Εργασία Ιστορικής Μουσικολογίας
του Ιωάννη Μ. Τσακιρίδη,
Μουσικολόγου ΠΕ 16.02 ©
Μουσικολόγου ΠΕ 16.02 ©
Μέρος 1ο
Μουσικά ρεύματα
Η πόλη της Καστοριάς, όντας ένα
πολυπολιτισμικός κοινωνικός οργανισμός αποτελούμενος από έλληνες χριστιανούς,
τούρκους μουσουλμάνους και εβραίους, δέχθηκε ποικιλόμορφές επιρροές σε όλες τις
εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της και ιδιαίτερα στη μουσική. Η
μακρόχρονη οθωμανική παρουσία στη εν λόγω περιοχή για 526 χρόνια επέδρασε
σημαντικά στη διαμόρφωση μιας μουσικής οντότητας επηρεασμένης από ήχους της
Ανατολής, της παλαιάς βυζαντινής παράδοσης και ευρύτερα της περιοχής των
Βαλκανίων. Τέλη 19ου αι. και προγενέστερα τα μουσικά όργανα, τα
οποία πρωτοστατούν σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις των ηθών και εθίμων στη
Καστοριά ήταν οι ζουρνάδες και τα νταούλια. Οι μουσικοί που απάρτιζαν αυτά τα
μουσικά σύνολα παιανίζοντας σε γάμους, γλέντια και χορούς ήταν κυρίως
τουρκόγυφτοι και οι ορχήστρες τους αποκαλούνταν και ως σινάφια[1]
ή εσνάφια, έννοιες οι οποίες
χαρακτήριζαν τη συντεχνιακή εσωτερική δομή αυτών των συνόλων. Στα δυτικά της
Καστοριάς, έξω από το λαιμό της χερσονήσου, και χτισμένη στους πρόποδες του
όρους Ψαλίδα ήταν η συνοικία Βαρόσι[2],
όπου κατοικούσαν οι τουρκόγυφτοι μουσικοί της πόλης. Η βασική τους ενασχόλησή
ήταν η δημιουργία μικρών μουσικών συνόλων απαρτιζόμενα από 5-6 άτομα και η
συμμετοχή τους στα τοπικά ήθη και έθιμα της πόλης και των περιχώρων. Ωστόσο,
είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μουσικούς από το Βαρόσι χρησιμοποιούσαν στα γλέντια τους τόσο οι έλληνες όσο και οι
τούρκοι. Ο Α. Σαχίνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την μπάντα αυτήν την αγαπούσαν οι Καστοριανοί και την χρησιμοποιούσαν
στις δημόσιες εθιμικές εκδηλώσεις, όπως στα καρναβάλια, στις πασχαλιάτικες
ρόδανες και άλλες ευκαιριακές περιπτώσεις. Και οι τούρκοι την χρησιμοποιούσαν
στους γάμους και τα σουνέτια και στις διάφορες διασκεδάσεις.»[3]
Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μερικοί από τους μουσικούς του
Βαροσίου ήταν οργανοποιοί, οι επονομαζόμενοι αργανάρηδες[4]
που εξειδικεύονταν στη κατασκευή νταουλιών καθώς και στη προμήθεια ζουρνάδων
από αγορές της Ανατολής.
πολυπολιτισμικός κοινωνικός οργανισμός αποτελούμενος από έλληνες χριστιανούς,
τούρκους μουσουλμάνους και εβραίους, δέχθηκε ποικιλόμορφές επιρροές σε όλες τις
εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της και ιδιαίτερα στη μουσική. Η
μακρόχρονη οθωμανική παρουσία στη εν λόγω περιοχή για 526 χρόνια επέδρασε
σημαντικά στη διαμόρφωση μιας μουσικής οντότητας επηρεασμένης από ήχους της
Ανατολής, της παλαιάς βυζαντινής παράδοσης και ευρύτερα της περιοχής των
Βαλκανίων. Τέλη 19ου αι. και προγενέστερα τα μουσικά όργανα, τα
οποία πρωτοστατούν σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις των ηθών και εθίμων στη
Καστοριά ήταν οι ζουρνάδες και τα νταούλια. Οι μουσικοί που απάρτιζαν αυτά τα
μουσικά σύνολα παιανίζοντας σε γάμους, γλέντια και χορούς ήταν κυρίως
τουρκόγυφτοι και οι ορχήστρες τους αποκαλούνταν και ως σινάφια[1]
ή εσνάφια, έννοιες οι οποίες
χαρακτήριζαν τη συντεχνιακή εσωτερική δομή αυτών των συνόλων. Στα δυτικά της
Καστοριάς, έξω από το λαιμό της χερσονήσου, και χτισμένη στους πρόποδες του
όρους Ψαλίδα ήταν η συνοικία Βαρόσι[2],
όπου κατοικούσαν οι τουρκόγυφτοι μουσικοί της πόλης. Η βασική τους ενασχόλησή
ήταν η δημιουργία μικρών μουσικών συνόλων απαρτιζόμενα από 5-6 άτομα και η
συμμετοχή τους στα τοπικά ήθη και έθιμα της πόλης και των περιχώρων. Ωστόσο,
είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μουσικούς από το Βαρόσι χρησιμοποιούσαν στα γλέντια τους τόσο οι έλληνες όσο και οι
τούρκοι. Ο Α. Σαχίνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την μπάντα αυτήν την αγαπούσαν οι Καστοριανοί και την χρησιμοποιούσαν
στις δημόσιες εθιμικές εκδηλώσεις, όπως στα καρναβάλια, στις πασχαλιάτικες
ρόδανες και άλλες ευκαιριακές περιπτώσεις. Και οι τούρκοι την χρησιμοποιούσαν
στους γάμους και τα σουνέτια και στις διάφορες διασκεδάσεις.»[3]
Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μερικοί από τους μουσικούς του
Βαροσίου ήταν οργανοποιοί, οι επονομαζόμενοι αργανάρηδες[4]
που εξειδικεύονταν στη κατασκευή νταουλιών καθώς και στη προμήθεια ζουρνάδων
από αγορές της Ανατολής.
Στα τέλη του 19ου αι. συμβαίνει
ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο τα επόμενα χρόνια θα επηρεάσει ριζικά τη
μουσική πραγματικότητα της περιοχής και σηματοδοτείται από την έλευση των
ορειχάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων. Ως τα μέσα του 19ου αι. οι
ορχήστρες της περιοχής αποτελούνταν κυρίως από ζουρνάδες, νταούλια και ούτια
στη συνέχεια όμως ήρθαν καινούργια όργανα δυτικής προέλευσης, όπως το κλαρίνο,
η τρομπέτα, το τρομπόνι, το ευφώνιο και η τούμπα καθώς και νέα είδη κρουστών,
τα οποία δεν υπήρχαν προγενέστερα. Η εισαγωγή αυτών των οργάνων στη περιοχή της
Καστοριάς και ευρύτερα της περιοχής των Βαλκανίων είχε ως σκοπό την εξυπηρέτηση
στρατιωτικών και εθιμοτυπικών εκδηλώσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μια στρατιωτική
μπάντα[5]
απόδοσης τιμών σε επίσημους καλεσμένους καθώς και σε στρατιωτικές και θρησκευτικές
εκδηλώσεις. Για τις πρώτες μπάντες πνευστών που αναδιοργανώθηκαν επί οθωμανικής
αυτοκρατορίας σημαντική είναι η αναφορά του μουσικολόγου Σπ. Μοτσενίγου: «Το 1831 ο αδελφός του μεγάλου συνθέτου
Gaetano Donizetti Giuseppe (1797-1856), προσελήφθη εις την Κωνσταντινούπολιν
όπως διοργανώση την Ορχήστραν Πνευστών του Σουλτάνου συμφώνως προς το
ευρωπαϊκόν σύστημα. Με τον βαθμόν του στρατηγού ταξιαρχίας, ο οποίος του
απεδόθη, παρέμεινεν εκεί έως το τέλος της ζωής του. Κατά τον Francois J. Fetis
συνέθεσεν έργα δια στρατιωτικήν Ορχήστραν Πνευστών, εκ των οποίων το «Προσφιλές
εμβατήριον του Σουλτάνου Μαχμούτ», εδημοσιεύθη.»[6]
ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο τα επόμενα χρόνια θα επηρεάσει ριζικά τη
μουσική πραγματικότητα της περιοχής και σηματοδοτείται από την έλευση των
ορειχάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων. Ως τα μέσα του 19ου αι. οι
ορχήστρες της περιοχής αποτελούνταν κυρίως από ζουρνάδες, νταούλια και ούτια
στη συνέχεια όμως ήρθαν καινούργια όργανα δυτικής προέλευσης, όπως το κλαρίνο,
η τρομπέτα, το τρομπόνι, το ευφώνιο και η τούμπα καθώς και νέα είδη κρουστών,
τα οποία δεν υπήρχαν προγενέστερα. Η εισαγωγή αυτών των οργάνων στη περιοχή της
Καστοριάς και ευρύτερα της περιοχής των Βαλκανίων είχε ως σκοπό την εξυπηρέτηση
στρατιωτικών και εθιμοτυπικών εκδηλώσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μια στρατιωτική
μπάντα[5]
απόδοσης τιμών σε επίσημους καλεσμένους καθώς και σε στρατιωτικές και θρησκευτικές
εκδηλώσεις. Για τις πρώτες μπάντες πνευστών που αναδιοργανώθηκαν επί οθωμανικής
αυτοκρατορίας σημαντική είναι η αναφορά του μουσικολόγου Σπ. Μοτσενίγου: «Το 1831 ο αδελφός του μεγάλου συνθέτου
Gaetano Donizetti Giuseppe (1797-1856), προσελήφθη εις την Κωνσταντινούπολιν
όπως διοργανώση την Ορχήστραν Πνευστών του Σουλτάνου συμφώνως προς το
ευρωπαϊκόν σύστημα. Με τον βαθμόν του στρατηγού ταξιαρχίας, ο οποίος του
απεδόθη, παρέμεινεν εκεί έως το τέλος της ζωής του. Κατά τον Francois J. Fetis
συνέθεσεν έργα δια στρατιωτικήν Ορχήστραν Πνευστών, εκ των οποίων το «Προσφιλές
εμβατήριον του Σουλτάνου Μαχμούτ», εδημοσιεύθη.»[6]
H
Συνοικία Βαρόσι, Καστοριά 1917. Αρχείο Ι. Τσακιρίδη ©
Συνοικία Βαρόσι, Καστοριά 1917. Αρχείο Ι. Τσακιρίδη ©
Βόρεια
άποψη της πόλης. Καστοριά, 1915. Αρχείο Ζ. Αγγλογάλλου
άποψη της πόλης. Καστοριά, 1915. Αρχείο Ζ. Αγγλογάλλου
Βιβλιογραφία
Λαζάρου Αχ., Η ιστορία του τοπωνυμίου Βαρόσι.
(Ανάτυπο εκ του Περιοδικού Περραιβία, τ. 6, Ελάσσονα 1974
(Ανάτυπο εκ του Περιοδικού Περραιβία, τ. 6, Ελάσσονα 1974
Μοτσενίγος Γ. Σπύρος, Νεοελληνική Μουσική, Συμβολή εις την
ιστορίαν της, Αθήναι 1958
ιστορίαν της, Αθήναι 1958
Σαχίνης
Δ. Απόστολος, Το καστοριανό γλωσσάρι,
Καστοριανή Εστία, Καστοριά 1996
Δ. Απόστολος, Το καστοριανό γλωσσάρι,
Καστοριανή Εστία, Καστοριά 1996
Τσολάκης
Πάνος, Η αρχιτεκτονική της παλιάς
Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009
Πάνος, Η αρχιτεκτονική της παλιάς
Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009
[2] [Ετυμ. ˂
ιραν. var «οχυρό, φρούριο»] Η λέξη βαρόσι προέρχεται από το ιρανικό «var»
που σημαίνει οχυρό. Με το πέρασμα όμως του χρόνου δέχθηκε πολλές παραφθορές και
αλλοιώσεις για να πάρει στην συνέχεια την ονομασία «βαρόκι» και εν τέλει τη
ονομασία βαρόσι που σημαίνει οχυρωμένο τμήμα της πόλης (Λαζάρου 1974, 9-16).
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η ονομασία «Βαρόσι» χαρακτήριζε
τις περιοχές στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι χριστιανοί. Ωστόσο, στη περίπτωση
της Καστοριάς οι χριστιανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στο Βαρόσι φαίνεται να
μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές καθώς στην εν λόγω τοποθεσία εγκαταστάθηκαν
τουρκόγυφτοι (Σαχίνης 1996, 26) κατά τον 16ο αι. Αυτό διαπιστώνεται
καθώς στα τέλη 19ου αι. η περιοχή κατοικείται αποκλειστικά από
τουρκόγυφτους (Τσολάκης 2009, 76, 191, 292), οι οποίοι πολλοί από αυτούς
ασχολούνται με τη μουσική, είτε ως οργανοπαίχτες είτε ως οργανοποιοί.
ιραν. var «οχυρό, φρούριο»] Η λέξη βαρόσι προέρχεται από το ιρανικό «var»
που σημαίνει οχυρό. Με το πέρασμα όμως του χρόνου δέχθηκε πολλές παραφθορές και
αλλοιώσεις για να πάρει στην συνέχεια την ονομασία «βαρόκι» και εν τέλει τη
ονομασία βαρόσι που σημαίνει οχυρωμένο τμήμα της πόλης (Λαζάρου 1974, 9-16).
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η ονομασία «Βαρόσι» χαρακτήριζε
τις περιοχές στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι χριστιανοί. Ωστόσο, στη περίπτωση
της Καστοριάς οι χριστιανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στο Βαρόσι φαίνεται να
μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές καθώς στην εν λόγω τοποθεσία εγκαταστάθηκαν
τουρκόγυφτοι (Σαχίνης 1996, 26) κατά τον 16ο αι. Αυτό διαπιστώνεται
καθώς στα τέλη 19ου αι. η περιοχή κατοικείται αποκλειστικά από
τουρκόγυφτους (Τσολάκης 2009, 76, 191, 292), οι οποίοι πολλοί από αυτούς
ασχολούνται με τη μουσική, είτε ως οργανοπαίχτες είτε ως οργανοποιοί.
[3] Σαχίνης
1996, 26.
1996, 26.
[4] ο. π.
[5] Κατά το
1826 ο Σουλτάνος Μαχμουτ ΙΙ αναδιοργανώνοντας τον οθωμανικό στρατό με βάση τα
ευρωπαικά πρότυπα δημιούργησε στρατιωτικές μπάντες απόδοσης τιμών τις λεγόμενες
«Μεχτερ», οι οποίες εμπλουτίστηκαν με ευρωπαϊκής προέλευσης χάλκινα πνευστά
μουσικά όργανα. Οι μπάντες αυτές διαδόθηκαν κατά τα μέσα του 19ου
αι. σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της οθωμανικής κυριαρχίας σχηματίζοντας
οργανικά μουσικά σύνολα. Στη περίπτωση των περιοχών της Βαλκανικής Χερσονήσου,
τα νέα αυτά μουσικά όργανα εντάχθηκαν στην εγχώρια μουσική παράδοση
δημιουργώντας ένα νέο είδος μουσικής πράξης και μετουσιώνοντας ένα μωσαϊκό
μουσικών επιρροών πολλών πολιτισμών.
1826 ο Σουλτάνος Μαχμουτ ΙΙ αναδιοργανώνοντας τον οθωμανικό στρατό με βάση τα
ευρωπαικά πρότυπα δημιούργησε στρατιωτικές μπάντες απόδοσης τιμών τις λεγόμενες
«Μεχτερ», οι οποίες εμπλουτίστηκαν με ευρωπαϊκής προέλευσης χάλκινα πνευστά
μουσικά όργανα. Οι μπάντες αυτές διαδόθηκαν κατά τα μέσα του 19ου
αι. σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της οθωμανικής κυριαρχίας σχηματίζοντας
οργανικά μουσικά σύνολα. Στη περίπτωση των περιοχών της Βαλκανικής Χερσονήσου,
τα νέα αυτά μουσικά όργανα εντάχθηκαν στην εγχώρια μουσική παράδοση
δημιουργώντας ένα νέο είδος μουσικής πράξης και μετουσιώνοντας ένα μωσαϊκό
μουσικών επιρροών πολλών πολιτισμών.
[6] Μοτσενίγος
1958, 31.
1958, 31.