Τµήµα του συντάγµατος ιππικού που είχε ελευθερώσει τη Φλώρινα διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Καστοριάς. Το τµήµα είχε είκοσι επτά µόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των υπιλάρχων Ιωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας, Παναγιώτη Νικολαΐδη και του καστοριανού µακεδονοµάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Τις πρωϊνές ώρες της10 Νοεµβρίου 1912 το τµήµα αυτό έπιασε τον Απόσκεπο κι ο Άρτης έστειλε µε ένα χωρικό στο µητροπολίτη Κατοριάς Ιωακείµ Λεπτίδη το ακόλουθο µήνυµα:
«Την πόλη έχουν κυκλώσει από παντού δυνάµεις 25.000 ανδρών, έτσι κάθε αντίσταση ή απόπειρα διαφυγής στρατού από την πόλη είναι αδύνατη. Επιθυµώ ναµη καταστρέψω την πόλη. Σπεύσατε σε συνεννόηση µε τον αρχηγό των δυνάµεων της πόλης, να παραδοθεί άνευ όρων εντός µιας ώρας από της λήψεως του παρόντος, αλλιώς ευρίσκοµαι στην ανάγκην βοµβαρδισµού της πόλεως πριν το βράδυ»
Ιωάννης Άρτης, υπίλαρχος
Πριν έρθει η απάντηση, ο από ανυποµονησία κι αγωνία διακατεχόµενος Άρτης διέταξε τον υπίλαρχο Νικολαΐδη να εισέλθει µε δυο ιππείς στην Καστοριά και να πληροφορηθεί τα εκεί τεκταινόµενα. Ο Νικολαΐδης µπήκε στην πόλη και µετά την συνάντηση που είχε µε το µητροπολίτη και το δήµαρχο Κωνσταντίνο Γούση επέστρεψε στον Απόσκεπο φέρνοντας την πληροφορία ότι ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Μεχµέτ πασάς είχε εγκαταλείψει µε τις δυνάµεις του την Καστοριά πριν ο µητροπολίτης κι ο δήµαρχος προλάβουν να του επιδώσουν το µήνυµα.
Το πρωί της εποµένης, 11 Νοεµβρίου 1912, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται να εκδηλωθεί καµιά τουρκική αντίσταση, ο Άρτης έστειλε το Φιλόλαο Πηχεώνα στη Καστοριά να τοιχοκολλήσει σε κεντρικό εµφανές µέρος την διαταγή καταλήψεως της πόλης.