Παραμύθι απ’ τον Γέρμα Καστοριάς
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και κάπου ήταν ένας λύκος που τον έλεγαν Κυρ-Νικόλα και μια αλεπού που την έλεγαν Κυρά-Μάρω.Αυτοί οι δυο παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι σε ένα σπίτι.
Κάποια μέρα ο λύκος και η αλεπού ανέβηκαν σε ένα ψηλό βουνό για να κυνηγήσουν λαγούς. Εκεί βρήκαν ένα μεγάλο κιούπι (: πήλινο δοχείο) που ήταν γεμάτο μέλι. Μόλις ο Κυρ-Νικόλας είδε το μέλι το λιγουρεύτηκε και είπε να το φάνε αμέσως οι δυο τους, όμως η Κυρα–Μάρω, επειδή ήθελε να το φάει όλο μόνη της, πρότεινε να το κρύψουν καλά στους κοντινούς θάμνους και να πηγαίνουν να το τρώνε κατά διαστήματα, όταν θα ήταν πολύ πεινασμένοι, και αυτό έκαναν (το έκρυψαν).
Ένα πρωινό που οι δυο σύζυγοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους, η Κυρά-Μάρω ορέχτηκε το μέλι και σκέφτηκε να πάει κρυφά απ’ τον Κυρ-Νικόλα στο μέρος που το είχαν κρύψει και να φάει μόνη της όσο ήθελε. Για να το πετύχει αυτό έκανε το εξής πονηρό τέχνασμα: Φώναξε ξαφνικά και δυνατά δύο φορές«Ορίστε, ορίστε», και όταν ο Κυρ-Νικόλας τη ρώτησε γιατί φωνάζει έτσι, αυτή του απάντησε:
–Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με φωνάζει και με παρακαλεί να πάω να βαπτίσω το παιδί της.
Και ο Κυρ-Νικόλας της είπε «πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού έτρεξε στο βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε αρκετό μέλι και κατόπιν γύρισε χορτασμένη στο σπίτι της. Όταν μπήκε μέσα ο κυρ-Νικόλας τη ρώτησε:
– Πώς ονόμασες το βαπτιστήρι σου, Κυρά-Μάρω;
– «Αρχιστίνη»! είπε η ετοιμόλογη αλεπού (: επινόησε στη στιγμή αυτό το ανύπαρκτο όνομα επειδή τότε είχε αρχίσει να τρώει το μέλι).
Ύστερα από μερικές ημέρες η αλεπού θέλησε να φάει και πάλι μέλι χωρίς να το μάθει ο κύρ Νικόλας, κι έπραξε τα ίδια:
Φώναξε δυνατά δύο φορές«Ορίστε, ορίστε», και όταν ο Κυρ-Νικόλας τη ρώτησε γιατί φωνάζει έτσι, αυτή του απάντησε:
– Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με παρακαλάει να πάω να βαπτίσω το δεύτερο παιδί της.
Και ο Κυρ-Νικόλας της είπε«πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού έτρεξε στο βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε αρκετό μέλι και κατόπιν γύρισε ευχαριστημένη στο σπίτι της. Όταν μπήκε μέσα ο κυρ-Νικόλας τη ρώτησε:
– Ποιο όνομα έδωσες στο παιδί που βάπτισες, Κυρά-Μάρω;
– «Μεσηστίνη»! είπε η αλεπού, επειδή τότε είχε φάει το μέλι που βρισκόταν έως τη μέση του δοχείου.
Αφού πέρασαν μερικές ημέρες, η αλεπού πεθύμησε να φάει ξανά μέλι, χωρίς και πάλι να το μάθει ο λύκος, κι έπραξε για τρίτη φορά τα ίδια:
Φώναξε δυνατά δύο φορές «Ορίστε, ορίστε», και όταν ο Κυρ-Νικόλας τη ρώτησε γιατί φωνάζει έτσι, αυτή του απάντησε:
– Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με παρακαλάει να πάω να βαπτίσω το τρίτο παιδί της.
Και ο Κυρ-Νικόλας της είπε «πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού έτρεξε στο βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε όλο το μέλι του και κατόπιν γύρισε χαρούμενη στο σπίτι της. Εκεί ο κυρ-Νικόλας τη ρώτησε:
– Πώς ονόμασες το παιδί που βάπτισες, Κυρά-Μάρω;
– «Φαγοστίνη»! είπε η αλεπού, επειδή τότε είχε φάει όλο το μέλι που βρισκόταν μέσα στο κρυμμένο δοχείο.
Μετά από αρκετό καιρό, ο λύκος πήγε στο μέρος όπου ήταν κρυμμένο το κιούπι με το μέλι, κοίταξε στο εσωτερικό του και το είδε εντελώς άδειο. Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί, γύρισε θυμωμένος στο σπίτι του και κατηγόρησε την αλεπού, ότι αυτή είχε φάει στα κρυφά όλο το μέλι. Η πονηρή αλεπού φυσικά διαμαρτυρήθηκε, αντέστρεψε την κατηγορία και είπε στο λύκο ότι εκείνος είχε κάνει τη ζημιά. Στο τέλος, επειδή δεν τα έβρισκαν, η αλεπού πρότεινε να κοπρίσει ο καθένας τους επάνω σε μια ανεστραμμένη κεραμίδα και όποιου τα κόπρανα θα είχαν κίτρινο χρώμα αυτός θα ήταν ο ένοχος. Και αυτό έκαναν.
Πριν όμως εξετάσουν τα κόπρανά τους, η αλεπού σήκωσε το πόδι της προς το αντικρινό βουνό και είπε στον λύκο:
– Ιιιι! κοίταξε σ’ εκείνο το βουνό, κατεβαίνει μια νύφη.
Αμέσως ο αφελής λύκος γύρισε την κεφάλα του για να δει την ανύπαρκτη νύφη και τότε η πονηρή αλεπού με μια γρήγορη κίνηση αντάλλαξε τη θέση των δύο κεραμίδων. Έτσι, η κεραμίδα με τα κίτρινα κόπρανα της αλεπούς βρέθηκε στη μεριά του Λύκου. Βλέποντας ο λύκος την «μαρτυριάρικη» κεραμίδα στο μέρος του, εννόησε τη ζαβολιάρικη πράξη τής αλεπούς, θύμωσε πολύ και άρχισε να την κυνηγάει. Η Κυρα-Μάρω για να γλυτώσει έτρεξε προς την όχθη ενός κοντινού ποταμού, όπου υπήρχαν πολλά δέντρα με ρίζες. Εκεί ο λύκος την πρόφθασε και την άρπαξε απ’ το πόδι. Τότε η παμπόνηρη αλεπού φώναξε:Όταν άκουσε ο λύκος αυτά τα παράξενα λόγια της αλεπούς σάστισε, συγχύστηκε, μπερδεύτηκε, άφησε το πόδι της κι έπιασε μια ρίζα. Ελεύθερη πλέον η αλεπού απ’ την αρπάγη του λύκου, του έδωσε από πίσω μια γερή σπρωξιά και τον πέταξε μέσα στο ποτάμι, όπου αυτός γρήγορα πνίγηκε.
Και από τότε έζησε η αλεπού καλά κι εμείς καλύτερα.
Το παραμύθι κατέγραψε στον Γέρμα, τον Δεκέμβριο του 2013, ο Γιώργος Τ. Αλεξίoυ
http://fos-kastoria.blogspot.gr