Ο Θοδωρής Δρακάκης μιλάει στο περιοδικό People και αποκαλύπτει ένα επτασφράγιστο μυστικό. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ…
”Στις 2 Ιανουαρίου 2006 για ακόμη μία φορά, είχα πρόβλημα με την υγεία μου. Για ένα χρόνο, όποτε πήγαινα τουαλέτα, έβγαζα αίμα, αλλά δεν έλεγα τίποτα για να μην αναστατώσω την οικογένειά μου. Όμως, δεν γινόταν άλλο. Πονούσα πάρα πολύ για να συνεχίσω να αποσιωπώ κι έτσι το είπα στη γυναίκα μου και πήγαμε στο νοσοκομείο. Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Μόλις μπήκαμε στο γραφείο του γιατρού κι αφού είχα κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις, μου είπε: Καρκίνος. Και μάλιστα επιθετικής μορφής. Θα χρειαστεί να κάνουμε εισαγωγή”, δηλώνει.
Και συνεχίζει: ”ΟΚ, του είπα. Θα το σκεφτω και κάποια στιγμή θα ξανάρθουμε. Δεν καταλάβατε κύριε Δρακάκη έχετε καρκίνο κι αν δεν εισαχθείτε άμεσα στο νοσοκομείο κινδυνεύει η ζωή σας, μου απάντησε. Έφυγα, πήρα ένα μπουκάλι ουίσκι, ένα πακέτο τσιγάρα – που δεν κάπνιζα τότε – πήγα στην Πάρνηθα με το αυτοκίνητό μου και ήπια. Ήθελα να ηρεμήσω και να καταλάβω τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αμέσως μετά πήρα τηλέφωνο τον Σταμάτη Μαλέλη και του είπα: Φίλε μου Σταμάτη, έχω αυτό κι αυτό και δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ ποτέ. Μετά γύρισα σπίτι, μιλήσαμε όλοι μαζί κι έκανα την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Έκανα κάποιες κυστεοσκοπήσεις και υπερήχους για να ελέγχεται η εσωτερική κατάσταση της κύστης. Δόξα τω Θεώ όλα πήγαν καλά χάρη στο γιατρό μου, Πλάτωνα Κεχαγιά. Από αυτή μου την περιπέτεια, που δεν εύχομαι να συμβεί ποτέ σε κανέναν άνθρωπο στο κόσμο, κατάλαβα ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο και πως πρέπει να χαιρόμαστε και να εκτιμάμε την κάθε μας στιγμή μέσα στη μέρα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το αύριο”.
Ο δημοσιογράφος παλαιότερα είχε αντιμετωπίσει ξανά πρόβλημα με την υγεία του όταν έπαθε καρδιακή προσβολή. Μέχρι τα 15 του χρόνια η ζωή του ήταν ονειρεμένη στην Κωνσταντινούπολη. Ώσπου ένα βράδυ το 72′ οι γονείς του τον στέλνουν άρων – άρων στην Αθήνα γιατί κινδύνευε η ζωή του από έναν συνέταιρο του πατέρα του. Έμενε με κάποιυς συγγενείς μέχρι τη στιγμή που ήρθαν και οι γονείς του.
Ως φοιτητής στη Νομική, παράλληλα δούλευε για να καλύπτει μόνος του τα έξοδά του: ”Η πρώτη μου δουλειά ήταν βοηθός γκαρσονιού – ούτε καν γκαρσόνι – σε μία χαρτοπαικτική λέσχη στην Πλατεία Αμερικής. Άδειαζα τα τασάκια, τα έπλενα και παράλληλα σέρβιρα. Αργότερα δούλεψα και στη λαχαναγορά του Ρέντη. Κουβαλούσα σακιά με πατάτες και τα πήγαινα στους πάγκους. Σηκωνόμουν από τις 4:00 τα ξημερώματα και γύριζα σπίτι μου στις 8:00 το βράδυ με κατακόκκινη την πλάτη μου και με αφόρητους πόνους. Όταν μπήκα στη δημοσιογραφία και άρχισα να πληρώνομαι με ένα χιλιάρικο περίπου, έβγαζα μόνος μου τα έξοδα μου. Κι έτσι έπαψα να γίνομαι βάρος στος δικούς μου”, λέει χαρακτηριστικά.
Πλέον βλέπει τη ζωή να του χαμογελάει και όνειρό του είναι: ”Να δω την κόρη μου στους Ολυμπιακούς του 2012 στο Λονδίνο, δεν θέλω τίποτα άλλο’