Tον καιρό των γουναράδων - OlaDeka

Tον καιρό των γουναράδων

Δημήτρης Ιωαννίδης

Το στρατιωτικό DODGE 3/4, που στην καθομιλουμένη το έλεγαν «καναδέζα», δεν σταμάτησε στον αμμόλοφο που είχαν στήσει στη Γράμμου οι γουναράδες, τον υπερπήδησε κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες τους και συνέχισε προς την πίσω έξοδο της Καστοριάς, όπου θα εύρισκε ένα άλλο παρόμοιο κώλυμα για να το περάσει με τον ίδιο τρόπο! Ήταν το όχημα των εφοδίων για τα φυλάκια του 574 ΤΠ προς την πλευρά των Πρεσπών και έπρεπε να πάει…

Είμαστε στη άνοιξη του 1975 και οι Καστοριανοί αγωνίζονται να μη φύγει η γούνα από την πόλη τους. Με οδοφράγματα! Ούτε στα χωριά να μη πάει…
Είναι οι εποχές που τα χωριά κατέβαιναν στη Καστοριά καθημερινά. Μ’ ένα κομβόι από πράσινα λεωφορεία που αργότερα έγιναν τυρκουάζ πούλμαν η πόλη γέμιζε με εργάτες της γουναρικής, που κλείνονταν στα μαγαζιά από τις 07.30 ως τις 17.30, για να παράγουν ένα ιδιαίτερο προϊόν που έκανε την πόλη μοναδική και πλούσια! Που έπαιρναν τα περίπου άχρηστα αποκόμματα της γούνας για να τα κάνουν με την τέχνη τους παλτό που θα το πουλούσαν τ’ αφεντικά στις πλούσιες κυρίες του κόσμου!
Οι αναμνήσεις που έρχονται από κείνες τις εποχές παρομοιάζουν την Καστοριά με πολύβουη κυψέλη που παράγει ένα μοναδικό προϊόν! Ας γυρίσουμε το χρόνο κι ας βρεθούμε στην Καστοριά του ‘70. Τότε, ο προχθεσινός μας celebrity επισκέπτης, ο Λάκης Γαβαλάς ήταν μόνο 13 χρονών. Το ίδιο κι εμείς…
Τα πούλμαν, λοιπόν, στα οποία υπήρχαν και τασάκια για το κάπνισμα και τα χειμωνιάτικα πρωινά γίνονταν θάλαμοι μεταχειρισμένου ιπτάμενου καπνού, έφευγαν από τα χωριά στις εφτά και άφηναν τους εργάτες μπροστά στο γήπεδο (εκεί που ποζάρει τώρα ο Αρλεκίνος, ήταν στημένος τότε ο τερματοφύλακας της ανατολικής εστίας, πατώντας στο χωματένιο δάπεδο). Μουλωχτοί συνήθως οι εργάτες έπαιρναν με τα πόδια τη Μητροπόλεως, καθώς είχαν ανήφορο να βγάλουν και μια ακόμα κουραστική ημέρα δουλειάς μπροστά τους, με τον «μπόση» να παρακολουθεί αν έγινε καλά το γαζί και η φασκιά είναι ανθεκτική ή θέλει ξαναράψιμο…
Οι μηχανές «σούξεν» και «μπόνις» έβγαζαν το μόνιμο, διακοπτόμενο βρυχηθμό τους, οι σταματωτάδες παραδίπλα κάρφωναν συνεχώς και το ραδιόφωνο του μαγαζιού, μόνιμος σύντροφος, διέθετε το μουσικό χαλί ή την ωφέλιμη φλυαρία των ειδήσεων.
Στο μαγαζί ανάμεικτοι άνδρες και κοπέλες καθισμένοι στη σειρά, ενώ οι γυναίκες, οι φοδραρίστριες σε διπλανό χώρο. Που και που εμφανιζόταν και τ’ αφεντικό, με άσπρη ζακέτα σαν γιατρός, να ρίξει μια ματιά, το οποίο αφεντικό, σημειωτέον, ερχόταν πριν απ’ τους εργάτες κι έφευγε μετά από αυτούς!
Μιάμιση ώρα όλη κι όλη το μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό και μέσα σ’ αυτήν έπρεπε να εκτελέσεις και τις παραγγελίες απ’ το χωριό, όπως ν’ αγοράσεις ψειρόσκονη για τις κότες, έμπλαστρο για τη γιαγιά ή άσπρο, αφράτο, καστοριανό ψωμί (το ολικής αλέσεως ήταν για τους φτωχούς!)
Το εστιατόριο ήταν μια ιεροτελεστία. Καθόσουν όπου έβρισκες άδεια καρέκλα κι όχι άδειο τραπέζι και παράγγελνες ένα σωρό πιάτα: Ολίγους κεφτέδες, ολίγα φασόλια φούρνου, ολίγη φέτα και μια μικρή μπύρα. Ο ταμίας του μαγαζιού έστεκε δίπλα στην έξοδο μ’ ένα κεσεδάκι ψιλά για τα ρέστα και άκουγε την εξομολόγησή σου, δηλαδή τί έφαγες. Κατά θαυμαστό τρόπο τα θυμόταν όλα. Ένας κόσμος θαυμάσια κουρδισμένος! Και ο εργάτης ξαναγύριζε στο μαγαζί. Κι εκεί, μεταξύ του προτελευταίου και του τελευταίου τσιγάρου πριν περάσουν την πόρτα της εισόδου, γίνονταν οι όποιες απόπειρες φλερτ από τους μερακλήδες τους είδους. Αν κάποιος ήθελε σύναψη σχέσης, κάτι σοβαρότερο δηλαδή, έπρεπε να βρεθεί την Κυριακή στη βόλτα του χωριού της κοπέλας για ν’ ανταλλάξουν κάποια λόγια, υπό τα συγκρατημένα γελάκια των φιλενάδων της…
Η πολύ καλή διάθεση στην ψυχολογία του γουναρά άρχιζε να έρχεται καθώς πλησίαζε η ώρα να σχολάσει. Μήπως η ώρα του σχολάσματος δεν είναι η καλύτερη όλων; Από τον μαθητή μέχρι τον δημόσιο υπάλληλο, τον ταχύτερο όλων των ειδών εργαζομένου: σχολάει στις τρείς και στη μιάμιση είναι στο σπίτι (κάτι παρόμοιο μας έχουν πει και για τους Κοζανίτες εργαζόμενους της ΔΕΗ: Στις τρείς σχολάνε και στη μιάμιση είναι στην ουρά της καντίνας!)
Στα πούλμαν της επιστροφής ακόμα κι ανέκδοτα ακούγονταν, αλλά κυρίως πειράγματα. Καθώς, όλοι από ένα παρατσούκλι το είχαν, ανάλογα με την ειδίκευσή τους, τα κουσούρια τους και τις εμμονές τους σε κάποια θέματα. Κι έφτανε η νύχτα. Κι όλο αυτό επί ένα εξαήμερο, αφού για εβδομάδα πέντε ημερών ούτε υποψία…
Μια ειδική μέρα ήταν εκείνη της εξαγωγής. Κινητικότητα και φούρια στο μαγαζί, με τα φορτοταξί να γεμίζουν τις καρότσες τους με παλτά για το τελωνείο. Τον πρώτοι λόγο είχαν οι λογιστές, ενώ όλοι οι άλλοι γίνονταν μεταφορείς. Ιερό πράγμα η εξαγωγή, γιατί αυτή ήταν που θα έφερνε το χρήμα στ’ αφεντικό, για να γεμίσει κι αυτός με τη σειρά του τις τσέπες των εργατών.
Κάποτε η γουναρική έφτασε και στα χωριά! Μόνο ως εκεί, βεβαίωναν οι αρμόδιοι, καθώς το …Ντουμπάι όπου θα έφτανε αργότερα ήταν ακόμα έρημος κάπου μεταξύ Ασίας και Αφρικής. Ποιός το ήξερε για να το φοβηθεί (ή να ελπίσει);
Η γουναρική στα χωριά κάπως σκόρπισε, αλλά παρέμεινε καστοριανή κι έκανε τους χωρικούς να έχουν δύο επαγγέλματα: Και γουνοποιοί και αγρότες! Μόνο τα γυμνασιόπαιδα δεν έκαναν τίποτα από τα δύο, γιατί θα μάθαιναν γράμματα, λέει. Έμαθαν κι έφυγαν απ’ τα χωριά.
…Και φτάσαμε στο σήμερα! Με τη διεθνή μας έκθεση να γίνεται 42 χρονών (κι η Βάνα Μπάρμπα περίπου το ίδιο λέει πως είναι), να κατεβαίνουν τζετ στο αεροδρόμιό μας και να ευελπιστούμε όλοι πως θα έρθουν καλές στιγμές για τη γουναρική. Είθε!

Δημήτρης Ιωαννίδης

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria