Τι γράφουμε τόσες ημέρες, σε πείσμα των κυβερνητικών …παπαγάλων; “Τζίφος” η συμφωνία των Βρυξελλών λέει τώρα και το ευαγγέλιο των απανταχού οπαδών της αγοράς:
Άλλη μια σύνοδος, άλλη μια συμφωνία, άλλη μια απογοήτευση.
Η προσπάθεια της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική της κρίση, συνεχίζεται, με κάθε διαδοχική αποτυχία να οδηγεί και άλλα κράτη εκεί που ήδη βρίσκονται τρεις από τις χώρες μέλη της.
Η αρχική αντίδραση στη τελευταία συμφωνία ήταν η ανακούφιση αφού οποιαδήποτε εξέλιξη θεωρούνταν καλύτερη από το τίποτα. Όσο όμως περνούν οι μέρες, οι επενδυτές γίνονται όλοι και πιο επιφυλακτικοί, με αποτέλεσμα ακόμη και η Ισπανία να φτάσει σε σημείο να δανείζεται με περισσότερο από 6% για δέκα χρόνια, λίγο πιο κάτω δηλαδή από τα επιτόκια που πληρώνουν οι Ελλάδα, Ιρλανδία, και Πορτογαλία, που ήδη έχουν ζητήσει και λάβει βοήθεια.
Αν δεν αλλάξει κάτι σύντομα στις διαθέσεις των αγορών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να διακόψουν τις διακοπές τους και να προσπαθήσουν να βρουν μια άλλη, πιο σωστή λύση.
Η τελευταία συμφωνία έχει τρία βασικά ελαττώματα.
Πρώτον, δεν αυξήθηκε το μέγεθος του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης, και συνεπώς δεν αρκεί για χρηματοδοτηθεί η ισπανική ή η ιταλική κυβέρνηση, πόσο δε μάλλον και οι δυο μαζί. Η διστακτικότητα των χωρών μελών να αυξήσουν τα ποσά του ταμείου στέλνει δυο βλαβερά μηνύματα: Ότι θεωρούν πιθανό πως κάποιο μέλος της ευρωζώνης δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει τα δανεικά. Και ότι οι χώρες μέλη δεν είναι ακόμη έτοιμες να σταθούν μαζί και ενωμένες, για να παλέψουν με τη κρίση, ότι και να γίνει.
Και αυτό ήταν το πρόβλημα εξ αρχής. Η ευρωζώνη δεν έχει την απαραίτητη δύναμη να φέρει τέλος στη κρίση. Δεν διαθέτει τη πολιτική βούληση. Οι πολιτικοί δεν πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι τους θέλουν το ευρώ τόσο αρκετά, ώστε να κάνουν θυσίες για τη σωτηρία του.
Η πρόσφατη συμφωνία αποδεικνύει τα παραπάνω. Ο χρόνος κυλάει, και η οποιαδήποτε αποτυχία μπορεί να αποδειχτεί μοιραία.
Το δεύτερο βασικό ελάττωμα της συμφωνίας είναι πως το ταμείο διάσωσης δεν μπορεί να δράσει μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια.
Οι ηγέτες συμφώνησαν πως ο μηχανισμός στήριξης (EFSF) και ο διάδοχός του θα μπορούσαν να καθορίσουν εκ των προτέρων το πόσα ακριβώς χρήματα θα χρειαστεί μια χώρα.
Παράλληλα, συμφώνησαν πως το EFSF θα μπορούσε να ενισχύσει κεφαλαιακά τις τράπεζες, και να αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές.
Αν μπορούσε να τα κάνει αυτά σήμερα, ίσως και να αποδεικνύονταν χρήσιμο για την Ισπανία και την Ιταλία. Όμως δεν μπορεί, και άρα δεν είναι.
Εξάλλου, χρειάζεται η έγκριση των κοινοβουλίων των 17 χωρών μελών, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη δηλώσει πως δυσανασχετούν με τα συμφωνηθέντα.
Ακόμη και αν όλες οι χώρες συμφωνήσουν και επικυρώσουν τα συμφωνηθέντα, το ταμείο θα πρέπει να βρει τα απαραίτητα ποσά στις διεθνείς αγορές, μια διαδικασία που από μόνη της χρειάζεται πολύ χρόνο. Συνεπώς, μπορεί να χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι να δούμε το ταμείο σε δράση.
Στο ενδιάμεσο διάστημα, θα μπορούσε η ΕΚΤ να παρέμβει και να αγοράσει ισπανικά και ιταλικά κρατικά ομόλογα. Έχοντας όμως χάσει τη μάχη αναφορικά με τη συμμετοχή των ιδιωτών στην ελληνική διάσωση, τώρα περιμένει στην άκρη.
Το τρίτο βασικό ελάττωμα έχει να κάνει με το ότι το νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα δεν θα “δουλέψει” , καθώς βασίζεται σε γελοιωδώς αισιόδοξους στόχους για έσοδα που θα προέλθουν από ιδιωτικοποιήσεις, και μια ελπίδα για τη μείωση του συνολικού ελληνικού χρέους που όμως δεν επαρκεί.
Τα μισά από τα προβλεπόμενα έσοδα υποτίθεται πως θα προέλθουν από τη πώληση ακίνητης δημόσιας περιουσίας. Όμως η ελληνική κυβέρνηση δεν γνωρίζει καν πόση γη κατέχει, και δεν μπορεί να εκτιμήσει την αξία της ακόμη και σε φυσιολογικές εποχές, πόσο δε μάλλον σήμερα, σε μια κατάσταση έκτακτης εκποίησης.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το εξής : Η προβλεπόμενη μείωση του χρέους με τη προτεινόμενη επαναγορά και ανταλλαγή ομολόγων, θα αφήσει και πάλι αρκετά μεγάλο υπόλοιπο χρέους σε σχέση με τη συνεχώς συρρικνούμενη οικονομία της Ελλάδας.
Οι 17 ηγέτες που συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες αξίζουν της συμπάθειάς μας . Δεν είναι όλοι τους υπεύθυνοι για τα χάλια της ευρωζώνης.
Αν όμως θέλουν να βρουν μια λύση, θα πρέπει να είναι πιο τολμηροί, και να πάρουν ακόμη μεγαλύτερα ρίσκα σε σχέση με τις πολιτικές τους καριέρες.