Ο συγχωρεμένος ο Θεοχάρης, μακρινός μου μπάρμπας και συγχωριανός, είχε πολεμήσει στην Αλβανία. Αυτός μαζί με τέσσερα ακόμα αδέρφια του. Γύρισαν όλοι ζωντανοί…
από το μέτωπο, ο ένας μ’ ένα ποδάρι λιγότερο. Την κατοχή ο Θεοχάρης ήταν στον ΕΛΑΣ, αλλά όταν ξέσπασε ο εμφύλιος αρνήθηκε να καταταχτεί στον Δημοκρατικό Στρατό. Δεν ήταν αριστερός. Κλασικός Κρητικός κεντρώος Βενιζελικός. Ο μεγάλος του αδερφός τη γλύτωσε στην Αλβανία, εκτελέστηκε όμως από τους Γερμανούς στην Κάντανο. Ο Θεοχάρης ήταν αναλφάβητος. Θυμάμαι τη γυναίκα του την κυρά-Βασιλική, νοσοκόμα στα νιάτα της και αρκετά νεώτερη απ’ τον άντρα της, να του διαβάζει με τις ώρες τους υπότιτλους των ξένων έργων στην ασπρόμαυρη τηλεόραση του σπιτιού τους.
Το 1986, έγινε μια μεγάλη εκδήλωση στα Χανιά για να τιμηθούν οι ήρωες της Εθνικής Αντίστασης. Ο Θεοχάρης έλαβε μια ονομαστική πρόσκληση από τη Νομαρχία. Πήρε την κυρά- Βασιλική και κούτσα-κούτσα πήγαν ως το κλειστό γυμναστήριο. Μόλις είδε ο ανθρωπάκος τις εξέδρες γεμάτες κόσμο, πάνω στο τραπέζι των επισήμων τεράστιες ντάνες από τυπωμένα διπλώματα τιμής κι από κάτω ένα τσουβάλι γεμάτο μετάλλια που θα έδιναν στους ήρωες, πήρε τη γυναίκα του και φύγανε, χωρίς να παραλάβει τα δικά του. Η Βασιλική μουρμούραγε σ’ όλη την επιστροφή, αλλά αυτός εξοργισμένος τής είπε ότι σ’ εκείνο το γήπεδο δεν υπήρχαν αντιστασιακοί. «Οι μισοί εκεί μέσα ήταν χέστες κι οι άλλοι μισοί Σουμπερτικοί» έλεγε. (Σουμπερτικοί ήταν οι Γερμανοτσολιάδες της Κρήτης, που είχαν επικεφαλής τον εγκληματία πολέμου Γερμανό επιλοχία Φριτς Σούμπερτ).
Από τότε μέχρι και τη μέρα που πέθανε, ο Θεοχάρης θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή που αρνήθηκε να πάρει μέρος σ’ αυτή την κοροϊδία, παρά την ίδια τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Τον έβαζα τακτικά να μου λέει ιστορίες από την Αλβανία και την Κατοχή, (αν γράψω εδώ τι μου είχε διηγηθεί για τη μοίρα κάποιων Ιταλών αιχμαλώτων ή για το πλιάτσικο που έγινε από τους Χανιώτες στα σπίτια των Εβραίων μόλις τους μάζεψαν οι Γερμανοί, θα με παίρνανε με τις πέτρες οι «πατριώτες») και πάντα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα: «Αν ένας στους δέκα απ’ αυτούς που μαζευτήκανε στο γήπεδο έκανε αντίσταση, οι Γερμανοί θα εί χανε φύγει από την πρώτη μέρα. Εγώ δεν πολέμησα στην Αλβανία ούτε βγήκα στο βουνό, για να μου δώσουνε μετάλλια και διπλώματα.»
Παρά τον σεβασμό που του ‘χα, η αλτρουιστική ιστορία του είχε μια σοβαρή ρωγμή. Τόλμησα μια μέρα να τού την εκστόμισω κατάμουτρα: «Μετάλλιο δεν πήρες μπάρμπα, τη σύνταξη του αντιστασικού όμως την πήρες μια χαρά.» Αυτός κοκκίνησε αλλά δεν απάντησε, η κυρά-Βασιλική όμως δαγκώθηκε και μου ‘κανε κρυφά νόημα να σωπάσω. Κάποια στιγμή που με πέτυχε μόνο μου, η γριά μού εξήγησε ότι η αντιστασιακή σύνταξη είχε γίνει αφορμή για μεγάλους καυγάδες στο σπίτι και καλύτερα να μην τη σκαλίζω γιατί ο Θεοχάρης στενοχωριόταν. «Ο άντρας μου είχε σύνταξη από το ΤΕΒΕ και δεν ήθελε να κάνει χαρτιά και για την αντιστασιακή» είπε η γριά. «Όμως ο Αντώνης τον πίεσε και τελικά τον έβαλε με το ζόρι να καταθέσει τα δικαιολογητικά. Ο Αντώνης έλεγε πως τη σύνταξη την είχε πάρει «ο πασαείς» χωρίς να ‘χει ρίξει τουφεκιά και δεν θα την παίρναμε εμείς που είχαμε πραγματικά πολεμήσει;» είπε η κυρά-Βασιλική.
Ο Αντώνης ήταν ο γιός τους. Ψιλοτεμπελχανάς, παραγοντίσκος του τοπικού ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ‘80, μιλούσε πάντα με περηφάνεια για τα κατορθώματα του πατέρα του, πίνοντας τις μπύρες του στο καφενείο. Όπως μου εξήγησε απολογητικά η κυρά-Βασιλική, ο Θεοχάρης είχε αρνηθεί να καταναλώσει έστω και μια δραχμή από την αντιστασική σύνταξη και την κατέθετε ανελειπώς στην τράπεζα στο όνομα της μικρής του εγγονής, κόρης του Αντώνη. Με τα λόγια της κυρα-Βασιλικής (που κατανοούσε τον σύζυγο αλλά έδινε δίκιο στον γιο) μπήκαν όλα τα στοιχεία της ψηφίδας στη θέση τους.
Τελικά, όλοι έκαναν αυτό που έπρεπε και είχαν μάθει. Όσοι πολέμησαν τους κατακτητές κράτησαν την περηφάνεια τους. Όσοι δεν πολέμησαν, επιβίωσαν. Και τις «αποζημιώσεις» από τον αγώνα ή τις κακουχίες εκείνης της γενιάς, τις εισέπραξε και τις έφαγε εν’ πολλοίς η δική μας γενιά. Κακόμοιρο Δίστομο, κακόμοιρη Κάντανος… Κι επειδή κάποιοι θα πουν ότι μ’ αυτά υποστηρίζω να μη δώσει τις αποζημιώσεις η Γερμανία, απαντώ ότι λένε βλακείες. Να τις δώσει και πολύ καλά έκανε η κυβέρνηση που υποστήριξε επίσημα την προσφυγή για το Δίστομο. Απλώς μ’ ενοχλεί θανάσιμα η κυριαρχούσα άποψη, ότι αν σήμερα εισπράτταμε ως χώρα την αποζημίωση των αγώνων των παπούδων μας, θα λύναμε το πρόβλημα μας. Διότι η λογική αυτή παραποιεί φρικτά κάθε νόημα πατριωτισμού. Πατριωτισμός σήμερα κατάντησε να είναι, όχι να κάνουμε κάτι εμείς, αλλά να εισπράξουμε σε χρήμα αυτά που έκαναν οι παλιότεροι.
Κι αν ο μπάρμπας μου ο Θεοχάρης ρε κι ο κάθε μπάρμπας σας (αντί να πάρει το ντουφέκι και να βγει στο βουνό) καθόταν στον καναπέ του κι έλεγε ότι πατριωτισμός στην εποχή του ήταν να ζητήσει τις αποζημιώσεις από τη Γερμανία για την καταστροφή της Ελλάδας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τι θα ζητούσαν οι σημερινοί «πατριώτες»; Να συμφωνήσουμε κάτι; Να διεκδικήσουμε τις πολεμικές αποζημιώσεις από τη Μέρκελ, αλλά να δεσμευτούμε αν είμαστε μάγκες και πατριώτες πως ούτε ένα ευρώ απ’ αυτές δεν θα πάει στην κατανάλωση। Ούτε σε μισθούς, ούτε σε επιδόματα, ούτε σε συντάξεις. Να μείνει ως λογαριασμός αντιμετώπισης έκτακτης εθνικής ανάγκης στο μέλλον και να απαιτεί ομοφωνία της Βουλής για την αξιοποίηση του. Τη σημερινή μας κατάντια να την αντιμετωπίσουμε με τον δικό μας αγώνα, αφού αυτοί που ψηφίσαμε τα κάνανε έτσι. Αγώνας με όποιο τρόπο νομίζει ο καθένας μας. Κρεμώντας τον Παπανδρέου, γιαουρτώνοντας τον Σαμαρά, δουλεύοντας περισσότερο, καίγοντας το σύμπαν ή αποδεχόμενοι το ΔΝΤ και τις επιταγές του. Αλλά τη θεωρία ότι θα είμαι πατριώτης αν διεκδικήσω να αναπληρώσω το δώρο που έχασα, εξαργυρώνοντας τον αγώνα του Θεοχάρη το 1943 (που δεν έχασε τον 14ο μισθό αλλά ρίσκαρε την οικογένεια και τη ζωή του), να με συμπαθάτε… δεν την αποδέχομαι.
Του Δημήτρη Καμπουράκη