Καθώς οι συνήθεις καθημερινές εφημερίδες κλείνουν ή σωρεύουν επιχειρηματικά χρέη, η ΕΣΗΕΑ αντιδρά με απεργίες, προσπαθώντας να σώσει θέσεις εργασίας και μισθολογικά κεκτημένα δεκαετιών.
Όμως, η ιστορία δείχνει ότι καμιά παλιά τεχνική ή τεχνολογία ποτέ και πουθενά δεν μπόρεσε ν’ αντέξει, από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη θέση της μια νεότερη που ήταν φτηνότερη, ταχύτερη, αποτελεσματικότερη και πιο άκοπη.
Όταν διαδόθηκε η τυπογραφία, οι καλλιγράφοι και αντιγραφείς των χειρογράφων υπέστησαν ένα πρώτο πλήγμα, κι όταν εμφανίστηκαν οι γραφομηχανές, ο κλάδος τους έσβησε ολότελα (τώρα δεν υπάρχουν ούτε αυτές, λόγω υπολογιστή-εκτυπωτή). Όταν τα πλοία έγιναν ατμόπλοια χάθηκαν πολλά επαγγέλματα των ιστιοφόρων, ενώ όταν διαδόθηκε η μηχανοκίνηση χάθηκαν οι σαμαράδες, οι πεταλωτές, οι σανιτζήδες, οι αμαξάδες, οι βαλμάδες, οι αλογάδες (απόμειναν μόνο ως οικογενειακά επώνυμα). Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλές ακόμα αναλογίες. Όλη η εξέλιξη του υλικού πολιτισμού δεν είναι παρά μια συνεχής αντικατάσταση τεχνολογιών και των τεχνιτών που τις ασκούσαν.
Οι δημοσιογράφοι είχαν ανδρωθεί σ’ ένα καθεστώς όπου και οι ίδιοι και οι εφημερίδες τους ήταν παντοδύναμοι. Ένας ισχυρός εκδότης μπορούσε να ανεβάσει ή να κατεβάσει μια κυβέρνηση. Το μονοπώλιο της ενημέρωσης ανήκε στον Τύπο – και ο Τύπος έλυνε κι έδενε. Όμως κατά σειρά εμφανίστηκαν το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, το ιδιωτικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση, το διαδίκτυο, το κινητό τηλέφωνο, τα μπλογκ, το γιουτιούμπ, το φέισμπουκ – αύριο ποιος ξέρει τι άλλο.
Όλοι αυτοί είναι παράγοντες που καταγράφουν, μεταδίδουν και σχολιάζουν την είδηση και την πληροφορία παράλληλα με τις εφημερίδες, αλλά καλύτερα απ’ αυτές, γιατί διαθέτουν σημαντικά πλεονεκτήματα: όχι ανάγκη αγοράς από το περίπτερο/ συνεχή εξέλιξη του προϊόντος τους πολλές φορές μέσα στη μέρα/ διαδραστικότητα (τα όρια μεταξύ πομπού και δέκτη είναι πλέον δυσδιάκριτα)/ πολλαπλότητα (ο καθένας μπαίνει σε πολλά σάιτ-μπλογκ και ακούει-βλέπει πολλά κανάλια και σταθμούς, ενώ δεν μπορεί ν’ αγοράζει πολλές εφημερίδες)/ μη κομματική εξάρτηση / οικολογική οικονομία/ συνδυασμό με ψυχαγωγία.
Πολύ φυσικό είναι ότι, με τέτοιον ανταγωνισμό, οι εφημερίδες μπήκαν σε κρίση. Όσες κρατικές διαφημίσεις και να δεχτούν, όση επιδότηση από τα κόμματά τους και να πάρουν («Αυγή», «Ριζοσπάστης»), δεν στέκονται πια αυτοδύναμες στα πόδια τους. Και συνεπώς ούτε οι παραδοσιακοί εκδότες ούτε οι παραδοσιακοί δημοσιογράφοι της εφημερίδας έχουν τη δύναμη που είχαν. Οι αθλητικές, βέβαια, είναι άλλο καπέλο. Πάντως κι αυτές, αργά η γρήγορα, θα τις πιάσει η κρίση, όσο θα διαδίδεται η χρήση του διαδικτύου γενικά και το διαδικτυακό στοίχημα ειδικά κι όταν αρχίσουν να πέφτουν τα κέρδη του ΟΠΑΠ).
Μια εφημερίδα σήμερα, για να σταθεί, πρέπει:
– είτε να διαθέτει πολύ υψηλή ποιότητα
– είτε να δίνει κάτι δωρεάν ή σε πολύ χαμηλή τιμή, όπως οι σαββατιάτικες ή οι κυριακάτικες
– είτε να είναι η ίδια δωρεάν, όπως η A.V.
-είτε να συνδυάζει κάποια από τα παραπάνω.
Η καθημερινή πολιτική εφημερίδα είναι ένα προϊόν που φθίνει. Η ενημέρωση, η πληροφόρηση και ο σχολιασμός δεν φθίνουν, αλλά προσφέρονται από αλλού – και καλύτερα. Ακόμα κι αν κλείσουν όλες και για πάντα, η απουσία τους δεν θα γίνει αισθητή: οι αναγνώστες τους έχουν ή θα βρουν άλλες, εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης.
Αυτά μερικοί εκδότες τα καταλαβαίνουν και στρέφονται (και) αλλού. Για τους δημοσιογράφους, αντιθέτως, δεν είμαι σίγουρος. Εγκλωβισμένοι στα συνδικαλιστικά τους, δεν βλέπουν την εξέλιξη στην τεχνολογία και την κοινωνία. Θέλοντας να προστατέψουν τα μέλη τους στις εφημερίδες, κηρύσσουν απεργίες σε όλα τα μίντια. Θεωρούν ότι οι εφημερίδες εξακολουθούν να είναι ένα «σίγουρο μαγαζί, που δε σπάει, δε χαλάει». Ε λοιπόν, δεν είναι πια. Απεργώντας –και ειδικά απεργώντας στα προσοδοφόρα λόγω διαφημίσεων κυριακάτικα φύλλα–, οι δημοσιογράφοι πριονίζουν μια ώρα αρχύτερα το κλαρί όπου κάθονται και οι ίδιοι, οξύνοντας την κρίση του Τύπου και φέρνοντας πιο κοντά την απώλεια της δουλειάς τους. Κανένας εκδότης δεν είναι διατεθειμένος να κρατάει όλους όσους πλήρωνε, εφόσον η εφημερίδα του δεν πουλάει πια. Ούτε μπορεί να τη διατηρεί από φιλανθρωπία, μπαίνοντας μέσα, μέχρι να πάρει σύνταξη κι ο τελευταίος μισθωτός του. Με απεργίες ή χωρίς, οι εφημερίδες παλιού τύπου κλείνουν έτσι κι αλλιώς.
Η ΕΣΗΕΑ εμένα μου φαίνεται απολίθωμα. Ακόμα και ο τίτλος της το δείχνει: Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Στην εποχή που το Wikileaks δημοσιεύει ό,τι θέλει, πιστεύει η ΕΣΗΕΑ ότι η απεργία της μπορεί να διακόψει την ενημέρωση; Είναι αδύνατο να επιβάλει απεργίες στα σάιτ, στο φέισμπουκ, στα μπλογκ, στην πληροφόρηση μέσω κινητού, στα ξένα μίντια ή στα πρακτορεία ειδήσεων. Όταν η ανάγκη για δουλειά σφίξει, δεν θα μπορεί να την επιβάλει ούτε στους σταθμούς, στα κανάλια. Ούτε στις ίδιες τις εφημερίδες, καλά καλά, όσες θα έχουν απομείνει. Στις μέρες μας, σε μέρα απεργίας της ΕΣΗΕΑ, οποιοσδήποτε μπορεί ν’ανεβάζει ειδήσεις στο διαδίκτυο – πολλοί το κάνουν. Δεν είναι σπάσιμο της απεργίας, είναι άλλος κόσμος. (Θυμίζω ότι σε μέρα απεργίας της ΕΣΗΕΑ δολοφονήθηκαν οι 3+1 της «Μαρφίν», και η είδηση κυκλοφόρησε αμέσως.)
Κατά την ταπεινή μου γνώμη (είμαι ελεύθερος συγγραφέας με μπλοκάκι και όχι μέλος της ΕΣΗΕΑ), οι δημοσιογράφοι πρέπει να γίνουν όσο μπορούν καλύτεροι στη δουλειά τους (πηγές, πληροφορίες, καλλιέργεια, στιλ γραφής ή ομιλίας) και να κάνουν οι ίδιοι το άλμα στο διαδίκτυο και ό,τι άλλο μέσο υπάρχει πρόσφορο. Να το κάνουν όχι κατ’ ανάγκην ως μισθωτοί στην ηλεκτρονική έκδοση μιας εφημερίδας, αλλά και ως (μικρο)επιχειρηματίες ή συνέταιροι. Η εφημερίδα, όπως την ξέραμε οι παλιότεροι, πέθανε. Όποιος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό, μπορεί να βρει και να ρωτήσει γέροντες παγοπώλες ή αμαξάδες. Μερικοί ζουν ακόμα.
Δημήτρης Φύσσας Athens Voice