Είναι η Βουλγαρία το νέο Μονακό ή το ευνοϊκό Λιχτενστάιν των Βαλκανίων, παρά τις κάκιστες υποδομές και το κακοπληρωμένο και ανειδίκευτο εργασιακό δυναμικό;

Αυτό, ίσως, φαντάζονται πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και μεταναστεύουν σωρηδόν στην γειτονική χώρα, ελπίζοντας ότι θα επιτύχουν μια σειρά από ωφέλειες, όπως:

  • μειωμένες ασφαλιστικές εργοδοτικές εισφορές
  • χαμηλό λειτουργικό κόστος
  • χαμηλό εργατικό κόστος
  • ίδρυση εταιρείας χωρίς χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες και κυρίως
  • χαμηλό φορολογικό συντελεστή τόσο στα κέρδη (10%) όσο και στα μερίσματα (5%)

και όλα αυτά,

  • μέσα σε ένα πράγματι σταθερό φορολογικό σύστημα και ένα πράγματι ταχύτατα αναπτυσσόμενο τραπεζικό
  • με το γεγονός ότι η Βουλγαρία έχει υπογράψει με πολλές χώρες συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας
  • με το γεγονός ότι η Βουλγαρία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε και προϋποθέτει ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων και προσώπων.

Ναι, όλα αυτά – ή τα περισσότερα από αυτά- είναι πραγματικότητα, με την (αυτονόητη) όμως προϋπόθεση ότι η εταιρεία του Έλληνα επιχειρηματία θα έχει πραγματική και ουσιαστική εγκατάσταση στην Βουλγαρία και με κέντρο την χώρα αυτή θα ασκεί τις όποιες δραστηριότητες της.

Όμως,

από την μέχρι τώρα εμπειρία μας, αυτό που βλέπουμε να προτείνεται σε πελάτες μας επιχειρηματίες από κάποιες λεγόμενες  “ εταιρείες συμβούλων” είναι, δυστυχώς, μία ακόμα ελληνική πατέντα, με την εύκολη (όσο και επικίνδυνη) συνταγή της ίδρυσης μιας εταιρείας – φάντασμα στην Βουλγαρία, χωρίς γραφεία, χωρίς προσωπικό, χωρίς καμία υποδομή, με όλη την επιχειρηματική δραστηριότητα να (συνεχίζει να) πραγματοποιείται στην Ελλάδα είτε μέσω της βασικής ελληνικής επιχείρησης είτε μέσω ενός υποκαταστήματος ή μιας ελληνικής εταιρείας που θα είναι θυγατρική της μητρικής βουλγαρικής, τα οποία (υποκατάστημα ή θυγατρική) θα ιδρύσει ο Έλληνας επιχειρηματίας στην Ελλάδα.

Δηλαδή, το (λανθασμένο) σκεπτικό λέει: ίδρυσε μια εταιρεία στην Βουλγαρία, να υπάρχει μόνο «στα χαρτιά», και, αμέσως μετά, ίδρυσε στην Ελλάδα μια θυγατρική της ή ένα υποκατάστημά της και, μέσω αυτών (της ελληνικής θυγατρικής και του ελληνικού υποκαταστήματος) θα ασκείς το σύνολο της πραγματικής σου δραστηριότητας.

ΠΟΛΥ  ΜΕΓΑΛΗ  ΠΡΟΣΟΧΗ:

Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, στον οποίο υπάγεται η ελληνική θυγατρική ή το υποκατάστημα, τα μενεισοδήματα που αποκτά η θυγατρική και το υποκατάστημα ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ στην ΕΛΛΑΔΑ με τους βαρύτατους συντελεστές που (δυστυχώς) ισχύουν στην χώρα μας, τα δε μερίσματα, και αυτά ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ στην ΕΛΛΑΔΑ με συντελεστή (μέχρι στιγμής) 10%.

Όσον δε αφορά στην βουλγαρική εταιρεία (φάντασμα), αυτή εντάσσεται στις (δυσμενείς) διατάξεις περί Ελεγχόμενης Αλλοδαπής Εταιρείας (CFC) σύμφωνα με τις οποίες, όλες οι πράξεις της βουλγαρικής ελέγχονται κατά τις διατάξεις περί πάταξης της φοροαποφυγής της ελληνικής νομοθεσίας.

Για την (δήθεν) αποφυγή αυτού του σκοπέλου, οι “εταιρείες σύμβουλοι” προτείνουν, οι σχέσεις μεταξύ μητρικής βουλγαρικής – θυγατρικής ελληνικής να λάβουν π.χ. την μορφή εξόδων διαχείρισης ή διοικητικής υποστήριξης ή κάτι παρόμοιο, σχήματα τα οποία οι ελληνικές φορολογικές αρχές όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά υπάρχει και εξαιρετικά μεγάλος κίνδυνος να τα χαρακτηρίσουν και εικονικά (χαρακτηρισμός που, κατά την άποψή μας, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια, αφού φέρουν πολλά από τα στοιχεία που νομικά συνιστούν εικονική δικαιοπραξία).

Οι ανωτέρω πρακτικές αποτελούν πράξεις φοροαποφυγής, οι οποίες έχουν δυσμενέστατες συνέπειες (Νόμος 4172/2013) για τον επιχειρηματία, ο οποίος θα προσπαθήσει να επιτύχει χαμηλότερο κόστος, χρησιμοποιώντας τέτοια -νομικά λανθασμένα – μορφώματα.

Αγγελος Λάμπρου-Partner