ΟI κυβερνΗσεις και όλο το κατεστημένο της Μεταπολίτευσης κατασκεύασαν την θεωρία ότι «μία ολιγομελής ομάδα επίορκων αξιωματικών κατέλαβε αιφνιδιαστικά την εξουσία της νύχτα της 2ης Απριλίου 1967».
Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-74), όμως, δεν ήταν τόσο ένα αντικομμουνιστικό, συντηρητικό καθεστώς, που σκόπευε να υπερασπιστεί την αστική τάξη και τα κεκτημένα της, όσο μία εξέγερση των αγροτικής και λαϊκής προελεύσεως αξιωματικών, που μισούσαν τον ολιγαρχκό μεγαλοαστικό κοινοβουλευτισμό και τις προνομιούχες ελίτ της μεταπολεμικής Ελλάδας. Καθώς η χώρα αναπτυσσόταν οικονομικά με ραγδαίους ρυθμούς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι αξιωματικοί αισθάνονταν κοινωνικά παραγκωνισμένοι και οικονομικά υποβαθμισμένοι, και χρησιμοποίησαν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα: την δύναμη πυρός που κατείχαν, ώστε να διεκδικήσουν την συμμετοχή τους στη εξουσία από την οποία ήσαν αποκλεισμένο από το κλειστό, ολιγαρχικό κεντροδεξιό κατεστημένο της εποχής. Γι’ αυτό και άσκησαν πολιτική λαϊκιστικών παροχών, χάρισαν τα δάνεια στους αγρότες, μοίρασαν άδειες ταξί, διόρισαν τους δικούς τους κλπ.
Οι συνταγματάρχες είχαν όμως την στοιχειώδη πρόνοια να χρησιμοποιήσουν τεχνοκράτες (ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, δικαστικούς, καθηγητές του Πολυτεχνείου, οικονομολόγους με σπουδές στην Δύση, πρώην συμβούλους των κυβερνήσεων Καραμανλή κλπ.), οι οποίοι συνέχισαν την αναπτυξιακή οικονομική πολιτική της οκταετίας της ΕΡΕ [βλ. σχετικά το βιβλίο μου Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ, εκδ.Παπαζήση, τρίτη έκδοση 2008].
Γι’ αυτούς τους λόγους οι συνταγματάρχες ναι μεν ποτέ δεν είχαν θετική λαϊκή υποστήριξη, όπως π.χ. ο Περόν στην Αργεντινή, αλλά είχαν την ανοχή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως των αγροτών, των μικροαστικών και των λαϊκών στρωμάτων. Η ανοχή εξαντλήθηκε όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες σοβαρές πληθωριστικές πιέσεις το 1972-3, αλλά και πάλι δεν εξελίχθηκαν σε ανοιχτή εξέγερση.
Είναι μύθος ότι «την χούντα την ανέτρεψε ο Ελληνικός λαός», το «Πολυτεχνείο», «το αριστερό κίνημα» κλπ. Οι λίγοι πραγματικοί αντιστασιακοί υπέστησαν τα πάνδεινα χωρίς να βρουν μαζική απήχηση. Η απαξίωση προς την χούντα των δημοκρατικών, των κεντρώων, των μορφωμένων αστών που ήθελαν μία ευρωπαϊκή Ελλάδα, των πνευματικών ανθρώπων, των καλλιτεχνών κλπ. δεν μετουσιώθηκε σε μαζική αντιστασιακή δράση. Ο μύθος της «Αντίστασης» εφευρέθηκε και λειτούργησε ως άλλοθι γιά όσους εσιώπησαν ή και συνεργάσθηκαν με την δικτατορία, ως εφαλτήριο πολιτικής καρριέρας δήθεν αντιστασιακών, ως «πλυντήριο» κάποιων που συνεργάστηκαν με την χούντα και γενικώτερα ως μηχανισμός νομιμοποίησης της Μεταπολίτευσης.