Η παράσταση έλαβε τέλος; - OlaDeka

Η παράσταση έλαβε τέλος;

Σκέψεις και προβληματισμοί για την παράσταση Ο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου της θεατρικής ομάδας του ΓΕΛ Άργους Ορεστικού

«Οι μεγάλοι ρόλοι δεν παίζονται χωρίς ηθοποιούς που να έχουν την ικανότητα σύνθεσης και ποιητικής αισθητικής των πραγμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημήτρης Ποταμίτης (Στασινοπούλου, Μ., 2009). Παρακολουθώντας στο Πολιτιστικό Κέντρο Άργους Ορεστικού (4-5/06-2016) αλλά και στο Πνευματικό Κέντρο Νεστορίου (24-06-2016) τη θεατρική παράσταση ΟΑρχοντοχωριάτης του Μολιέρου, διαπιστώσαμε πως οι ηθοποιοί, αν και μαθητές, κατάφεραν να ερμηνεύσουν τους ρόλους που υποδύονταν με επιτυχία, σαν αληθινοί επαγγελματίες, προσεγγίζοντας τη βαθύτερη υπόσταση των προσώπων.

Ο ηθοποιός  πάνω στη σκηνή  ζωοποιεί λέξεις και οι μαθητές- ηθοποιοί  του ΓΕΛ Άργους Ορεστικού καθ’ όλη τη διάρκεια του σκηνικού παιχνιδιού «έδωσαν τη φωνή τους» ζωντανεύοντας τα πρόσωπα που έπλασε ο Μολιέρος, ένας θεατρικός συγγραφέας ο οποίος συνιστά αναμφίβολα  μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στο χώρο της θεατρικής παραγωγής όλων των εποχών. Το έργο του Ο Αρχοντοχωριάτης ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή τον Οκτώβριο του 1670. Στο ελληνικό κοινό η  κωμωδία γίνεται δημοφιλής το 19ο αιώνα (αλλά και νωρίτερα στις ελληνικές παροικίες) και πρωτοπαίζεται στην Αθήνα το 1858. Ήδη στις 12 Ιουλίου του 1836 η νεοσύστατη αθηναϊκή σκηνή έχει ανεβάσει ως πρώτο της έργο, μία άλλη κωμωδία του Μολιέρου τον Φιλάργυρο. Ο κορυφαίος Γάλλος συγγραφέας κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ελληνική θεατρική ζωή του 19ου αιώνα ενώ παραστάσεις των κωμωδιών του πραγματοποιούνται και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως τις μέρες μας.

Η  θεατρική παράσταση ο  Αρχοντοχωριάτης, που ανέβασε η θεατρική ομάδα του ΓΕΛ Άργους Ορεστικού, βασισμένη στη διασκευή του Γιάννη Καλατζόπουλου και μέσα από την σκηνοθετική προσέγγιση του Σπύρου Δήμου αποτελεί  μια αξιέπαινη προσπάθεια. Παρακολουθώντας τη θεατρική παράσταση των μαθητών, κατανοήσαμε για μία ακόμη φορά πως το θέατρο, ως θέαμα και ακρόαμα, αποτελεί βασικό μέσο διαπαιδαγώγησης. Η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανεξετάζει μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες θέματα που τον απασχολούν  και να ασκεί την κριτική του ικανότητα.

Ως θεατές και ακροατές της θεατρικής παράστασης των μαθητών του ΓΕΛ Άργους Ορεστικού ξεκουραστήκαμε, εκτονωθήκαμε και χαλαρώσαμε, γελώντας με τα κωμικά στοιχεία του έργου. Μοιραστήκαμε το γέλιο μας με τους άλλους, τους υπόλοιπους θεατές, αφού η παρουσία αυτών των «άλλων» ενδυνάμωσε τη χαρά μας – άραγε το γέλιο εκδηλώνεται στην απομόνωση και στη μοναξιά; Το γέλιο ανακύπτει, σύμφωνα με τη ψυχολογική θεωρία της ασυμβατότητας, από την αντίθεση ασύνδετων καταστάσεων που εμπεριέχουν στοιχεία έκπληξης και παραλόγου. Και εμείς γελάσαμε κυρίως με τον Ιορδάνη (Monsieur Jourdain) – ρόλο που υποδύθηκε ο Στάθης Συμεωνίδης – και την κωμικότητα των πράξεων του και του ντυσίματός του. Ο Ιορδάνης γίνεται κωμικός και γελοίος εξαιτίας της αντιφατικότητας και του παραλογισμού του. Επιδιώκει να εξασφαλίσει την κοινωνική καταξίωση, να ανέλθει κοινωνικά με κάθε τρόπο και μέσο, ώστε να επιτύχει την αποδοχή της αριστοκρατίας και τελικά,  γελοιοποιείται. Με την αφέλεια του, με τη μεγαλομανία του, την ντροπή για την ταπεινή του καταγωγή, με τις άκαρπες προσπάθειές του να μάθει φιλοσοφία, χορό, μουσική, ακόμη και ξιφασκία, υποβιβάζεται διαρκώς στα μάτια του κοινού. Ο Μολιέρος ως βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, σκιαγραφεί πανανθρώπινους χαρακτήρες και με τη δημιουργία του απλοϊκού και αφελούς Ιορδάνη, όπως εύστοχα σημειώνει ο Σωκράτης Καραντινός, καυτηριάζει τις αδυναμίες της κοινωνικής τάξης που ερχόταν να διασκεδάσει με το έργο του,  «την ξεμπροστιάζει και της πετά κατά πρόσωπο τα βίτσια και τις μικρότητές της».

Η ερμηνεία των μαθητών-ηθοποιών, αλλά και οι σκηνογραφικές, ενδυματολογικές και μουσικές επιλογές όλων των υπευθύνων της σχολικής παράστασης προσέλκυσαν το ενδιαφέρον μας και ανέδειξαν τον πλούτο, τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του μολιερικού έργου. Οι συντελεστές που βοήθησαν στην υλοποίηση αυτής της παράστασης απέδειξαν πως στο σημερινό ελληνικό δημόσιο σχολείο σημειώνονται σημαντικές καλλιτεχνικές προσπάθειες που φανερώνουν τον αξιόλογο ζήλο, την ευαισθησία, την ωριμότητα, τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα μαθητών και δασκάλων που προθυμοποιούνται να εργαστούν και να συνεργαστούν εκτός σχολικών ωραρίων, υπερνικώντας ποικίλα εμπόδια.

Κάθε έργο τέχνης είναι ανοιχτό σε διάλογο. Μάλιστα στο δραματικό κείμενο η ύπαρξη του διαλόγου αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο. Πρόκειται για ένα διάλογο που δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα στα ενδοκειμενικά πρόσωπα  ή ανάμεσα σε αυτά και τους συντελεστές της παράστασης, αλλά υποχρεώνει και το θεατή ως άτομο και ως πρόσωπο με το δικό του τρόπο σκέψης,  με τη θεατρική του παιδεία, αλλά και με τις συνειδητές ή ασυνείδητες προσωπικές του προκαταλήψεις να λάβει μέρος σε μια  συνομιλία που μπορεί να συνεχίζεται εις το διηνεκές. Μια ατέρμονη διαλογική διαδικασία η οποία δε σταματά με το τέλος της παράστασης.

Μετά το τέλος της παράστασης μπορούμε να αναρωτιόμαστε γιατί τελικά ο Ιορδάνης, αν και μονοκόμματος, μονόπλευρος χαρακτήρας, μας προσφέρει τη δυνατότητα για πολύπλευρη θεώρηση της συμπεριφοράς του. Αναρωτιόμαστε ακόμη, γιατί οι δάσκαλοι των τεχνών εμπλέκονται σε μια διαμάχη για την ανωτερότητα της επιστήμης τους και γιατί  αναδεικνύονται τόσο ασήμαντοι, δείχνοντας πως το μόνο που τους ενδιαφέρει  είναι τα χρήματα που ο Ιορδάνης σκορπάει αλόγιστα.

Ο Ιορδάνης ο πλούσιος  και εγωιστής έμπορας που επιδιώκει να αποκτήσει την επιτηδευμένη μόρφωση και να γίνει ευγενής µε οποιονδήποτε τρόπο δεν είναι μόνο κωμικός χαρακτήρας. Συνάμα, θα λέγαμε πως γίνεται και τραγικός, γιατί απλούστατα επιδιώκει τα επουσιώδη, αδιαφορώντας για την ουσία των πραγμάτων και γιατί ακόμη αποστρέφεται την αγωνιστικότητα. Επιθυμεί  να μάθει ακατανόητα πράγματα, επιθυμεί να μάθει εξαγοράζοντας τη γνώση  και αγνοεί οικτρά πως η μάθηση είναι αγώνας εσωτερικός, πολύχρονος και πολύμοχθος.

Ωστόσο, «κάποια τραγικότητα» κρύβεται και πίσω από τις γελοιότητες των πράξεων των δασκάλων των τεχνών. Η τραγικότητά τους γίνεται έκδηλη όταν κατανοούμε πως για την επιβίωσή τους και για την καλλιέργεια των τεχνών τους εξαρτώνται από ευκατάστατους αλλά αμαθείς προστάτες.

Μετά το τέλος της θεατρική παράστασης το παίξιμο συνεχίζεται μέσα μας και εξακολουθούμε να βλέπουμε το πιο κωμικό σημείο και μία από τις ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές της θεατρικής ομάδας: τον Ιορδάνη να μας αποκαλύπτει τη δική του φωτογραφία, τη μορφή του σε μπούστο. Η εικόνα του τον απασχολεί σε τέτοιο βαθμό που μπροστά στη φωτογραφία του φωτογραφίζει τον εαυτό του ενώ έχει ήδη τραβήξει την κουρτίνα για να κρύψει τον πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ενός από τους διασημότερους ζωγράφους όλων των εποχών κι ενός ανθρώπου πολύπλευρου και πολυμαθούς που συνταίριαζε με επιτυχία πολυποίκιλα ενδιαφέροντα και γνώσεις βοτανολογίας, ανατομίας, γεωλογίας και μηχανικής. Ο πίνακας αυτός, η Τζιοκόντα ή Μόνα Λίζα (Παρίσι, Λούβρο) η οποία φιλοτεχνήθηκε το 1503 αποτελεί, σύμφωνα με τον ιστορικό της τέχνης Βαζάρι, έναν από τους περιφημότερους πίνακες του κόσμου.

????????????????????????????????????

Η Τζιοκόντα ή Μόνα Λίζα ένα καλλιτέχνημα που αντιστέκεται στο χρόνο, έτσι όπως και η μολιερική κωμωδία, εξαφανίζεται πίσω από την κουρτίνα και απομένει στη σκηνή ο Ιορδάνης και η φωτογραφία του. Η φωτογραφία ενός προσώπου, όπως και η καλλιτεχνική προσωπογραφία, σχετίζεται με την έμφυτη  ανάγκη του ανθρώπου για την εξασφάλιση και τη διαιώνιση της εικόνας του, της ταυτότητας του. Είναι μια προσπάθεια για αντίσταση ενάντια στη φθορά του χρόνου – μήπως δε θα μπορούσε να εκληφθεί ως αγωνία για τη φθαρτότητα της σωματικής  φύσης του ανθρώπου;

Μια φωτογραφία, ωστόσο, και η συνεχής προβολή της συνδέεται και με τις εγωιστικές τάσεις του ανθρώπου. Ο Ιορδάνης φωτογραφίζοντας τον εαυτό του,  εγκλωβίζεται στη φυλακή του «εγώ» του. Αντίθετα,  μια προσωπογραφία ως έργο τέχνης προϋποθέτει την πρόθεση του ζωγράφου να διερευνήσει και να εκθέσει τον εικονιζόμενο, συμβάλλοντας έμμεσα στην ανάπτυξη της αυτοσυνειδησίας τόσο του εικονιζόμενου προσώπου όσο και του θεατή. Η προσωπογραφία ως έργο τέχνης ξεφεύγει από τον οπτικό αντικειμενισμό και προσπαθεί να αποκαλύψει τη βαθύτερη υπόσταση του ατόμου.

Η προσωπογραφία ως έργο τέχνης, ίσως γιατί όχι και μια φωτογραφία, παρέχει στον κάθε ματαιόδοξο και ναρκισσιστή «Ιορδάνη» την ευχέρεια για έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό διάλογο με τον εαυτό του. Ένας διάλογος με τον εαυτό μας μπορεί να γίνει η αρχή της εξόδου μας από τον ατομικισμό μας.  Ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε επιβεβαιώνει τη σπουδαιότητα της πράξης:

«Μα κι αν από τον εαυτό του καθένας προσπαθεί να βγει,

 σαν από ειρκτή, που τη μισεί και τη φυλάσσει,

 είναι ένα μέγα θαύμα σε τούτη δω την πλάση»

 

Μ.Δ.  (διδάσκουσα στο ΓΕΛ Άργους Ορεστικού και κάτοχος δ.δ. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)

Κοινοποίηση
recurring
Σας αρέσει το OlaDeka?
Κάντε μας like στο Facebook!
Κλείσιμο
Ola Deka Kastoria