Σαν σήμερα 67 χρόνια πρίν στην Κλεισούρα Καστοριάς, Ναζί επιτέθηκαν στο χωριό και σκότωσαν 280 άμαχους κατοίκους κυρίως γυναίκες, γέροντες και παιδιά.
Το πρωινό εκείνο κανείς δε μπορούσε να φανταστεί το κακό που επρόκειτο να συμβεί. Αντιστασιακές ομάδες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που δρούσαν στην περιοχή με επικεφαλή το Σιατιστινό Αλέξη Ρόσιο, γνωστό ως καπετάν Υψηλάντη, είχαν πληροφορηθεί ότι μια γερμανική φάλαγγα από φορτηγά αυτοκίνητα επρόκειτο να περάσει την ημέρα εκείνη μεταφέροντας τα λάφυρα που οι αγκυλόσταυροι είχαν αποκομίσει από τη λεηλασία των εβραϊκών εμπορικών καταστημάτων της Καστοριάς με κατεύθυνση το Αμύνταιο˙ έτσι επέλεξαν το στενό στη θέση Νταούλι, θέση στρατηγική με πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, και έστησαν ενέδρα.
Όταν η εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας έφτασε στην τοξωτή γέφυρα του Νταουλιού άρχισε μάχη που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις (3) προπομποί Γερμανοί μοτοσικλετιστές. Σε λίγη ώρα κινήθηκε προς το σημείο αυτό ισχυρή κατοχική δύναμη κι έτσι η αντιστασιακή ομάδα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού πρώτα οι αντάρτες ακρωτηρίασαν οικτρά τους τρεις μοτοσικλετιστές και τους εγκατέλειψαν αιμόφυρτους παραταγμένους σε στάση προσοχής στη γέφυρα και αφού μετέφεραν τις μηχανές τους μέσα στην Κλεισούρα.
Οι επικεφαλείς αξιωματικοί των Ναζί αντικρίζοντας το αποκρουστικό θέαμα των κατακρεουργημένων βέβηλα συντρόφων τους, οργίστηκαν αφάνταστα επιζητώντας άμεση εκδίκηση και σκληρά αντίποινα. Η στρατηγική του «προληπτικού» πυρός και σιδήρου, δηλαδή η εξόντωση κάθε δυνάμει εχθρού, για να μη διακυβευθεί «πολύτιμο γερμανικό αίμα», ακολουθείται και πάλι. Στόχος τους φυσικά το πιο κοντινό χωριό˙ η Κλεισούρα.
Ειδοποιούν τα φρουραρχεία της Καστοριάς και της Κοζάνης, καθώς και το τάγμα των Ες-Ες της Πτολεμαΐδας και δίνουν εντολή να προβούν σε πράξεις αντιποίνων κατά του ανυποψίαστου άμαχου πληθυσμού, που εκείνη τη μέρα αποτελούνταν μόνο από γυναικόπαιδα και γέροντες, μια και οι άνδρες είχαν φροντίσει να απομακρυνθούν για ασφάλεια στα γύρω βουνά και στο Μοναστήρι της Παναγίας με την ελπίδα ότι η γερμανική δολοφονική μανία θα άφηνε άθικτους τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, όπως τους είχε καθησυχάσει γι’ αυτό ο αρχηγός των ανταρτών, ο οποίος προτίμησε
να απομακρυνθεί στο απέραντο δάσος και να παρακολουθήσει από εκεί ό,τι επρόκειτο να συμβεί.
Όλα αυτά επιτρέπουν να εξάγουμε επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αποτελεσματικότητας, της σκοπιμότητας και κατά συνέπεια του θεμιτού της Αντίστασης. Οι αρχιτέκτονες όμως του εγκλήματος έστειλαν πρώτα μέσα στην αρχοντική κωμόπολη ανιχνευτές για να τους καθησυχάσουν ότι δεν θα τους πειράξουν ώστε να μην τραπούν σε φυγή. Οι κατακτητές δεν διστάζουν να δίνουν ακόμα και απατηλές «εγγυήσεις» για να τις αθετήσουν τη δεδομένη στιγμή.
Πίσω τους ακολουθούσαν πάνοπλοι οι εκτελεστές και οι εμπρηστές των Ναζί. Τα Ες-Ες και οι γερμανοφορεμένοι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση του βουλγαρίζοντα αρχικομιτατζή Κάλτσεφ, αφού πήραν το σύνθημα με φωτοβολίδα από το Νταούλι στις 3 μ.μ., άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα αρχοντικά με ειδική εμπρηστική σκόνη.
Σπέρνουν το θάνατο χωρίς διάκριση. Ξεκοιλιάζανε έγκυες, λογχίζανε βρέφη αβάπτιστα και νήπια, κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά έπεφταν νεκρές στο νωπό χορτάρι των αυλόγυρων από το καυτό μολύβι των πολυβόλων˙ μαζί με τις αρχόντισσες νοικοκυρές, έπεφταν νεκροί και οι σεβάσμιοι γέροντες κι οι γερόντισσες μέσα στα περίφημα αρχοντικά τους. Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει τους αιμοδιψείς επιδρομείς από το φρικιαστικό έργο της ομαδικής σφαγής και πυρπολήσεως, ούτε και ο παπα-Γιώργης Μήτρας που με το σταυρό στο χέρι εκτελείται ως νεομάρτυρας και κατακρεουργείται.
Μέσα στο δίωρο διάστημα που όριζε η διαταγή μετατρέπουν τα πάντα σε κόλαση σπέρνοντας το αίμα, τη φρίκη και το θάνατο και αφήνοντας πίσω τους διακόσια ογδόντα (280) αθώα θύματα, που κλείνουν τον ευρύ κατάλογο των νεκρών της Επιχείρησης Maigewitter (Μαγιάτικη καταιγίδα) τον Απρίλη του 1944. Στο μεταίχμιο της δίωρης προθεσμίας είχαν στήσει στον τοίχο επτά (7) γυναίκες και τη στιγμή που το αυτόματο ετοιμαζόταν να κροταλίσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γύρω στις 5 μ.μ., είχε ανάψει πάνω από την άμοιρη Κλεισούρα η φωτοβολίδα που σήμανε τη λήξη της ανείπωτης ανθρωποθυσίας και στάθηκε η σωτηρία των επτά γυναικών, που από τη μνήμη και την ψυχή τους δεν θα σβήσει ποτέ η εικόνα του Γερμανού των Ες-Ες με το κόκκινο απ’ το αίμα αδιάβροχο, αλλά και της νεκρής μάνας με το παιδί της στην αγκαλιά.
Ο σφαγέας της Κλεισούρας συνταγματάρχης Karl Schümers (Καρλ Σύμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των Ες Ες, χαρακτηρίζεται ως άτεγκτος και άκαμπτος χαρακτήρας και η ωμότητα στη συμπεριφορά του οφείλεται στην πεποίθησή του ότι ο ελληνικός πληθυσμός περιέθαλπε και υποστήριζε τους αντάρτες και ως εκ τούτου γι’ αυτόν ήταν όλοι συνένοχοι στην αντίστασή τους κατά του Άξονα.
Οι αντιανταρτικές επιχειρήσεις έπρεπε να προσφέρουν «τρόμον αντί τρόμου», έτσι ώστε ο άμαχος πληθυσμός να φοβηθεί τελικά περισσότερο τις γερμανικές δυνάμεις παρά τις συμμορίες. Η απάνθρωπη συμπεριφορά του Karl Schümers (Καρλ Σύμερς) είχε σαν αποτέλεσμα ο πολιτικός εντεταλμένος του Γ΄ Ράιχ στα Βαλκάνια Herman Neubacher (Χέρμαν Νοϋμπάχερ) να ονομάσει την επιχείρηση στην Κλεισούρα «λουτρό αίματος» και να επισημάνει με οργή πως οι φρικαλεότητες που διεπράχθησαν παρέβαιναν τις πάγιες διαταγές περί αντιποίνων.
Όσα όμως υποστήριξε ο Νοϋμπάχερ τα απέρριψε ως αβάσιμα ο Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, ενθαρρύνοντας έτσι τον Karl Schümers (Καρλ Σύμερς) να επαναλάβει με τους αιμοσταγείς άνδρες του λίγο αργότερα και στο Δίστομο παρόμοιες σφαγές αμάχων.
Η μοίρα όμως του επιφύλασσε οικτρό τέλος, όταν το αυτοκίνητό του πάτησε νάρκη λίγο έξω από την Άρτα στις 18 Αυγούστου 1944. Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι των γύρω περιοχών με τρόμο θα βλέπουν την πανέμορφη Κλεισούρα να καίγεται, τη φωτιά να συμπληρώνει το έργο της καταστροφής και να φωτίζει τις νύχτες της σκλαβιάς.
Όσοι είχαν καταφύγει στα δάση επιστρέφοντας το επόμενο πρωί δεν βρίσκουν τίποτε άλλο παρά μόνο ερείπια και νεκρούς. Άλλοι αγκάλιαζαν τα πτώματα των οικείων τους και άλλοι μάταια αναζητούσαν τους καμένους. Η Κλεισούρα είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο νεκροταφείο αφού το κοιμητήριο του χωριού δεν επαρκούσε για να ταφούν τα διακόσια ογδόντα (280) θύματα, που θάβονταν στις αυλές των εκκλησιών και των σπιτιών και στις πλαγιές του βουνού.
Ο φοβερός ναζιστικός Ηρώδης είχε χορτάσει εκείνη τη μέρα από ελληνικό αίμα και ερείπια, μεταξύ των οποίων και το ημιγυμνάσιο, η αστική σχολή, το νέο δημοτικό σχολείο (που είχε ιδρυθεί το 1919) και η μεγάλη βιβλιοθήκη τους.
Ήταν παραμονές Μεγάλης Εβδομάδας και η πολύπαθη Κλεισούρα σήκωσε μαζί με τον Εσταυρωμένο τον σταυρό της και ανήλθε στον Εθνικό Γολγοθά του μαρτυρίου της για να διδάξει και να δείξει στους ελεύθερους λαούς τον δρόμο της αυτοθυσίας, της αρετής και της ελευθερίας. Τις επόμενες ημέρες οι θρήνοι και οι κοπετοί της Θεοτόκου για το Μονογενή της συνοδεύονται από το κλάμα και τις κραυγές απόγνωσης των κατοίκων, που αντηχούν στα γύρω φαράγγια και στα δάση επαναλαμβάνοντας το μακρόσυρτο μοιρολόγι για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο λαός θέλοντας να χαρακτηρίσει το ολοκαύτωμα αυτό δίκαια το ονόμασε σφαγή, γιατί έτσι μόνο μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος με τον οποίο διαπράχθηκε. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε στην ιστορία, είναι ακόμη ζωντανό στη μνήμη των πιο ηλικιωμένων, στη μνήμη των ανθρώπων που έχασαν τόσο άδικα τις οικογένειές τους και φέρουν έκτοτε αιώνιο το πένθος.
Η πολιτεία αναγνωρίζοντας το μέγεθος της προσφοράς της Κλεισούρας, της απένειμε τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξης και πριν λίγα χρόνια μετονόμασε την Κοινότητα σε Δήμο για ιστορικούς λόγους, ενώ ο Σύλλογος των Απανταχού Κλεισουριέων «Ο Άγιος Μάρκος» τιμώντας τη μνήμη των θυμάτων εκείνων ανήγειρε μνημείο, πάνω στο οποίο ο γλύπτης απαθανάτισε τη στιγμή της δολοφονίας των γυναικόπαιδων και στις τρεις πλευρές χαράχτηκαν τα ονόματά τους.
Tην Κυριακή 10 Απριλίου στην Κλεισούρα θα γίνει το μνημόσυνο των διακοσίων ογδόντα μαρτύρων-ηρώων Κλεισουριωτών