Ο καθένας, που σ’ αυτόν προσφέρεται τ’ αυγό με τον κλώστη, προσπαθεί να το χάψει, έχοντας ανοιχτό το στόμα (δηλ. χάσκοντας) |
Κείμενο του Λουκά Χ. Σιάνου .
Με το έθιμο της καστοριανής «μπουμπούνας» (μεγάλης αποκριάτικης φωτιάς) σχετίζεται και το
έθιμο του «χάσκαρη». Στην πόλη της Καστοριάς και στα χωριά της περιφέρειάς της, μετά το βραδινό αποκράτικο τραπέζι, για γλύκισμα προσφέρνουν τον σπιτίσιο χαλβά, που τον παρασκευάζει η νοικοκυρά του σπιτιού με τις εξής αναλογίες : Ένα μέρος λίπος, δύο μέρη σιμιγδάλι ή καλαμπουκίσιο αλεύρι, τρία ζάχαρη και τέσσερα νερό. Στη συνέχεια αρχίζει ο «χάσκαρης», που γίνεται ως εξής:
Στην άκρη ενός κλώστη (ένα κυλινδρικό ραβδί που μ’ αυτό πλάθουν τις πίτες) δένουν μια κλωστή ως μισό μέτρο, και στην άκρη της δένουν ένα ξεφλουδισμένο αυγό, καλά βρασμένο, ή ένα κομμάτι κόραβο χαλβά. Ο αρχηγός του σπιτιού πιάνοντας τον κλώστη από την άλλη άκρη, με μια ελαφρή κίνηση του χεριού του κατευθύνει το δεμένο αυγό με τη σειρά, στο στόμα, σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας γύρω απ’ το τραπέζι.
Ο καθένας, που σ’ αυτόν προσφέρεται τ’ αυγό με τον κλώστη, προσπαθεί να το χάψει, έχοντας ανοιχτό το στόμα (δηλ. χάσκοντας). Σε περίπτωση αποτυχίας επαναλαμβάνεται η προσφορά τρεις φορές. Όλοι έχουν γυρισμένα τα μάτια τους σ’ αυτόν που προσπαθεί να χάψει τ’ αυγό και κάθε του κίνηση συνοδεύεται με γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά και με χειροκροτήματα όταν πετύχει το χάψιμο !
Στο τέλος, αφού προσφερθεί ο «χάσκαρης» σ’ όλους (για τον καθένα δένουν άλλο αυγό), ο νοικοκύρης του σπιτιού καίει την κλωστή αναφωνώντας, έως ότου καεί όλη, τη λέξη «σιτάρι – σιτάρι – σιτάρι …» ή άλλη λέξη που σχετίζεται με τα προϊόντα των κτημάτων του ή της δουλειάς του. Είναι μια επίκληση στο Θεό για καλή σοδειά ή καλά κέρδη στο κάθε επάγγελμα.
Fos_kastoria