Η Βίκυ Χατζηβασιλείου είναι μια έμπειρη δημοσιογράφος, που σε μια εκπομπή η οποία σκηνοθετεί τον πόνο των αποχωρισμών, της εγκατάλειψης, της ανάγκης για σμίξιμο ξανά, της οικογένειας, του ξορκίσματος της μοναξιάς και της ερημιάς, ισορροπεί ήρεμα την αγοροπωλησία όλων των παραπάνω με έμφαση στο κοντινό της υγρασίας των δακρύων και στον ήχο των λυγμών.
Ανθρώπινα δράματα, να χωρούν σε μια συσκευής οικοσκευής σαλονιού σαν την τηλεόραση, να κόβουν για διαφημίσεις, να επανέρχονται με κοντινά στο υπέροχο πρόσωπο της οικοδέσποινας και δημοσιογράφου. Το ξέρεις και εσύ κοινό τι θα δεις. Κάποια δράματα ίσως είναι πιο ανώδυνα. Κάποια αλλά όχι, μερικά επιτηδευμένα και αρκετά ψευτοεπιδεικτικά. Στα αληθινά τι κάνεις; Η τηλεόραση – προϊόν αμείλικτη!
Η γυναίκα, από κάποιο αραβικό κράτος έχει έρθει στην Ελλάδα και στην εκπομπή «Πάμε πακέτο» γυρεύοντας έναν αδελφό, την αγκαλιά του, ένα βάλσαμο για τον αποχωρισμό και το μυστήριο που κάλυψε τον άνθρωπό της. Θα την υποδεχτούν, θα την πάνε στο μέικ απ, θα τη χτενίσουν και έτσι τηλεοπτική πια, θα τη βάλουν στο στούντιο! Οι κάμερες γράφουν, το κοινό παρακολουθεί ως απαθής χορός τραγωδίας, η όμορφη παρουσιάστρια διεκτραγωδεί την ιστορία δυο αδελφών, που κάποτε μοιράστηκαν μυστικά, ζωή, χάδια, γάλα, αίμα. Θα ‘χαν τα αδέλφια να πουν μεταξύ τους νέα για γνωστούς, να μιλήσουν για τις ζωές τους τώρα, να θυμηθούν παλιά τραγούδια και εικόνες παιδικές που δεν ξεθώριασαν ποτέ. Θα ‘χαν ελπίδα.
Την ίδια ελπίδα, που γύρεψε εκείνη, η γυναίκα σε μια εκπομπή, σε ξένο τόπο, να γαντζωθεί επάνω της σαν σανίδα μετά το ναυάγιο. Η παρουσιάστρια την ρωτάει λεπτομέρειες, λέει ιστορίες, μιλά για κάθε χρονιά του αδελφού Σαμύρ στην Ελλάδα. Η ελπίδα σαν φλογίτσα αναθαρρεύει και δυναμώνει. Και άλλη μια χρονιά του αδελφού και άλλη μια. Η ελπίδα θα γίνει φλόγα να ζεστάνει λες όπου να ‘ναι, τη θλιμμένη ξένη που γυρεύει έναν αδελφό χρόνια χαμένο.
Το μουσικό χαλί κάτω από τα λόγια της παρουσιάστριας είναι δραματικό, όλο σασπένς, μια υποψία θλίψης.Οι κάμερες ζουμάρουν σε κάθε ίχνος συναισθήματος. Η αποκάλυψη σκηνοθετείται και η ξένη γυναίκα περιμένει να φύγει κάθε τοίχος εμποδίων, απόστασης, απαγορεύσεων και να δει επιτέλους το τέλος ενός ταξιδιού αναζήτησης σε μια αγκαλιά. Η παρουσιάστρια σε μια δραματική κορύφωση φτάνει μετά το έτος 2006 του αδελφού στο 2007. Η ξένη σχεδόν χαμογελά. Η παρουσιάστρια λέει μέσα από την απόκοσμα υπέροχη ομορφιά της, πως «Δυστυχώς το 2007 ο Σαμύρ πέθανε από έμφραγμα»…
… Η ξένη γυναίκα θρηνεί τον για πάντα χαμένο αδελφό και την ελπίδα που ήταν πλανεύτρα, κακιασμένη, όλο υποσχέσεις ενώ ήξερε την αλήθεια, τραγικά σατανική. Κλαίει και κλαίει και σπαράζει και ούτε κοινό υπάρχει, ούτε παρουσιάστρια που κοντά της αγκαλιάζει καθισμένα τόσο τηλεοπτικά, ούτε πλατό, ούτε σκηνικά και φώτα. Ποιος ξέρει ποιες εικόνες ζωντάνιας να προβάλλονται σε γιγαντοοθόνη στο μυαλό της; Ο αδελφός μικρός να τρέχει κάτω από κάποιον ανατολίτικο ήλιο, να της μαθαίνει ποδήλατο, να την προσέχει στο δρόμο για το σχολείο; Κάποια αγκαλιά κοινή μέσα στα χέρια της μάνας του; Όλα εκείνα που δένουν με αόρατα σχοινιά το συναίσθημα και μας κάνουν αυτό που είμαστε; Το βλέμμα του έφηβου; Κάποιο τραγούδι που σιγομουρμούριζε, το κορίτσι που του άρεσε, τους φίλους που γελάγανε μαζί τα βράδια, το χρώμα που του πήγαινε, τις γκριμάτσες που έκανε όταν πονούσε, σήκωνε πυρετό, θύμωνε, αγαπούσε; Ποιος ξέρει…
«Το ευχάριστο είναι» λέει η παρουσιάστρια και περιμένουμε όλοι, εκτός από την ξένη γυναίκα σε έναν τόπο, να το ακούσουμε, «πως πέθανε στον ύπνο του»! Αλήθεια; Αυτό είναι το ευχάριστο; Και πως θα έκανε η καλοσκηνοθετημένη εκπομπή με την επίγνωση ενός θανάτου ως σενάριο, υψηλά νούμερα τηλεθέασης, θα είναι ευχάριστο. Και για τους θεατές, εμάς το κοινό, πιστεύω θα ‘ταν μεγάλη η σαδιστική ευχαρίστηση να βλέπουμε έναν άνθρωπο να αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη οδύνη, τον ίδιο τον θάνατο και να σπαράζει στους λυγμούς, μέσα σε ένα κακοφωτισμένο πλατό! Πόσο ευχάριστο! Να ‘χε και λίγο αίμα, όμως, ε; Και κάνα ωραίο Ρωμαίο αυτοκράτορα να απελευθερώνει τα λιοντάρια…
)