμετωπίζουν κακουργηματικές κατηγορίες που επισείουν ακόμα και ισόβια κάθειρξη.
Με πιο γνωστή, λόγω του σκιώδους ρόλου του για μια μεγάλη περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας, την περίπτωση του Θεόδωρου Τσουκάτου, μέχρι και τα πρώην στελέχη της Siemens Ελλάς, τους φυγόδικους Μιχάλη Χριστοφοράκο, Χρήστο Καραβέλα αλλά και τον Φόλκερ Γιουνγκ, καθώς και το πρώην μεγαλοστέλεχος του ΟΤΕ Γιώργο Σκαρπέλη, οι πρωταγωνιστές του σκανδάλου, ύστερα από την πρόταση του αναπληρωτή οικονομικού εισαγγελέα Γαληνού Μπρη, βρίσκονται ένα βήμα πριν το εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων!Την τελική απόφαση, ωστόσο, θα λάβει με βούλευμά του το Συμβούλιο Εφετών.
Η απολογία
Πέντε χρόνια πέρασαν από τη στιγμή που ο Θεόδωρος Τσουκάτος βρέθηκε ενώπιον του ανακριτή που χειριζόταν τότε την υπόθεση της Siemens, Νίκου Ζαγοριανού, προκειμένου να απολογηθεί. Ηταν 1η Ιουλίου του 2009, όταν ο άλλοτε «στρατηγός της Χαριλάου Τρικούπη» και πρώην στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη έκανε λόγο για το «παρασκήνιο» στις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων, μιλώντας για διπλά βιβλία, χρηματοδοτήσεις πάνω από το νόμιμο όριο και υποκρισία που διέπει τους πολιτικούς σχηματισμούς, καθώς όλοι γνωρίζουν πώς γίνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις και τα κομματικά συνέδρια.
Το αποτέλεσμα ήταν να αφεθεί ελεύθερος με σχετικά μικρή χρηματική εγγύηση, παρά το γεγονός ότι είχε παραδεχτεί ότι έλαβε 1.000.000 γερμανικά μάρκα από τη Siemens Ελλάδος, τα οποία έδωσε στο ταμείο του ΠΑΣΟΚ. Εις βάρος του επιβλήθηκαν οι όροι της καταβολής εγγυοδοσίας 100.000 ευρώ και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Μετά την εισαγγελική πρόταση του αναπληρωτή οικονομικού εισαγγελέα Γαληνού Μπρη, ο Θεόδωρος Τσουκάτος βρίσκεται αντιμέτωπος με το κακούργημα της άμεσης συνέργειας σε παθητική δωροδοκία, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου 1680/50· Αδίκημα που επισείει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο κ. Τσουκάτος, από τις 4/2/1999 έως τις 25/5/1999, ενώ ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού σταδιακά μέσω λογαριασμών παρένθετων προσώπων έλαβε ποσό 1.000.000 μάρκων λειτουργώντας ως ενδιάμεσος του τότε υψηλόβαθμου στελέχους της Siemens, Μιχάλη Χριστοφοράκου, προκειμένου να διατεθούν τα χρήματα αυτά σε τότε στελέχη του ΟΤΕ. Ο κ. Μπρης δεν κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του κ. Τσουκάτου ότι το επίμαχο ποσό δόθηκε από τη Siemens ως χορηγία στο ΠΑΣΟΚ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στην εισαγγελική πρόταση ο κ. Μπρης, «ο κατά τα ανωτέρω ισχυρισμός του κατηγορουμένου Θεόδωρου Τσουκάτου κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον, σύμφωνα με έγγραφο του κόμματος του ΠΑΣΟΚ, από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία δεν προκύπτει κατάθεση του ως άνω ποσού στα ταμεία του κόμματος. Βεβαίως, ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι καμία χορηγία δεν αναγραφόταν στα επίσημα βιβλία του κόμματος, πλην όμως εν προκειμένω, ως εξετέθη, το ανωτέρω χρηματικό ποσό κατεβλήθη εκ μέρους της εταιρίας Siemens, στο πλαίσιο των απορρεουσών από την προγραμματική συμφωνία 8002/1997 υποχρεώσεων της Siemens Ελλάδος και δεν πρόκειται για χορηγία της ανωτέρω εταιρίας προς το κόμμα ΠΑΣΟΚ, στο πλαίσιο της κατά τον χρόνο εκείνο οικονομικής εξόρμησης του εν λόγω πολιτικού κόμματος».
Αντίθετα, ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι τα εν λόγω χρήματα (σε δύο εμβάσματα) διακινήθηκαν από «ύποπτο» λογαριασμό σε τράπεζα της Αυστρίας (RAIFFEISENVERBAND) και κατέληξαν σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ολλανδία με δικαιούχο τον επιχειρηματία Ηλία Πιταούλη. Τον επίμαχο λογαριασμό φέρεται ότι είχε δώσει ο Θεόδωρος Τσουκάτος στον Μιχάλη Χριστοφοράκο. Ο άλλοτε «στρατηγός της Χαριλάου Τρικούπη» φέρεται ότι είχε πάρει τα στοιχεία του λογαριασμού από τον στενό φίλο του Στέλιο Βίο, «με τον οποίο ο ίδιος και η σύζυγός του Πόπη Τσουκάτου διατηρούσαν στενές φιλικές σχέσεις». Εν συνεχεία, τα χρήματα αυτά μοιράστηκαν σε μια σειρά από τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελλάδα με κοινό πρόσωπο τον κατηγορούμενο Γεώργιο Γενναίο, ο οποίος δούλευε από το 1997 στο γραφείο του Θεόδωρου Τσουκάτου
Η ισχυρή παρέα (της εταιρίας στην Ελλάδα) που μοίραζε τα χρήματα!
Ο Μιχάλης Χριστοφοράκος (επί δέκα χρόνια διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ελλάδος), ο Χρήστος Καραβέλας (γενικός οικονομικός διευθυντής του τμήματος Τηλεπικοινωνιών έως το 1998), ο Ηλίας Γεωργίου (γενικός διευθυντής τομέα Τηλεπικοινωνιών έως το 1998), ο Εμμανουήλ Σταυριανού (προϊστάμενος του τμήματος Τηλεπικοινωνιών), ο Πρόδρομος Μαυρίδης (γενικός διευθυντής αρχικά του τομέα Σταθερών Τηλεπικοινωνιακών Δικτύων και εν συνεχεία διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ολοκληρωμένων Υπηρεσιών), ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης (γενικός οικονομικός διευθυντής έως το 2007) και ο Φόλκερ Γιουνγκ (πρώην γενικός διευθυντής και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου έως το 2003) αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την πρόταση του κ. Μπρη, την ομάδα των προσώπων που υποσχέθηκαν και παρείχαν ωφελήματα στον πρώην υπουργό Μεταφορών Τάσο Μαντέλη και στελέχη του ΟΤΕ, προκειμένου να υπογραφεί και να υλοποιηθεί η σύμβαση 8002/1997 για την ψηφιακοποίηση του δικτύου (αγορά υλικών και παροχή υπηρεσιών) του οργανισμού.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, «διακινήθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά από τα ταμεία της εδρεύουσας στη Γερμανία μητρικής εταιρίας με την επωνυμία Siemens, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για δωροδοκίες υπαλλήλων της ΟΤΕ Α.Ε. και κρατικών αξιωματούχων. Τα συγκεκριμένα ποσά μετακυλίστηκαν στο κόστος της Προγραμματικής Συμφωνίας και των Εκτελεστών Παραγγελιών, με τις οποίες αυτή υλοποιήθηκε, με συνέπεια την πρόκληση ζημίας σε βάρος της περιουσίας της ΟΤΕ Α.Ε. και κατ’ επέκταση της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, που την περίοδο εκείνη κατείχε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της ΟΤΕ Α.Ε., η οποία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανερχομένη τουλάχιστον σε 69.942.441,50 ευρώ συνολικά, ποσό που είναι ιδιαίτερα μεγάλο».
Από την πρόταση του κ. Μπρη, προκύπτει ότι ο Χρήστος Καραβέλας, ο οποίος από το 2009 παραμένει άφαντος, είχε συντάξει ένα έγγραφο στο οποίο προβλέπονταν διαδοχικές τμηματικές εκταμιεύσεις σημαντικών χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 75.000.000 γερμανικών μάρκων, στο πλαίσιο της λεγομένης συμφωνίας 8%» (το ποσοστό από τον καταμετρούμενο όγκο των πωλήσεων της ελληνικής εταιρίας που θα δινόταν σε στελέχη του ΟΤΕ) μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της ελληνικής θυγατρικής. Το έγγραφο αυτό είχε εγκριθεί την 19η Φεβρουαρίου 1998 από τους Γερμανούς Rainer Niedl και Ludwig Jasper.
Οπως επισημαίνει ο κ. Μπρης, «οι εκταμιεύσεις, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, ελάμβαναν χώρα κατόπιν υποβολής σχετικών αιτημάτων, που υποβάλλονταν προς τον Rainer Niedl, αρχικά από τους Χρήστο Καραβέλα και Ηλία Γεωργίου και μετά την αποχώρηση αυτών από την ελληνική εταιρία, από τον Πρόδρομο Μαυρίδη και σπανιότερα από τους Αλέξανδρο Αθανασιάδη και Εμμανουήλ Σταυριανού, που ενεργούσαν υπό την πλήρη γνώση, τον έλεγχο και την έγκριση του Μιχαήλ Χριστοφοράκου και του Φόλκερ Γιουνγκ», προκειμένου να διατεθούν, κυρίως σε μετρητά, για δωροδοκίες υπαλλήλων ή στελεχών του ΟΤΕ. Ορισμένες φορές εμβάζονταν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό του ανώτατου στελέχους του ΟΤΕ Γεωργίου Σκαρπέλη.
Επιπλέον, όπως σημειώνει ο κ. Μπρης στην πρότασή του, παράνομα χρήματα διατέθηκαν και βάσει της συμφωνίας 2% μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 2% επί του όγκου των πωλήσεων από συγκεκριμένες σειρές εταιρικών προϊόντων, σε λογαριασμούς διαφόρων εταιριών, που ανήκαν σε πρόσωπα, φιλικά προσκείμενα προς τον Μιχαήλ Χριστοφοράκο, από τον Σεπτέμβριο του 1997 έως τον Δεκέμβριο του 2007, και ιδίως σε τραπεζικούς λογαριασμούς που είχαν ανοιχτεί από τις εταιρίες Sandybury Investments LTD, Placid Blue Corporation και Fairways Estates LTD, συμφερόντων Γεωργίου Καλδή (η πρώτη και η δεύτερη) και Αλέξανδρου Λέτσα (η τρίτη), οι οποίοι συνδέονταν φιλικά με τον Μιχαήλ Χριστοφοράκο. Τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, τα διέθετε ο τελευταίος σε τρίτους.
Ράιχαρτ Σίκατσεκ: O «άρχοντας»Ανάμεσα στα στελέχη του γερμανικού κολοσσού που ζητά να παραπεμφθούν στο εδώλιο ο εισαγγελέας κ. Μπρής, βρίσκεται και ο επονομαζόμενος ως «άρχοντας των “μαύρων ταμείων” της Siemens» Ράιχαρτ Σίκατσεκ (φωτό). Σύμφωνα με την πρόταση του κ. Μπρη, ο κατηγορούμενος «στη Γερμανία και την Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα από ta μέσα Νοεμβρίου του 2000 έως τα μέσα Οκτωβρίου 2004, ενώ ήταν υπάλληλος και ειδικότερα διευθυντικός υπάλληλος του κλάδου Οπτικά Δίκτυα αρχικά και ακολούθως εμπορικός διευθυντής του Κλάδου Επιχειρησιακά Δίκτυα (enterprise networks) του τομέα ICN (πρώην ÖΝ) της εδρεύουσας στη Γερμανία εταιρίας με την επωνυμία Siemens AG, υποσχέθηκε και παρέσχε ωφελήματα οιασδήποτε φύσεως, μέσω υπαλλήλων της θυγατρικής αυτής, ελληνικής εταιρίας, αλλά και απευθείας σε υπαλλήλους και στελέχη του ΝΠΙΔ με την επωνυμία Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος Α.Ε. (ΟΤΕ Α.Ε.)».
Tα μεγαλοστελέχη του ΟΤΕ που έκαναν πάρτι (και αγορές) με τα δώρα των Γερμανών
Κατηγορούμενος στην υπόθεση εδώ και πέντε χρόνια, ο Γιώργος Σκαρπέλης, πρώην γενικός διευθυντής Τηλεπικοινωνιακού Συστήματος του ΟΤΕ, σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα, φέρεται ότι υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου στους κόλπους του ΟΤΕ. Ειδικότερα, ο κ. Μπρης τού καταλογίζει ότι «με πρόθεση και κατά παράβαση των καθηκόντων του απαίτησε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εταιρίας Siemens A.E. και στη συνέχεια έλαβε από τη μητρική γερμανική εταιρία Siemens AG από τα προς τον σκοπό αυτό διατιθέμενα κονδύλια αυτής (μητρικής εταιρίας Siemens AG) το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.500.000 γερμανικών μάρκων, που εμβάστηκε τμηματικά στον τηρούμενο από αυτόν (Γεώργιο Σκαρπέλη) υπ’ αριθ. 835835, με τον κωδικό FRANZ, τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα Raiffeisenverband, στο Salzburg της Αυστρίας».
Στη λίστα του εισαγγελέα Μπρη, ωστόσο, περιλαμβάνονται και άλλα ηχηρά ονόματα, που κατηγορούνται ότι έλαβαν «δώρα» από τον γερμανικό κολοσσό. Μεταξύ αυτών, ο πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ Νικόλαος Μανασής, ο οποίος, όπως επισημαίνεται στην εισαγγελική πρόταση, «απαίτησε από τον υπάλληλο της Siemens A.E. Πρόδρομο Μαυρίδη το χρηματικό ποσό των 870.000 ευρώ, το οποίο του κατεβλήθη μετρητοίς στην Αθήνα, τμηματικά, κατά το χρονικό διάστημα από 31/7/2000 έως τα τέλη Δεκεμβρίου του 2001 και το οποίο χρησιμοποίησε αυτός (Νικόλαος Μανασής) για την αγορά ακινήτων».
Στη συνέχεια, τα χρήματα αυτά τοποθετήθηκαν σε αγορά ακινήτων στη Σέριφο και την Αθήνα. Την ίδια πορεία ακολούθησαν, σύμφωνα με την πρόταση του κ. Μπρη, και τα χρήματα που φέρεται ότι απαίτησε ο Δημήτρης Κουβάτσος, ο οποίος κατηγορείται ότι «με πρόθεση και κατά παράβαση των καθηκόντων του απαίτησε από τον υπάλληλο της Siemens A.E. Πρόδρομο Μαυρίδη το χρηματικό ποσό των 680.000 ευρώ, το οποίο και του κατεβλήθη μετρητοίς στην Αθήνα, τμηματικά, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και το οποίο χρησιμοποίησε αυτός (Δημήτριος Κουβάτσος) για την αγορά ακινήτου» στην Παλαιά Πεντέλη Αττικής.
Επιπλέον, ο κ. Μπρης αποδίδει συνολικά σε 16 στελέχη του ΟΤΕ ότι έλαβαν παράνομα χρήματα. Ανάμεσά τους ο Αθανάσιος Γρεβενίτης, πρώην γενικός διευθυντής Λειτουργιών, ο Σωτήριος Τζούμας, πρώην διευθυντής της Διεύθυνσης Κέντρων, και ο Δημήτριος Γυφτόπουλος, πρώην προϊστάμενος τμήματος Συστημάτων Πολυπλεξίας και Υποδιεύθυνσης Δικτύου Μετάδοσης.
Οι μεσάζοντεςΔύο πρόσωπα ενώνουν τα δύο μεγαλύτερα ενδεχομένως σκάνδαλα που έχουν απασχολήσει την ελληνική Δικαιοσύνη. Πρόκειται για τον Ελληνοεβλετό τραπεζίτη Φάνη Λυγινό και τον Ελβετό τραπεζίτη Ζαν Κλοντ Οσβαλντ. Σε βάρος και των δύο έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης για τις προμήθειες των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ενώ πλέον ο αναπληρωτής οικονομικός εισαγγελέας Γαληνός Μπρης ζητεί την παραπομπή τους στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τα αδικήματα της άμεσης συνέργειας σε ενεργητική δωροδοκία, σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου 1608/50 και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα.
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, ο Φάνης Λυγινός και ο Ζαν Κλοντ Οσβαλντ φέρεται ότι παρέδωσαν μετρητά από τις αρχές Μαρτίου 2002 έως τα τέλη Μαΐου 2005 στον Πρόδρομο Μαυρίδη, ο οποίος ακολούθως τα χρησιμοποίησε για δωροδοκίες υπαλλήλων και στελεχών του ΟΤΕ. Αντιμετωπίζοντας τις ίδιες κατηγορίες, στο εδώλιο κινδυνεύουν να βρεθούν και οι επιχειρηματίες Γεώργιος Καλδής, Αλέξανδρος Λέτσας, Βασίλειος Τυρογαλάς και Εμμανουήλ Παπαδογιαννάκης, καθώς και οι χρηματιστές Σάββας Γιαννακάκης και Αθανάσιος Ράμμος. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι φέρεται ότι συνέδραμαν τον Μιχάλη Χριστοφοράκο στο «μοίρασμα» των «μαύρων» χρημάτων μέσω υπεράκτιων εταιριών.
Βάσω Παλαιού
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ