1)Αρχάδα (= δροσερότης), π.χ. Ιδώ έλατι, που(ν)ι αρχάδα = εδώ ελάτε, είναι δροσερότης. (σελ. 343).
Χαρακτηριστικές λέξεις και φράσεις παλαιών Γερμανιωτών
Αρχός, -η, -ο (= δροσερός), π.χ. Αρχό είνι του πιδί, δεν έχ’ θέρμ = κρύο είναι το παιδί, δεν έχει πυρετό // Ου μέτουπους τ’ ή του μέτουπου τ’ είνι αρχό = το μέτωπό του είναι δροσερό. (σελ. 343).
2) Διάφκα = ανάρρωσα, γιατρεύτηκα.
Διαβαίνω = αναρρώνω, γιατρεύομαι.
Διαβάτς = στιγμιαίος πόνος.
Π.χ. άμα δγιάβου, θα νάρθου = όταν γίνω καλά θα έλθω. // Ήμουν πουλύ άρρουστος, μα τώρα διάφκα = ήμουν πολύ άρρωστος,αλλά τώρα έγινα καλά. (σελ. 52).
3) Κατάψχους = δροσερότης. Π.χ. Ιδώ στουν κατάψχου έλα = εδώ είναι δροσιά, έλα. (σελ. 323).
5) Χαλαμαντάρ άφκις του σπιτ’ = άφησες το σπίτι ανοιχτό, χωρίς να κλείσεις τις θύρες ή να τις κλειδώσεις. // όταν φέβς τς αφήντς χαλαμαντάρ τς πόρτις = τις θύρες, όταν φεύγεις, τις αφήνεις ανοιχτές. (σελ. 339).
6) Τάξι πε (αντί τάξε ειπέ) = υπόθεσε πως. Π.χ. αφού ήταν του πιδίς, τάξι πε ήσαν ισύ = αφού ήταν το παιδί σου, υπόθεσε πως ήσουν εσύ, το ίδιο σχεδόν είναι. (σελ. 337).
7) Κουνουμώ = ετοιμάζω.
Κουνουμνιούμι = ετοιμάζομαι, ετοιμάζω για τον εαυτό μου.
Π.χ. – Άιντι να πάμι = εμπρός να πάμε.
– Να τώρα κουνουμνιούμι = να τώρα ετοιμάζομαι.
Κουνουμήθκα ιγώ που ψουμί = οικονομήθηκα εγώ από ψωμί, ετοίμασα για τον εαυτό μου εγώ ψωμί.
8) Κουντόημιρους, αντί κοντόημερος = αυτός που οι μέρες του είναι κοντές, λίγες. Το επίθετο ενέχει την έννοια της κατάρας. Π.χ. ου κοντόημιρους τι μέκαμιν! = ο ελεεινός τι μου έκαμε!
9) Δυναστεύου (: δυναστεύω) = εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου, κουράζομαι υπερβολικά. π.χ. Άμα δυναστέψου του πουδάρ μ’ μι πουνάει. = άμα κουράσω πολύ το πόδι μου πονάει.
Δυνάστιμα (αρχ. δυνάστευμα) = έντασις δυνάμεων.
(σελ. 58).
10) Μ μπήριν ντ βάψ = την πήρε τη βάψη, πήρε την αρρώστια που του άλλαξε το χρώμα. // Το αντίθετο : μ μπήριν ν’ όψ = η όψη του πήρε το κανονικό της χρώμα, του υγιούς ανθρώπου. (σελ. 35).
11) Βιο = περιουσία π.χ. νηστκό βιο = άνθρωπος με διαθέσεις πλεονεξίας και λαιμαργίας, διότι ζει σε φτώχια και στερήσεις. (σελ. 35).
12) Θυμουβουλάει (: θυμοβολάει) = ερεθίζεται, πρήζεται. π.χ. η πληγή μ’ θυμουβόλτσιν κι βγάν’ αίμιουν = η πληγή μου ερεθίστηκε και βγάζει πύον.
13) Ουκνός = οκνηρός, τεμπέλης,
Ουκνεύου (: οκνεύω) = βαρειούμαι, τεμπελιάζω. π.χ. ουκνεύου να σκουθώ = οκνεύω βαρειούμαι να σηκωθώ. Πρβλ. το γνωμικό:
Ου ουκνός πααίν μακριά
κι ου σφιχτός ξουδέβ πουλλά
(ή) κι ου ακριβός πλιαρών πουλλά
(= ο οκνηρός πηγαίνει μακριά κι ο τσιγγούνης εξοδεύει πολλά)
(σελ. 161).
Καταγραφή Χρίστου Γεωργίου (+1972).
(Από το βιβλίο του, Το Γλωσσικό Ιδίωμα
Γέρμα Καστοριάς,
εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1962).