Πιάνω να σου γράψω γράμμα και με πιάνει ένα κλάμα..
εδώ όλα (μας) βαίνουν (το ‘β’ με «μπ») λίαν καλώς, το αυτό επιθυμώ και δια εσέ.
Το «καλά» δηλ είναι σχετικό, αναλόγως με τι συγκρίνεις. Με τα χειρότερα που έρχονται και δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα ή με τις ακόμα καλύτερες μέρες της αλλαγής, που τις περιμένει να έρθουν ο λαός, σα μαρμαρωμένος βασιλιάς, χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι του, παρά μόνο για να αλλάξει κανάλι και να κάνει αριστερό κλικ στο ποντίκι; Αλλά δε θα βγει ο αλέξης να τα αλλάξει (και αυτός) όλα; Εγώ περιμένω μεγάλες ανατροπές, να μη μείνει τίποτα ίδιο, ακόμα και στα λάιφ-στάιλ έντυπα, που λέει ο λόγος. Ο σφος κωστόπουλος πχ θα αναβαπτιστεί στον αντιμνημονιακό χυλό (ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πασόκος θα είναι) και θα βγάλει περιοδικό, το «αριστερό κλικ». Αριστερό ποντίκι έχουμε ήδη, αυτό του δελατόλλα. Μην το πάρεις όμως, μόνο τα σκίτσα και τα φωτομοντάζ του ζάχαρη αξίζουν. Συνεπώς ας τα λέμε καλά κι ας περιμένουμε (ας τις λέμε) ακόμα καλύτερες μέρες. Κι αν είναι να ‘ρθουν, θε να ρθουν.
Τις προάλλες συάντησα αυτό το σύντροφο από την καστοριά και όπως χωρίζαμε μου λέει: ραντεβού στα γουναράδικα, λες και ήμουν, ξέρω γω, ο τζαβέλλας, αλλά αυτός κυριολεκτούσε. Θα ψάξει να βρει καμιά δουλειά εκεί, γιατί αν περιμένει από το αντικείμενό του να βγάλει κάτι, πρόκοψε. Κι άντε το πτυχίο να το κάνει μασούρι και να το βάλει εκεί που ξέρουμε. Πρέπει να βρει χώρο και για άλλα δύο μασουράκια, τα μεταπτυχιακά του. Κι αν δεις, λέει, τα ψηφοδέλτιά μας σε αυτές τις περιοχές της δυτικής μακεδονίας, οι μισοί σχεδόν είναι σφοι γουνεργάτες· κι οι άλλοι μισοί στην κίνα βρίσκονται ή μάλλον ζουν κι αμείβονται με μισθούς κίνας, κάτω από τα όρια της φτώχιας. Και λέγαμε για πλάκα με το σφο, για το χονγκ-κονγκ, αν είναι μια «λαϊκή εξέγερση» με αντιλαϊκό πρόσημο, όπου η (αστική) βάση επιζητάει και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, δηλ ένα αστικό κοινοβούλιο.
Μου έλεγε λοιπόν ιστορίες για άλλους συντρόφους, γνωστούς μας, που παλεύουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά δεν την παλεύουν γενικώς σε όλα τα άλλα επίπεδα. Κι αν βγαίναμε ποτέ στο βουνό, θα ‘χαμε μάχη, ποιος θα κατοχύρωνε ως ψευδώνυμο το καπετάν μιζέριας. Και δε μου μιλούσε για τίποτα περιφερειακούς κι αμύητους, αλλά για συντρόφους μας, στενές επιρροές ή μέλη. Ο ένας έχει κλειστό το τηλέφωνο, για να μην τον βρούνε οι τράπεζες για το δάνειο, αλλά έτσι δεν τον βρίσκει και κανείς άλλος. Ο άλλος δεν έχει όρεξη να σηκωθεί και να το σηκώσει, επειδή είναι όλη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι και καρφώνει με το βλέμμα το ταβάνι, για να δει το.. λευκό πάνω στο λευκό. Του τρίτου δεν του σηκώνεται και το έχει ρίξει στο φαΐ, γιατί είναι και αυτή μια κάποια ευχαρίστηση ή και επένδυση για την κρίση, αν το καλοσκεφτείς. Του παράλλου του σηκώνεται, αλλά δεν έχει πού να πάει με τη δικιά του και του πέφτει, όταν ακούει τη μάνα του ή την πεθερά του να τους φωνάζει από το δίπλα δωμάτιο. Και εντάξει, έχουν πέσει αισθητά τα νοίκια αλλά και πάλι, ποιος μπορεί να το σηκώσει ως πάγιο έξοδο; Αφού ένας σφος με τη δικιά του έχουν ξεμείνει φέτος από δουλειά και σκέφτονται μεταξύ σοβαρού και αστείου να πάνε να μείνουν στην αδερφή του, που δεν έχει κανένα και δε γνωρίζει και πολλούς δηλ, αφότου τέλειωσε τη σχολή –πού να τους βρει;- και να ενώσουν την ανεργία τους με τη μοναξιά της, για να τα βγάλουν πέρα. Κι έχει η μία τα υπαρξιακά των πρώτων –άντα, «εγώ πότε θα γίνω μάνα;» κι οι άλλοι έχουν τα δικά τους, «πότε θα γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι». Φαντάσου δηλ να είχαν και κάνα κουτσούβελο, που θέλει ένα μισθό μόνο του για μαμ και κακά, και ένα επιπλέον δωμάτιο για νάνι. Παλιά δηλ που δεν είχαν πάμπερς και κούτες με πεντοχίλιαρα της κρήτης, τι έκαναν;
Αλλά η κατάθλιψη δεν είναι προνόμιο των ανέργων. Μπορείς να δεις εργαζόμενους σφους που πήζουν και σαπίζουν, ενώ τους καταπίνει σιγά-σιγά η ρουτίνα και μια δουλειά αδιάφορη, σαν την ζωή μας, που τους τρώει λίγο-λίγο τα ψυχικά αποθέματα και τους αφήνει στεγνούς και ανόρεχτους για οτιδήποτε. Οι πιο μεγάλοι έχουν μάθει αλλιώς και φοβούνται να βγουν στη σύνταξη, γιατί θα διαλυθούν ψυχοσωματικά, αν δεν έχουν κάτι να (απ)ασχολούνται, ενώ οι νέοτεροι δε φοβούνται και δεν ελπίζουν τίποτα (είναι μισθωτοί σκλάβοι), γιατί πιθανότατα δε θα υπάρχει καμία σύνταξη μέχρι να φτάσουν στα εβδομήντα.
Βγαίνεις λοιπόν με σφους εργαζόμενους, σε συγκεκριμένες μέρες κι ωράρια, να μοιραστεί με κάποιον τις έγνοιες σου για να ξεσκάσεις, αλλά σε προλαβαίνουν αυτοί με τις δικές τους και φεύγεις στο τέλος πιο βαρύς, κουβαλώντας επιπλέον ψυχικό φορτίο. Μετράνε και συγκρίνουν ποιος δουλεύει στο χειρότερο κάτεργο, ποιος έχει τον πιο μαλάκα αφεντικό, κάνουν άμιλλα ποιος έχει χαμηλότερο καθαρό μισθό ή σε ποιον χρωστάνε περισσότερα μηνιάτικα.
-Εμένα δέκα! –Εμένα είκοσι!
-Έχω είκοσι. Ακούω άλλη προσφορά; 20 μία, είκοσι δύο…
Αλλά δεν πειράζει. Θα πάρουμε ένα φτωχικό διώροφο στην πλάκα (ή την άνω πόλη σε εμάς), όπως στην ταινία του παπακαλιάτη. Κι ένα σκύλο που θα τρώει όσο εγώ κι εσύ μαζί και θα το βγάλουμε κατάθλιψη ή ανεργία, αντί για μοναξιά. Θα περπατάμε περισσότερο, θα πηγαίνουμε σε πάρκα και πλατείες με τα ταξικά μας αδέρφια από το εξωτερικό, θα μαγειρεύουμε μέσα, θα το ρίξουμε στα παζλ και τα επιτραπέζια και θα καλούμε φίλους, θα κουβεντιάζουμε πιο πολύ να μην αποξενωνόμαστε, το χειμώνα θα σκεπαζόμαστε καλά και θα τη βγάζουμε αγκαλιά στο κρεβάτι, θα έχουμε χρόνο να διαβάζουμε και να γράφουμε, για να μάθουμε μια ξένη γλώσσα άνευ διδασκάλου (όχι επαγγελματία τουλάχιστον), θα πάρουμε σβάρνα όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις και τις δωρεάν καλλιτεχνικές δραστηριότητες, και θα κατεβάζουμε να βλέπουμε παλιές και νέες σειρές/ταινίες, αν και μου φαίνεται καμιά φορά σαν ητοοπαθή παραδοχή πως δεν έχουμε τι να πούμε ή κάτι καλύτερο να κάνουμε, όπως όταν αρχίζουν σε μια παρέα να λεν ανέκδοτα, βρίσκοντας καταφύγιο σε έτοιμα, σαχλά αστεία. Εδώ έχουμε καταντήσει εμείς οι ίδιοι ανέκδοτα, ιστορικά αισόδοξοι μες στην απαισιοδοξία μας, σε πρωτότυπες και ιστορικά ανέκδοτες συγκυρίες, που οφείλουμε να βρούμε τρόπο να τις αντιμετωπίσουμε.
Σου κρατάω το χέρι ότι ζούμε, μου λες δε μου φτάνει.
Λες πως δε σε καλύπτουν όλα αυτά, ότι είναι πολύ μίζερα, ότι θες να ζήσεις σαν άνθρωπος, να μπορείς να κάνεις ένα ταξίδι, να ανοίξεις δικό σου σπίτι. Σου λέω κι εγώ πως δε μας καλύπτει ο καπιταλισμός, γενικά σα σύστημα, αλλά τι να γίνει.. Κι όχι δε ζητάς κάτι παράλογο, αλλά πώς να το βρεις, κι εσύ και όλοι μας, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, αν δεν τα αλλάξουμε;
Μόνο μη μου λες για ξενιτειά, γιατί το εξωτερικό δεν είναι λύση αλλά κατάρα που σε καταπίνει για πάντα κι όχι προσωρινά, μέχρι να στρώσουν τα πράγματα. Και μου ‘ρχεται συνειρμικά η αρχή απ’ το μάθε παιδί μου γράμματα, που τραγουδάν οι μαθητές: μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα.. Και τι να εξηγήσεις μετά σε ξένους ανθρώπους; Ότι σου λείπει το κίνημα κι οι σύντροφοι, που είναι όλοι στο κατώφλι και την αυλόπορτα της κατάληψης, πολύ μετά τα πρόθυρα, αλλά μπροστά στους άλλους είναι σα φεστιβάλ χαράς και βοηθούν εσένα τουλάχιστον να μη βουλιάξεις στη μαυρίλα;
Και φαντάσου δηλ, αν οι δικοί μας είναι στα πρόθυρα (που είπαμε, ποια πρόθυρα, που κολυμπάμε εντός) της κατάθλιψης, τι συμβαίνει με τους άλλους που δεν έχουν ένα πολιτικό αποκούμπι να πιαστούν και γυρεύουν διέξοδο σε φτηνά κι αλλοπρόσαλλα υποκατάστατα; Ή μήπως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο..; Με τους δικούς μας που έχουν μια ευαισθησία παραπάνω για όσα συμβαίνουν και δε δέχονται να βρουν καταφύγιο στην απάθεια και την χαζοχαρά;
Δεν ξέρω, θα το συζητήσουμε το βράδυ, μετά την ελληνοφρένεια..