Του Σταύρου Λυγερού
ΛΟΓΩ ΚΑΙ της μεγάλης δημοσιότητας που της είχε δοθεί από τα ΜΜΕ, η «Κίνηση των 58» είχε τροφοδοτήσει μεγάλες προσδοκίες για την ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Οπως θα δείξουμε στη συνέχεια, όμως, η πρωτοβουλία ήταν εξαρχής καταδικασμένη να πέσει στο κενό. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η «Κίνηση των 58» τα έσπασε με το ΠΑΣΟΚ, λόγω του σταυρού προτίμησης στις ευρωεκλογές, μάλλον την προστάτευσε, έστω και προσωρινά, από ανώμαλη προσγείωση.
Η κατάρρευση του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν σημαίνει ότι αυτό που συμβατικά αποκαλείται Κεντροαριστερά έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Απλώς σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι που ανήκουν σ’ αυτό τον χώρο έπαψαν να θεωρούν το ΠΑΣΟΚ προνομιακό πολιτικοκομματικό εκφραστή τους.
Προς το παρόν, έχουν πάει εκλογικοί πρόσφυγες στον ΣΥΡΙΖΑ. Λίγοι πήγαν στη ΔΗΜΑΡ, ενώ κάποιοι μνημονιακοί «πράσινοι» ψηφίζουν Ν.Δ. για να αποτρέψουν τη νίκη του Τσίπρα. Στο ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου παραμένουν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το νεοπαγές δίπολο Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε φθίνουσα ενδιάμεση πολιτική δύναμη. Η ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων δεν σημαίνει ότι το νέο δίπολο είναι παγιωμένο. Μένει να αποδειχθεί εάν η σχέση των κεντροαριστερών ψηφοφόρων με τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι συγκυριακή ή θα προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Αυτό θα εξαρτηθεί από τον εάν μία μελλοντική κυβέρνηση Τσίπρα θα καταφέρει ή όχι να δώσει διέξοδο.
Προς το παρόν, πάντως, και παρά τις πολλές και έντονες επιφυλάξεις τους για την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειρισθεί επιτυχώς την κρίση, ο κορμός των κεντροαριστερών ψηφοφόρων στρέφεται προς αυτόν. Ο λόγος είναι ότι δεν έχει εναλλακτική επιλογή μέσα στο «κουτί» του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος για να τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές.
Οι Γιώργος Παπανδρέου και Βενιζέλος δικαιωματικά μοιράζονται τον τίτλο του μεγάλου κατεδαφιστή. Μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά έχουν κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι ανέτρεψαν τις σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, τα αμαρτήματα «πράσινων» αξιωματούχων έπληξαν καίρια την ηθική υπόσταση και έδωσαν τη χαριστική βολή στο άλλοτε κραταιό Κίνημα.
Η κύρια αιτία της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ και της μετατροπής του σε συμπλήρωμα της Ν.Δ. είναι η ταύτισή του με το μνημόνιο. Αυτή το έφερε σε μετωπική σύγκρουση με τα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία το στήριζαν για δεκαετίες. Στη Χαριλάου Τρικούπη φαντασιώνονται ότι μπόρα είναι και θα περάσει. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται πολύ διαφορετική.
Οι πρώην «πράσινοι» ψηφοφόροι συνεχίζουν να θεωρούν τον εαυτό τους Κεντροαριστερό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα επανακάμψουν στο ΠΑΣΟΚ. Ολα δείχνουν ότι έχουν πάρει οριστικό διαζύγιο, γεγονός που στερεί τη βάση ύπαρξης αυτού του κόμματος.
Η Κεντροαριστερά έχει μείνει χωρίς πολιτικοκομματική έκφραση. Αυτό το κενό φιλοδόξησε να καλύψει η «Κίνηση των 58» για τη συγκρότηση «ελληνικής Ελιάς». Οπως, όμως, έχουμε αναφέρει στην αρχή, η πρωτοβουλία αυτή ήταν εξαρχής καταδικασμένη να πέσει στο κενό.
Το γεγονός ότι αποτελείται κυρίως από πολιτικά τέκνα του Σημίτη και συγκροτήθηκε με τις ευλογίες του, την έχει εξαρχής σφραγίσει αρνητικά. Η κύρια αιτία, όμως, είναι ότι η «Κίνηση των 58» -έστω και κριτικά- αποδέχεται τις μνημονιακές πολιτικές. Ακόμα και ο Κουβέλης αρνήθηκε να συμμετάσχει στο εγχείρημα, ενώ η μνημονιακή πτέρυγα της ΔΗΜΑΡ έσπευσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση.
Η θεμελιώδης αντίφαση της «Κίνησης των 58» είναι ότι επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά σε μία ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση που έρχεται σε αντίθεση με τα «θέλω» της συντριπτικής πλειονότητας των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Πώς είναι δυνατόν η «ελληνική Ελιά» να επαναπροσελκύσει όσους εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ, ξανασερβίροντας με πιο κομψό περιτύλιγμα την πολιτική που τους έδιωξε; Δεν είναι δυνατόν και γι’ αυτό η πρωτοβουλία ήταν εξαρχής καταδικασμένη.
Μηνύματα προς την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία
ΤΟ ΚΕΝΟ εκπροσώπησης της Κεντροαριστεράς θα καλυφθεί μόνο όταν εκφρασθούν ιδεολογικοπολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες της εκλογικής της βάσης. Η αναφορά στη Σοσιαλδημοκρατία δεν αρκεί. Η διεθνής κρίση, άλλωστε, διαλύει την ψευδαίσθηση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι συμβατή με το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο.
Οι ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ προσπαθούν να επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας, οι οποίες τείνουν να «κινεζοποιήσουν» την εργασία και να αποδομήσουν το κοινωνικό κράτος. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, ως ένας από τους δύο πυλώνες των πολιτικών συστημάτων, διαχειρίζονται -στην καλύτερη περίπτωση με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία- τη μετάβαση. Με άλλα λόγια, έχουν προ πολλού υποκύψει στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της παγκοσμιοποίησης.
Η προσχώρησή τους προοπτικά τούς στερεί τον λόγο ύπαρξης. Οσο μπορούσαν (κυρίως με αύξηση του δημοσίου χρέους) να πατάνε σε δύο βάρκες, κατάφερναν να διατηρούν αλώβητη την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα. Η διεθνής κρίση, όμως, συρρικνώνει τα περιθώρια και σταδιακά βγάζει στην επιφάνεια την αντίφασή τους. Η εγχώρια εκδοχή της Σοσιαλδημοκρατίας πνέει τα λοίσθια, επειδή ταυτίσθηκε με την πιο ακραία εκδοχή της λιτότητας που προωθείται πανευρωπαϊκά. Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και ευρύτερα οι πολιτικές επιπτώσεις του πειράματος «κοινωνικής μηχανικής» που συντελείται στην Ελλάδα έχουν πολύτιμα μηνύματα και για τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Μηνύματα, όμως, που είναι αμφίβολο εάν μέσα στην τωρινή τους βολή μπορούν να τα διαβάσουν.
Εάν συνεχίσει στην ίδια γραμμή πλεύσης, ο εκφυλισμός της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας είναι αναπόφευκτος. Εκτός κι αν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιδράσουν και υποχρεώσουν τα κεντροαριστερά κόμματα να αλλάξουν ρότα και να ηγηθούν της πολιτικής εκστρατείας για επιβολή ρυθμίσεων και περιορισμών στην ασυδοσία της αυτοκρατορίας του χρήματος που κρύβεται πίσω από τον όρο «αγορές». Η συζήτηση για μία νέα οικονομική τάξη έχει ήδη αρχίσει, αλλά η πείρα πείθει ότι η έγκαιρη προσαρμογή των πολιτικών δυνάμεων είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας στην ιστορία.