Πάει ο Μπάμπης στα μπουζούκια και βλέπει τον Κόκκαλη. Τον πλησιάζει και του λέει:
– Κύριε Κόκκαλη, θέλω να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη. Να, περιμένω την κοπέλα μου και θα
ήθελα να την εντυπωσιάσω. Μπορείτε όταν έρθει να περάσετε μπροστά από το τραπέζι μας και να μου πείτε: – Για σου ρε Μπάμπη παλιόφιλε μου;
– Aσε μας ρε φίλε. Και που σε ξέρω εγώ;
– Έχετε δίκιο Κύριε Κόκκαλη. Δεν με ξέρετε, μια εξυπηρέτηση θέλω ο φτωχός. Δεν σας κοστίζει τίποτα και για μένα σημαίνει πολλά. Η κοπέλα μου θα με πάρει από καλό μάτι για τις γνωριμίες που έχω.
Αφού τον έπρηξε ο Μπάμπης τελικά ο κος Κόκκαλης ενέδωσε…
– Ωραία, θα σου κάνω τη χάρη. Κάτσε στο τραπέζι σου και όταν έρθει, μετά από λίγο θα περάσω.
– Χίλια ευχαριστώ κύριε Κόκκαλη! Με σώζετε!
Κάθεται λοιπόν ο Μπάμπης και λίγο αργότερα έρχεται και η κοπέλα του. Τους πλησιάζει ο Σωκράτης που λέτε και λέει:
– Για σου ρε Μπάμπη! Τι κάνεις φίλε μου;
Και του απαντάει ο Μπάμπης:
– Αϊ και γ—σου ρε μ—-α