Η ετυμολογία της λέξης «Λαμόγια», δεν ανευρίσκεται στην πλουσιότατη ελληνική λεξικογραφία και προφανώς αποτελεί ξενόφωνο ιδίωμα, προερχόμενο από την ιταλική λέξη «Lamogio», που κατά μίαν έννοια σημαίνει τον ασθενή ή καταβεβλημένο.
Κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελίδα 989), λαμόγιοσημαίνει «ο αβανταδόρος, ο καιροσκόπος που δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς για να επωφεληθεί οικονομικά και στη συνέχεια να αποχωρήσει».
Κατά την άποψή μου, επειδή η λέξη χρησιμοποιείται συνέχεια στη σύγχρονη ελληνική φρασεολογία και πρακτική και έπειτα από ειδική επεξεργασία, θεωρώ βέβαιον πως η λέξη«λαμόγιο» μεταφορικά υπονοεί τον κατεργάρη, τον δόλιο, τον καταφερτζή, τον ραδιούργο, τον φαύλο, τον καταχραστή, τον καιροσκόπο και γενικά τον αντικοινωνικό και ηθικά ξεπεσμένο άνθρωπο. Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι συνώνυμος του«πολιτικού και κοινωνικού εγκληματία».