Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με 7 μονάδες διαφορά στις εκλογές της Κυριακής εξέπληξε πολιτικούς αρχηγούς και εκλογικό σώμα, καθώς τα ποσοστά των κομμάτων που κατέγραψαν οι περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης προεκλογικά αποτέλεσαν τη βάση μιας ευρείας συζήτησης για αναμέτρηση – ντέρμπι μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που κατά περίπτωση εξελίχθηκε σε πρόβλεψη μικρης επικράτησης του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα, της τάξεως των 2-3 ποσοστιαίων μονάδων μόνο τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν τις κάλπες. Τη μεγάλη διαφορά δεν “είδε” με ακρίβεια ούτε το κοινό exit poll που ανακοινώθηκε με το κλείσιμο της κάλπης.
Αυτή η αδυναμία των ειδικών να εκτιμήσουν με ακρίβεια το εκλογικό αποτέλεσμα ήρθε να προστεθεί στην αστοχία πρόβλεψης της μεγάλης επικράτησης το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, αυξάνοντας τη δυσπιστία προς τις εταιρίες δημοσκοπήσεων.
Το αρνητικό κλίμα πυροδότησαν ακόμα περισσότερο οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου περί δημοσκόπων απατεώνων που πολέμησαν βρώμικα το κόμμα του, παρουσιάζοντας ως αβέβαιη την είσοδο των ΑΝΕΛ στη Βουλή, ενώ είχαμε και απολογίες προς το εκλογικό σώμα από πλευράς των εταιριών δημοσκοπήσεων.
Την αρχή έκανε ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της MRB, η οποία ήταν μία από τις εταιρίες που έλαβαν μέρος στο exit poll. “Προσωπικά ζητώ συγνώμη για απόψε” έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, διευκρινίζοντας οτι οι πολίτες δεν είπαν ψέμματα και αναλαμβάνοντας την ευθύνη λόγω λανθασμένων εργαλείων. “Το πρόβλημα είναι μεθοδολογικό. Δεν διαβάζονται οι αναποφάσιστοι και η αποχή. Και πάλι συγνώμη” καταλήγει το μήνυμά του, με το οποίο απορρίπτει τις κατηγορίες ‘ενδεχόμενης χειραγώγησης’ προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ακόμα και η Αυγή, η εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, απέτυχε να προβλέψει διαφορά μεγαλύτερη του 3%.
Τη συγνώμη του Δ. Μαύρου ακολούθησε ανακοίνωση του Θωμά Γεράκη, διευθυντή της εταιρίας MARC, η οποία επίσης συμμετείχε στο exit poll. “Eίναι βέβαιο ότι τόσο οι δημοσκοπήσεις όσο και το exit poll απέτυχαν να καταγράψουν τις τάσεις του εκλογικού σώματος” αναφέρει, ενώ ειδικότερα για το κοινό exit poll αποδίδει την αποτυχία του να προβλέψει τη μεγάλη διαφορά των δύο κομμάτων σε λάθος μοντέλα και υποθέσεις εργασίας. “Το πρόβλημα δεν ήταν μεθοδολογικό: ούτε πρόβλημα σχεδιασμού δείγματος, ούτε πρόβλημα συλλογής στοιχείων. Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι ερευνητές μας έξω από τα εκλογικά κέντρα ήταν σωστά και οι πολίτες απάντησαν με απόλυτη ειλικρίνεια. Ωστόσο οι στατιστικές αναλύσεις που ακολούθησαν, τα μοντέλα και οι υποθέσεις εργασίας, αποδείχθηκαν λάθος. Το μεγάλο ποσοστό αποχής συσχετίστηκε με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, και έτσι μειώθηκε η μεγάλη διαφορά” γράφει ο κ. Γεράκης στην ανακοίνωσή του. Σημειώνει επίσης πως στο τραπέζι του κοινού exit poll υπήρξαν διαφοροποιήσεις ως προς την ανάλυση των στοιχείων ανάμεσα στις εταιρίες δημοσκοπήσεων που συμμετείχαν. “Δεν έφταιξε το εργαλείο, φταίξαμε εμείς” λέει χαρακτηριστικά.
Στο πλαίσιο αυτό, το NEWS247 επικοινώνησε με τους εκπροσώπους εκ των μεγαλύτερων εταιριών που διεξάγουν δημοσκοπήσεις και ζήτησε τη δική τους εκτίμηση για το τι πήγε στραβά στις έρευνές τους αλλά και μια απάντηση στις κατηγορίες περί σκόπιμης χειραγώγησης του εκλογικού σώματος.
Τάκης Θεοδωρικάκος – GPO: Το exit poll ως κοινό τηλεοπτικό προϊόν πολλών εταιριών έχει τελειώσει
Αίσθηση προκαλεί η δήλωση του προέδρου της GPO, Τάκη Θεοδωρικάκου, σχετικά με το exit poll και τις διαφοροποιήσεις ως προς την ανάλυση των στοιχείων ανάμεσα στις εταιρίες που συμμετείχαν.
“Θεωρώ πως αυτό το πείραμα του κοινού exit poll ως κοινού τηλεοπτικού προϊόντος έχει τελειώσει. Απο εκεί και πέρα κάθε ερευνητής και αναλυτής οφείλει να αναβαθμίζει διαρκώς την μεθοδολογία του προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματική” λέει χαρακτηριστικά, ενώ περιγράφει έναν παράγοντα που δυσκόλεψε πάρα πολύ τη διαδικασία: “Ο πολύ μεγάλος βαθμός αποχής, ήταν ένας ένας παράγοντας που δυσκόλεψε πάρα πολύ την ερμηνεία των στοιχείων που μας έδωσε το exit poll. Το exit poll καταγράφει την ψήφο όχι την αποχή κι έτσι κανείς δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος από ποιους κομματικούς χώρους προέρχονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που απείχαν”.
Ως προς τις δημοσκοπήσεις ο κ. Θεοδωρικάκος δεν αποδέχεται τη γενίκευση περί καθολικής αποτυχία των εταιριών και υπογραμμίζει πως οι μετρήσεις της εταιρίας του ήταν απολύτως αξιόπιστες. “Στις δημοσκοπήσεις της GPO πριν τις εκλογές και ιδιαίτερα στην τελευταία της Παρασκευής αποτυπώθηκαν με σαφήνεια οι τάσεις του εκλογικού σώματος. Σαφές προβάδισμα ΣΥΡΙΖΑ με ένα ποσοστό 12,5% αδιευκρίνιστη ψήφο που αφορά σε μεγάλο βαθμό ψηφοφόρους που προέρχονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν συγκρίνει κανείς τις τάσεις αυτές με το αποτέλεσμα των εκλογών θα δει ότι οι μετρήσεις της GPO έχουν απόλυτη αξιοπιστία. Έδιναν σαφές προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ και ακολουθούσαν όπως και έγινε ΧΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΠΟΤΑΜΙ, με τα ποσοστά τους στο όριο του στατιστικού λάθους. Τώρα για τη Λαϊκή Ενότητα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες και την Ένωση Κεντρώων είχα πει ξεκάθαρα ότι επειδή είναι οριακά τα πράγματα δεν μπορεί να γίνει ασφαλής εκτίμηση και πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση την Κυριακή. Συνεπώς οι τάσεις είχαν αποτυπωθεί σωστά. Η μεγάλη διαφορά διαμορφώθηκε μέσα στο Σαββατοκύριακο και ήταν η φυσική συνέχεια των τάσεων που είχαν καταγραφεί, αφού οι αναποφάσιστοι προέρχονταν κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ”.
Τάσος Γεωργιάδης – Metron Analysis: Μύθος ότι το εκλογικό σώμα επηρεάζεται από τις δημοσκοπήσεις
Ο γενικός διευθυντής της Metron Analysis Τάσος Γεωργιάδης, αποδίδει τις όποιες αστοχίες στα αποτελέσματα των ερευνών στο ρευστό πολιτικό σκηνικό και τις διαρκείς μετακινήσεις ψηφοφόρων και επισημαίνει την αναγκαιότητα να βρεθούν νέες μεθόδους σταθμίσεως των δειγμάτων: “Από το 2010 και μετά, είναι τόσο ρευστό το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό σκηνικό που πραγματικά υπάρχει μία δυσκολία με τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούσαμε έως σήμερα να μπορέσουμε να κάνουμε πολύ ακριβείς προβλέψεις. Για παράδειγμα, τα τελευταία πέντε χρόνια ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων έχει αλλάξει κόμμα. Οι σταθμίσεις που κάναμε παλιότερα με βάση το ‘τι κόμμα ψηφίσατε την τελευταία φορά’ έχουνε πολύ μικρότερη αξία πλέον στο πως σταθμίζουμε και πώς αναλύουμε τα δείγματα. Αυτή είναι η βασική αιτία των προβλημάτων που έχουμε, ότι πρέπει να αναζητήσουμε νέες μεθόδους σταθμίσεως των δειγμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, την τελευταία εβδομάδα, η δική μας εταιρία δεν δημοσιοποίησε καθόλου έρευνες. Διότι βλέπαμε αυτή τη ρευστότητα και βλέπαμε τον κίνδυνο να έχουμε πολύ μεγάλες διαφορές και ανατροπές και να πέσουμε έξω. Αποφασίσαμε λοιπόν να μην κάνουμε καμία δημοσίευση. Το ίδιο πράγμα έγινε περίπου και σε αυτές τις εκλογές. Παρόλα αυτά, τον νικητή κάποιες εταιρίες κατάφεραν και τον πρόβλεψαν με διαφορά. Όταν την Παρασκευή δίνεις 3% μπροστά τον ΣΥΡΙΖΑ με 6% αναποφάσιστους δεν νομίζω ότι είσαι εκτός πραγματικότητας”.
Ο κ. Γεωργιάδης θεωρεί υπερβολική την όλη συζήτηση περί αξιοπιστίας των εταιριών και εκφράζει την άποψη ότι αυτές δεν επηρεάζουν το εκλογικό σώμα. “Δεν υπάρχει κάποια πρόθεση πίσω από την όποια αστοχία των ερευνών. Όπως απεδείχθη την Κυριακή, το γεγονός ότι πάρα πολλές δημοσκοπήσεις προεκλογικά έδιναν ακόμα και πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία, δεν επηρέασε το εκλογικό σώμα. Είναι μύθος θεωρώ ότι το εκλογικό σώμα επηρεάζεται από τις δημοσκοπήσεις” λέει και προσθέτει.
“Αν κανείς στάθμιζε τις έρευνες με την ψήφο στο δημοψήφισμα, με το μεγάλο αριθμό του ΟΧΙ , θα κατέληγε σε πιο μεγάλες διαφορές ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Αυτό όμως είναι ένα μεθοδολογικό θέμα, δεν είναι θέμα προθέσεων των εταιριών. Το γεγονός ότι εμείς σε καμία δημοσκόπηση δεν δώσαμε πρώτο κόμμα τη ΝΔ, δώσαμε μια καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Παρασκευής και την Κυριακή δώσαμε τη μεγαλύτερη διαφορά ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, οφείλεται και στο γεγονός ότι λάβαμε σοβαρά υπόψην μας και το κριτήριο της ψήφου στο δημοψήφισμα. Το μεγάλο ποσοστό του ΟΧΙ και το μεγάλο ποσοστό που έπαιρνε ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των ψηφοφόρων του ΟΧΙ”.
Νίκος Μαραντζίδης – Πανεπιστήμιο Μακεδονία: Δεν είναι δυνατόν να διεξάγουμε έρευνες με ουρλιαχτά και απειλές
Ο Νικος Μαραντίδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονία που διεξάγει δημοσκοπήσεις για λογαριασμό του ΣΚΑΪ, βρέθηκε ειδικότερα στο στο στόχαστρο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και του προέδρου τους Πάνου Καμμένου προσωπικά, καθώς στις έρευνές του οι ΑΝΕΛ ήταν εκτός Βουλής.
“Κατανοώ ότι η κρισιμότητα του 3%, μπαίνω δεν μπαίνω στη βουλή, τους προκάλεσε φόβο άρα και μία παραπάνω ένταση, διότι εμείς μόλις το Σάββατο είδαμε ότι μάλλον μπαίνουν, πριν βλέπαμε ότι οριακά δεν μπαίνουν. Όμως ας είμαστε σοβαροί. Είναι δυνατόν να διεξάγουμε έρευνες με ουρλιαχτά και απειλές; Αυτή είναι κουλτούρα τρίτου κόσμου” λέει σχετικά και προσθέτει:
“Αντικειμενικά μας δυσκολεύει το γεγονός ότι πρέπει να μετρήσουμε πολλά κόμματα που κινούνται γύρω στο 3%, ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό που όμως λειτουργεί ως θεσμικό ορόσημο γιατί είναι το όριο εισόδου στη Βουλή. Σε άλλες χώρες άλλα κόμματα δεν αποτελούν αντικείμενο τόσο αυστηρής μελέτης. Εμείς το κάνουμε διότι το ποσοστό αυτό ορίζει την είσοδο στη βουλή. Σκεφτείτε ότι σε ένα δείγμα 1000 ατόμων το 3% αντιστοιχεί σε 30 άτομα. Είναι εξαιρετικά μικρό δείγμα για να προβλέψεις κάτι τόσο κρίσιμο όσο η είσοδος ενός κόμματος ή όχι στη βουλή ή όχι”.
Ο κ. Μαραντζίδης αποδίδει τα λάθη που γίνανε στις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες σε θέματα που έχουν να κάνουν με τα εργαλεία ανίχνευσης και την όποια ευαισθησία τους σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας, σαν αυτές που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια, με διαρκείς μετακινήσεις ψηφοφόρων, εμφάνιση νέων κομμάτων και το τεράστιο ποσοστό αποχής, όπως καταγράφηκε στις εκλογές της Κυριακής:
“Συμφωνώ ότι τον τελευταίο καιρό υπάρχουν μια σειρά από θέματα που έχουν να κάνουν με τα εργαλεία ανίχνευσης. Από τη αρχή όμως τονίζαμε ότι η δημοσκόπηση δεν μπορεί να πιάσει την αποχή η οποία επηρεάζει πάρα πολύ το αποτέλεσμα. Την Κυριακή είχαμε μια τρομακτική αποχή για τα ελληνικά δεδομένα, ψήφισαν σχεδόν 700.000 άνθρωποι λιγότεροι από τις εκλογές του Ιανουαρίου. Όλα τα κομματα πλην της Χρυσής Αυγής είχαν μεγάλη απώλεια σε ψηφοφόρους που δεν αποτυπώθηκε στα ποσοστά λογω της εξαιρετικά μειωμένης συμμετοχής στις εκλογές συνολικά. Η ΝΔ για παράδειγμα έχασε 200.000 ψήφους από το Γενάρη. Το Γενάρη κάθε ποσοστιαία μονάδα αντιστοιχούσε σε 63.000 ψηφοφόρους. Άρα απώλεια 200.000 ψήφων σήμαινε μείον 3%. Την Κυριακή έχασα 200.000 ψήφους και το ποσοστό της ανέβηκε ελαφρά από το Γενάρη λόγω της υψηλής αποχής συνολικά. Αυτό δεν υπάρχει δυνατότητα καμία δημοσκόπηση να το προβλέψει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τους περισσότερους ψηφοφόρους από όλα τα κόμματα σε σχέση με το Γενάρη. Αλλά κέρδισε τις εκλογές με 7 μονάδες διαφορά”.
Ο κ. Μαραντζίδης επισημαίνει όμως και τα προβλήματα που προκύπτουν και από τον τρόπο που ‘διαβάζουμε’ μια δημοσκόπηση”: “Όταν λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει 30% με διακύμανση + – 3%, σημαίνει ότι το 30 έχει τις ίδιες πιθανότητες με το 27 και το 33. Δεν είναι το μέσο πιο πιθανό από τα άκρα, έτσι είναι η στατιστική”.
Θα ήταν καλύτερος ο κόσμος χωρίς δημοσκοπήσεις;
Τέλος ο κ. Μαραντζίδης επισημαίνει την ανάγκη να κατανοήσουμε το κατά πόσο επηρεάζουν οι δημοσκοπήσεις το εκλογικό αποτέλεσμα. “Θα ήταν καλύτερος ένας κόσμος χωρίς δημοσκοπήσεις; Θα συμβάλλαμε θετικά στην πολιτική ωρίμανση αν τις σταματούσαμε; Είμαι έτοιμος να το δεχθώ, αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Άκουσα πολιτικούς που έπαιρναν τηλέφωνο πέντε φορές την ημέρα να μάθουν τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, να σκίζουν τα ιμάτιά τους μετά. Νομίζω πως πρέπει να αποδραματοποιήσουμε τα πράγματα. Ναι, οι δημοσκοπήσεις έχουν τη σημασία τους, αποδέχομαι πλήρως ότι μια δημοσκόπηση είναι πολιτικό συμβάν εφόσον προβάλλεται στα media, ότι είναι μέρος του πολιτικού παιχνιδιού και πρέπει να συζητήσουμε τις αστοχίες τους. Να μην φτάνουμε όμως σε υπερβολές. Το Γενάρη δέχθηκα κριτική από τη ΝΔ, ότι έχασε εξ αιτίας των δημοσκοπήσεων, κόσμος απογοητευμένος από τα δημοσκοπικά χαμηλά ποσοστά της πήγανε στο Ποτάμι. Τώρα ακούω την ίδια κριτική από το Ποτάμι! Ότι επειδή οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ντέρμπι ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ ο κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από αυτούς τους δύο. Οι δημοσκοπήσεις μας αρέσουν λοιπόν όταν μας βολεύουν και τις κατηγορούμε όταν δεν μας βολεύουν. Είναι αντικειμενικές μόνο όταν πάμε καλά αλλά αυτό θυμίζει το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Γενικά θεωρώ πως οι δημοσκοπήσεις ίσως επηρεάζουν σε ένα βαθμό τους ψηφοφόρους, όχι όμως τόσο όσο σοβαρά τις παίρνουμε στο δημόσιο διάλογο” καταλήγει.